Κατά το άρθρο 904 παρ.1 ΑΚ, “Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή υπάρχει ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή για αιτία μη επακολουθήσασα ή λήξασα ή παράνομη ή ανήθικη”. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή ο πλουτισμός απαιτείται να επήλθε “χωρίς νόμιμη αιτία”, δηλαδή να είναι αδικαιολόγητος.
Κρίσιμο δηλαδή στοιχείο είναι η νόμιμη αιτία του πλουτισμού. Αιτία ειδικότερα είναι ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει με την παροχή του ο δότης, η αποτυχία δε του σκοπού αυτού επιφέρει την έλλειψη της αιτίας. Το άρθρο 904 ΑΚ δεν λύνει από μόνο του το ζήτημα πότε υπάρχει ή δεν υπάρχει νόμιμη αιτία. Περαιτέρω, είναι δεδομένο της κοινής πείρας, ότι στα πλαίσια της ελεύθερης συμβίωσης προσώπων οι συνήθεις παροχές του καθ’ ημέραν κοινού βίου εκ μέρους του ενός προς τον άλλον γίνονται από ελευθεριότητα και χωρίς πρόθεση λήψεως ανταλλάγματος και συνεπώς δεν γεννάται αξίωση προς απόδοση του πλουτισμού του λήπτη, διότι στην περίπτωση αυτή ο πλουτισμός αυτού και η μείωση ή η μη επαύξηση της περιουσίας του δόντος δεν είναι αδικαιολόγητη, δηλαδή χωρίς νόμιμη αιτία, αφού υπάρχει τότε η νόμιμη αιτία της χωρίς αντάλλαγμα παροχής, αντικείμενο της οποίας μπορεί να είναι και υπηρεσίες πάσης φύσεως. Δηλαδή δεν μπορούν να αναζητηθούν οι πληρωμές των κοινωφελών λογαριασμών που γίνονται από τον έναν μόνο εκ των δύο, τα ψώνια του σουπερ μάρκετ κ.τ.λ.
Δεν ισχύει όμως το ίδιο, και μάλιστα ως γενικός κανόνας, όταν πρόκειται για παροχές περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας, οι οποίες ευλόγως προϋποθέτουν και έχουν ως βάση και “θεμέλιο” την συμβιωτική σχέση των ατόμων (χωρίς φυσικά να αποκλείεται η ελευθεριότητα και στις παροχές αυτές σε συγκεκριμένες περιπτώσεις). Π.χ. η μεταβίβαση με δωρέα ενός ακινήτου ή ποσοστού ακινήτου.
Ειδικότερα, κύριο χαρακτηριστικό της συμβιώσεως είναι ότι αυτή λύεται ελευθέρως οποτεδήποτε από εκάτερο των προσώπων, ενώ ο γάμος λύεται είτε με τον θάνατο ενός των συζύγων, είτε με την έκδοση αμετάκλητης περί διαζυγίου αποφάσεως. Στην περίπτωση, εξάλλου, που κατά τη διάρκεια της ελεύθερης συμβίωσης υπήρξε βελτίωση της περιουσίας (πλουτισμός) του ενός των προσώπων, που συζούν, από την περιουσία του ετέρου εξ αυτών, η οποία βελτίωση (πλουτισμός), π.χ. δωρεά ακινήτου, έλαβε χώρα είτε με την προοπτική κάποιου μελλοντικού γάμου, είτε στο πλαίσια της “κοινωνίας βίου”, και στη συνέχεια η ελεύθερη συμβίωση λύθηκε, τότε εκλείπει η θεμελιώδης αιτία, χάριν της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση, (δωρεά) και συνεπώς μπορεί να αναζητηθεί ο πλουτισμός κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις.
Δηλαδή, εάν εξ αφορμής της εξώγαμης συμβίωσης δημιουργήθηκε σύνδεσμος εμπιστοσύνης με ειδικότερο περιεχόμενο την προσφορά υπηρεσιών ή παροχών από τον ένα σύντροφο στον άλλο και υπό την προϋπόθεση κάποιου όχι ορισμένου αλλά οριστού περιουσιακού ανταλλάγματος (π.χ. οικονομικής εξασφάλισης για το μέλλον) ή μελλοντικού γάμου, και στον παρασχόντα τις υπηρεσίες ή τις παροχές στον άλλο σύντροφο δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι παρέχει τις υπηρεσίες αυτές ή την παροχή για μελλοντική του εξασφάλιση (δηλαδή με την προσδοκία γάμου ή μελλοντικής εξασφάλισης), η αθέτηση και γενικώς η λήξη του συνδέσμου εμπιστοσύνης, ως νόμιμης αιτίας, στηρίζει την αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία γεννάται τη χρονική στιγμή της διάρρηξης του συνδέσμου εμπιστοσύνης, οπότε ο δότης δικαιούται να αναζητήσει όσα κατέβαλε στον σύντροφό του.
Συγκεκριμένα, στην εξώγαμη συμβίωση, για να γίνει δεκτή η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού πρέπει να αναφέρεται και να αποδεικνύεται όχι μόνον η ύπαρξη κοινωνίας βίου, αλλά και η ανταποδοτική βάση των εκατέρωθεν συμβολών, ότι δηλαδή εξ αφορμής αυτής δημιουργήθηκε σύνδεσμος εμπιστοσύνης με ειδικότερο περιεχόμενο την προσφορά υπηρεσιών ή παροχών από τον ενάγοντα σύντροφο στον άλλο και υπό την προϋπόθεση συγκεκριμένου περιουσιακού ανταλλάγματος ή μελλοντικού γάμου και ότι λόγω περατώσεως του συνδέσμου εμπιστοσύνης (λύσης της συμβίωσης είτε αυθαίρετα εκ μέρους του εναγόμενου, είτε λόγω θανάτου), γεννήθηκε η αξίωση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, είτε για αιτία λήξασα (όταν ο σύνδεσμος εμπιστοσύνης είχε στηριχθεί στη μονιμότητά της), είτε για αιτία μη επακολουθήσασα (όταν οι παροχές δίνονταν με την πεποίθηση μελλοντικού οικονομικού ανταλλάγματος). Περαιτέρω, εάν η λύση της ελεύθερης συμβιώσεως οφείλεται στο θάνατο του πλουτίσαντος προσώπου, η ως άνω αξίωση εκ μέρους του επιζώντος συντρόφου απευθύνεται πλέον κατά των κληρονόμων του άλλου για περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν από την περιουσία του θανόντος, καθόσον τόσο η απαίτηση όσο και η υποχρέωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι κληρονομητές.
Υπάρχει όμως και η άποψη ότι η εξώγαμη συμβίωση και η σιωπηρώς ενυπάρχουσα συμφωνία για την αμοιβαία, μέσα στο πλαίσιο της δημιουργούμενης σχέσεως εμπιστοσύνης, παροχή υπηρεσιών ή περιουσιακή επίδοση μεταξύ των συμβιούντων αποτελεί κατ’ αρχήν αιτία διατηρήσεως των εντεύθεν περιουσιακών ωφελειών του ενός ή του άλλου, που αποκλείει την αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού.
Ειδικότερα, η από το άρθρο 904 ΑΚ αξίωση έχει ως προϋπόθεση ότι ο εναγόμενος έγινε πλουσιότερος από την περιουσία του ενάγοντος και με ζημία τούτου, χωρίς νόμιμη αιτία, οπότε υποχρεούται σε απόδοση της ωφέλειας. Συνακόλουθα, δεν γεννάται αξίωση προς απαίτηση του πλουτισμού του λήπτη, όταν ο πλουτισμός αυτός επήλθε από την παροχή προς αυτόν υπηρεσιών ή παροχών οικειοθελώς και χωρίς αντάλλαγμα εκ μέρους του δότη, τις οποίες αποδέχθηκε ο λήπτης, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή επήλθε μεν πλουτισμός τούτου, όχι όμως και αδικαιολόγητη μείωση της περιουσίας του δότη. Εξάλλου, η εξώγαμη συμβίωση δύο προσώπων λύεται είτε εν ζωή, είτε διά του θανάτου ενός τούτων. Και αν μεν η λύση επέρχεται εν ζωή (είτε με κοινή συμφωνία είτε με υπαιτιότητα ενός εκ των δύο), τότε η διάρρηξη του συνδέσμου της εμπιστοσύνης μεταξύ τους γεννά ενδεχομένως αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού με τη λύση της ελεύθερης συμβιώσεως έληξε το υπόβαθρο στο οποίο ερείδεται η νόμιμη αιτία πλουτισμού του λήπτη των παροχών. Αντιθέτως, αν η λύση της ελεύθερης συμβιώσεως επήλθε με τον θάνατο ενός των συμβιούντων, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αθέτηση του συνδέσμου εμπιστοσύνης, και συνακόλουθα δεν γεννάται αξίωση του επιζώντος για αναζήτηση των παροχών σε βάρος των κληρονόμων του θανόντος, εφόσον ενόσω ζούσε ο θανών είχε νόμιμη αιτία διατηρήσεως του πλουτισμού, και κατά συνέπεια οι κληρονόμοι του, υπεισερχόμενοι στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της κληρονομιάς του ως συνόλου, δεν έχουν υποχρέωση επιστροφής των παροχών, εφόσον κατέχουν αυτές με νόμιμη αιτία την κληρονομιά του. Ωστόσο, αν η αξίωση αυτή είχε γεννηθεί ενόσω ζούσε ο θανών, τότε ο δότης των παροχών νομίμως στρέφεται κατά των κληρονόμων του”.
* Η Αναστασία Μήλιου είναι δικηγόρος παρ’ εφέταις Αθηνών