Κάποτε, που λέτε, αποφάσισα να γράψω ένα βιβλίο. Καλά, έγραψα αρκετά έκτοτε, αλλά δεν εκδόθηκε κανένα. Σ’ όσους εκδότες τα πήγα, μου τα επέστρεψαν και μου ευχήθηκαν, μάλιστα, «καλή τύχη». Που δεν μπόρεσα να καταλάβω τι εννοούσαν. Να βρω άλλον εκδότη για το βιβλίο μου, που, αφού αυτού δεν του άρεσε και το απέρριψε, ο επόμενος θα έπρεπε να είναι πιο βλάκας, για να το δεχτεί, ή μου ευχήθηκαν «καλή τύχη» στην συγγραφή του επόμενου βιβλίου μου; Καημός μου έχει μείνει. Όχι επειδή δε μου εξέδωσαν το βιβλίο, ούτε που το περίμενα. Ήξερα τι σαβούρα εκδίδουν εν σωρώ οι εκδότες μας, ειδικά κάτι δακρύβρεκτες ιστορίες, βγαλμένες, λένε, απ’ τη ζωή, –καλά, το πίστεψα κι αυτό: όταν δεν έχει δουλειά να κάνει η ζωή, κάθεται και… κλαίει,– ή κάτι ερωτικά δράματα, όπου ο κακός και πλούσιος εργοδότης αποπλανίζει –ωχ, σάματι δεν είναι το σωστό ρήμα αυτό, αποπλανά έπρεπε να γράψω,– την ωραία πλην πτωχή και τίμια υπάλληλό του και μετά την αφήνει φουσκωμένη. Κάτι τέτοια μας δίνουν να διαβάσουμε, για να μην σκεπτόμαστε, όσοι μπορούν να σκέπτονται. Μου έχει μείνει καημός το ότι δεν μπόρεσα να καταλάβω το ακριβές νόημα της ευχής τους.
Ήξερα λοιπόν, την τύφλα μου ήξερα, αλλά είχα πάρει μια ιδέα απ’ τα βιβλία που διάβαζα, ότι οι συγγραφείς γεμίζουν τα βιβλία τους με λεπτομέρειες, πολλές λεπτομέρειες, ως επί το πλείστον άχρηστες, γιατί τι μ’ ενδιαφέρει εμένα αν το μοντελάκι που χάρισε ο κακός και πλούσιος εργοδότης στην ωραία πλην πτωχή και τίμια υπάλληλό του, –αυτήν που ήθελε να ρίξει στο κρεβάτι ντε, με πιάνετε;– ήταν Chanel, Dior ή όποιας άλλης μοδίστρας. Δεκάρα δεν δίνω. Και να περιγραφές του μοντελακίου, να τόσες φράντζες από ’δώ, τόσες και μια λιγότερη από ’κει, μέχρι από τι είδους κλωστή ήταν ραμμένο μας λένε. Να κι ένα άρωμα, να το φοράει μαζί με το μοντελάκι, που εγώ θα την προτιμούσα μόνο με το άρωμα, χωρίς το μοντελάκι, –για να μην κουράζομαι, βρε αδελφέ, γιατί αν την φτάσεις μέχρι την κρεβατοκάμαρα, δεν έχει και μεγάλο γούστο να της πεις με ύφος αφέντη και κατακτητή: «γδύσου!»– αφού το άρωμα δεν μπορώ να της το βγάλω, τέτοιες ώρες τέτοια λόγια, σιγά μην την κάνω μπουγάδα πάνω που πάει ν’ αρχίσει η δράση.
Πιάνοντας την ημέρα απ’ την αρχή, πρέπει να περιγράψουν –οι άλλοι, όχι εγώ, που αφήνω τις λεπτομέρειες στην φαντασία του αναγνώστη και μόνο γενικές γραμμές του δίνω, γιατί κάτι πρέπει να κάνει κι αυτός, όχι πληρώσαμε ένα εικοσάρι και πήραμε βιβλίο και τα περιμένουμε όλα έτοιμα, μουσκεμένο παξιμάδι, μήπως θέλεις, φίλε, και να το χωνέψω εγώ το παξιμαδάκι σου;– πώς ξυπνάνε το πρωί οι δυο ήρωες του δράματος, πριν από το συμβάν, εννοώ, –τα μετά το συμβάν τα ξέρουμε, θα σας τα πω παρακάτω,– πώς ετοιμάζουν τον καφέ τους, σύμφωνα με τις οδηγίες του κ. Καρανίκα της Διεύθυνσης Στρατηγικού Σχεδιασμού, σε μπρίκι στο γκαζάκι, ελληνικό απ’ το καφεκοπτείο της γειτονιάς τη εκείνη, σε τελευταίου τύπου μηχανή με 20 ατμόσφαιρες πίεση εκείνος να ετοιμάζει τον εσπρέσο του, όπου δεν χρειάζονται του οι συμβουλές και οδηγίες του κ. Καρανίκα της Διεύθυνσης Στρατηγικού Σχεδιασμού, (δεν πάμε καλά…) γιατί η μηχανή είναι υπεραυτόματη. Όπως θα παρατηρήσατε, στιγμιαίους και φραπεδιές με τις 36 ζάχαρες, δεν πίνει κανείς τους, εκτός κι αν αποφασίσει ο συγγραφέας να γράψει για άσχετους ή εξωγήινους, οπότε κανένα πρόβλημα.
Μετά θα κάνουν ντους, με κρύο νερό εκείνη, γιατί δεν περισσεύουν λεφτά για την ΔΕΗ, με κρύο νερό κι εκείνος, γιατί έτσι κάνουν οι πλούσιοι ήρωες των μυθιστορημάτων, που αν είναι πολύ πλούσιοι κι έχουν και πισίνα στο σπίτι τους, κάνουν μια βουτιά στην πισίνα και μην επιχειρήσετε να κάνετε το ίδιο χειμώνα καιρό, γιατί θα δαγκώσετε το… δεν θέλετε να σας πω τι θα δαγκώσετε. Δεν είναι για μας αυτά τα πράγματα, μόνο για τους ήρωες είναι!
Συνεχίζουν έτσι και όταν φτάσουν στα μετά το συμβάν, δεν παραλείπουν να αναφερθούν και σ’ ένα φευγαλέο δάκρυ, που χύνει η ωραία πλην τίμια και πτωχή νέα, –ο κακός και πλούσιος προϊστάμενος δεν έχυσε δάκρυ– και μετά στις τρυφεράδες που προσπαθεί να αρχίσει η νέα, γιατί ίσως έχει κι άλλα δάκρυα να χύσει ή προσπαθεί να δέσει το γλυκό και να μην πάει η… θυσία της χαμένη, –σιγά η θυσία!– ενώ ο προϊστάμενος καπνίζει το τσιγάρο του και της έχει γυρίσει την πλάτη. Και πάει λέγοντας… Μετά από κάνα-δυο τέτοιες συνευρέσεις ακόμη, η ωραία πλην πτωχή και τίμια νέα, χάνει την δουλειά της και, μαζί με τον καρπό της κοιλίας της, ψάχνει αλλού να βρει δουλειά, γιατί ο κακός και πλούσιος προϊστάμενος δεν θέλει να σηκώνουν κεφάλι οι υπάλληλοί του και να του ζαλίζουν, ξέρετε σεις τι του ζαλίζουν, δεν ξέρετε;
Κάπως έτσι είναι η πλειονότητα των βιβλίων που εκδίδονται, για να κλαίνε οι ευαίσθητες κυρίες, μπροστά στην τηλεόραση, όταν τα κανάλια μας δεν έχουν τίποτα ενδιαφέρον να μας δείξουν, όπως την άλλη, τις προάλλες, που, να, κορόμηλο το δάκρυ, για το πού θα μείνουν οι φουκαράδες οι πρόσφυγες, τώρα που κάνει κρύο και βρέχει. Με κάτι τέτοια συγκινούμαστε και μας τα δείχνουν, τα εκδίδουν επειδή είναι εύκολο να κάνεις τον άλλον να κλάψει, όλοι με τα ίδια θλιβόμαστε: με θανάτους, αρρώστιες, κοινωνικές ανισότητες και αδικίες, διάφορους κατατρεγμένους κλπ. Το δύσκολο είναι να κάνεις τον άλλο να γελάσει, γιατί δεν αντιλαμβανόμαστε όλοι το χιούμορ με τον ίδιο τρόπο, –οι «σοβαροί» δεν το αντιλαμβάνονται καθόλου– και γιατί είναι δύσκολο να εξηγηθεί, αν δεν το καταλάβεις με την πρώτη, πάει, το ’χασες, γι’ αυτό και οι ΗΠΑτζήδες, που πάνω απ’ το 95% δεν έχουν ιδέα από χιούμορ, πετάνε τούρτες και αυτό θεωρείται αστείο και χαχανίζουν οι ανεγκέφαλοι.
Επειδή λοιπόν δεν έγραφα σπαραξικάρδιες ιστορίες, αλλά κωμικές, (χωρίς να πετάω τούρτες!) δεν μπόρεσα να εκδώσω τίποτα. Περαστικά μου! Εσείς και οι εκδότες χάσατε όμως. Εγώ δεν είχα τίποτα να χάσω… (Είμαι πολύ ψύχραιμος!)
ο θείος Τάκης Παναγιώτης Περράκης
Το κείμενο που διαβάσατε ήταν μια προσφορά
Του «Popeye bistro», Σταϊκοπούλου 32, Ναύπλιο, για ποιοτικό φαγητό, την νοστιμότερη πίτσα που έχετε ποτέ δοκιμάσει, τέλειες μακαρονάδες, εξαιρετικά και προσεκτικά διαλεγμένα κρασιά και μια αξιόλογη συλλογή από ελληνικές και ξένες μπἰρες και γρήγορη, πολύ καλή εξυπηρέτηση.
Και
Της ταβέρνας «Τα Φανάρια», Σταϊκοπούλου 13, με σπιτική, ελληνική κουζίνα, άμεμπτη καθαριότητα, φαγητά της ώρας στα κάρβουνα και οικογενειακή, φιλική ατμόσφαιρα και γρήγορη κι ευγενική εξυπηρέτηση.
Στο «Popeye bistro» προτείνω να δοκιμάσετε και τον καφέ τους, εκτός των άλλων.Εξαιρετικός! Ο καλύτερος καφές στην πόλη!
Η επιλογή και ανάπτυξη του θέματος, όπως πάντα, δική μου.