Έγραφα την Πέμπτη της περασμένης εβδομάδας, 3/3/2016, τα εξής, που είναι ερωτήματα που απαιτούν άμεση απάντηση: «Τι θα κάνουν όταν τα λεφτά τους θ’ αρχίσουν να τελειώνουν κι όταν δεν θα έχουν να φάνε και να ταΐσουν τα παιδιά τους; Θα αγριέψουν, που θα είναι φυσικό! Και το ερώτημα που ανακύπτει αυτόματα σ’ αυτό το σημείο είναι εναντίον ποίου θα στρέψουν τον θυμό τους. Κατά των Αυστριακών; Και τι θα τους κάνουν; Δεν τους αφήνουν να πάνε στην Αυστρία; Εμείς θα την πληρώσουμε πάλι. Δικά μας σπίτια και καταστήματα θα κλέψουν, δικούς μας γέροντες θα ληστέψουν, δικές μας κοπέλες θα βιάσουν. Τα δραματοποιώ ε; Αυτό δεν σκεφτήκατε; Να μου το ξαναπείτε αυτό όμως σε κάνα εξάμηνο, αν δεν έχει βρεθεί λύση σύντομα». Για να εξηγούμαι, μιλάω για τους πρόσφυγες.
Πρέπει να τονίσω εδώ ότι δεν έχω τίποτα εναντίον των προσφύγων, Τουναντίον, τους λυπάμαι και τους κατανοώ. Φεύγουν απ’ την πατρίδα τους, για να μην τους σκοτώσει ο πόλεμος και δεν πρόκειται να εξετάσω εδώ ποιος ευθύνεται γι’ αυτόν τον πόλεμο. Αν θέλετε την γνώμη μου, όλοι ευθύνονται, γιατί όταν τσακώνονται δύο, φταίνε και οι δύο, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο και στην προκειμένη περίπτωση, της Συρίας, τσακώνονται περισσότεροι από δύο. Αν πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή, φταίνε πρώτοι και καλύτεροι εκείνοι που ενέπνευσαν στους ισλαμικούς πληθυσμούς την «Αραβική Άνοιξη». Πότε, –στον θεό σας– είχαν οι ισλαμικές χώρες πάρει χαμπάρι την δημοκρατία; Σε ποια περίοδο της ιστορίας τους; Η δυτική δημοκρατία δεν ευδοκιμεί στα μέρη τους.
Ήρθαν μετά τα συμφέροντα των δύο μεγάλων δυνάμεων, που οι μεν θέλουν να «πέσει» ο Άσσαντ και οι δε να μείνει εκεί που είναι, για να διατηρήσουν τις βάσεις τους στην Λατάκια. Μετά ξεφύτρωσε και το ISIS, που δεν ξεφύτρωσε από μόνο του, κάποιοι το έσπειραν, το καλλιέργησαν, το λίπαναν με φανατισμό και το εξέθρεψαν, κάνοντάς το αυτό που είναι τώρα και τα πράγματα έγιναν χειρότερα. Και οι άνθρωποι φεύγουν. Να πάνε πού; Εκεί όπου δεν θα κινδυνεύουν αυτοί και τα παιδιά τους.
Μας τους στέλνουν οι γείτονες κι εμείς με κλειστά τα σύνορα, ακόμη και προς την Αλβανία, τους κρατάμε και φτιάχνουμε ή θέλουμε να φτιάξουμε κλειστούς καταυλισμούς, για να τους βάλουμε φυλακή. Κλείσαμε την Αμυγδαλέζα, που δεν ξέρω αν καλώς ή κακώς την κλείσαμε, οι αρμόδιοι και οι υπεύθυνοι τα ξέρουν αυτά, αν έχουμε τέτοιους στην Ελλάδα και προσπαθούμε να κάνουμε όλην την χώρα Αμυγδαλέζα.
Φίλοι αναγνώστες, έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους, όχι με σακιά πατάτες. Με ανθρώπους που έχουν τις ίδιες ανάγκες με μας και που τώρα κοιμούνται στην ύπαιθρο, δίπλα στα σύνορα με τα Σκόπια. Με το ξεροβόρι ή την βροχή να τους χτυπάει από παντού. Δοκιμάστε το και το συζητάμε μετά. Άρα δικαιολογημένα ο λαός μας, που έχει φιλότιμο και συναισθάνεται, –που δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό και μόνο όταν πάμε να ψηφίσουμε δεν συναισθανόμαστε τίποτα και τα κάνουμε όλα μούσκεμα, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα,– τους ενισχύει, τους περιθάλπει και τους συμπαραστέκεται. Δικαιολογημένα προσφέρουν απ’ το υστέρημά τους, τους σώζουν από πνιγμό στα νερά του Αιγαίου, με πρώτους και καλύτερους τους Λιμενικούς μας! Δικαιολογημένα παππούδες και γιαγιάδες, με βαριές τις μνήμες ξεριζωμού και προσφυγιάς, μοιράζονται το λιγοστό φαγητό τους με τους δυστυχισμένους. Δείχνουμε την ανθρωπιά μας και τον πολιτισμό μας!
Υπάρχουν όμως και οι άλλοι, που ούτε ανθρωπιά έχουν ούτε πολιτισμό. Κάτι διακινητές, που ξεφύτρωσαν στην Πλατεία Βικτωρίας και που υπόσχονται να τους μεταφέρουν στην Ιταλία δια θαλάσσης, έναντι αδράς αμοιβής, φαντάζομαι. Κάτι άλλοι υπάνθρωποι συμπατριώτες μας που πουλούν απολύτως αναγκαία αγαθά, όπως νερό, σε πενταπλάσιες ή και δεκαπλάσιες τιμές. Είναι και κάτι άλλοι, ακόμη χειρότεροι, που προσπαθούν να επηρεάσουν τους Έλληνες κατά των προσφύγων, κοινοί άνθρωποι κι αυτοί, όπως εσείς κι εγώ και επειδή δεν μπορώ να πιστέψω ότι στα μυαλά του λαού μπορεί να αναπτυχθεί τόση βαρβαρότητα, πολύ θα ήθελα να μπορούσα να ανακαλύψω από πού προέρχεται όλο αυτό το κύμα του μίσους κατά συνανθρώπων μας, των προσφύγων. Πρέπει να είναι κατευθυνόμενο. Όσοι πολιτικοί και δημοσιογράφοι δίνουν το κακό παράδειγμα, όσοι προσπαθούν να άρουν το μήνυμα της αλληλεγγύης απ’ τις καρδιές του λαού, –ή καλύτερα των λαών, γιατί δεν είναι μόνο δικοί μας, αλλά και ξένοι– και να περάσουν το βάρβαρο και απάνθρωπο μήνυμα, ότι εδώ είναι «η Ευρώπη των αξιών» και να τους γυρίσουν πίσω, είναι κατάπτυστοι και τους πρέπει η περιφρόνησή μας! Πίσω, πού; Πού θέλουν να τους στείλουν; Στον βέβαιο θάνατο; Γιατί το «πίσω» αυτό ακριβώς σημαίνει! Και το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι δεν άκουσα καμιά εκκλησία, προτεστάντες, καθολικούς, ορθόδοξους, να νοιάζονται για το μέλλον αυτών των ανθρώπων, ίσως επειδή είναι μουσουλμάνοι, χωρίς φυσικά να παραγνωρίζω τις αγαθές προθέσεις τους, αλλά με ευχολόγια δεν λύνεται κανένα πρόβλημα. Πιο δραστικά μέτρα από τις ευχές και τις προσευχές απαιτούνται για την λύση των προβλημάτων. Ο Αρχιεπίσκοπος έκανε δηλώσεις, προσπάθησε να πείσει να μην κλείσουν τα σύνορα. Που έκλεισαν. Δεν ήταν στο χέρι του, θα μου πείτε. Συμφωνώ! Ήταν όμως στο χέρι άλλων, π.χ. του Πάπα. Αν δεν υπολογίζουν ούτε αυτόν, ποιον υπολογίζουν τελικά οι μεγάλοι; Θα τα βρει η Ιστορία αυτά, αν την γράψουν σωστά. Και ακόμη προσπαθώ να βρω το εδάφιο στις Γραφές, που να αναφέρει ότι ο Χριστός δίδαξε: «Αγαπάτε μόνο τους Χριστιανούς» ή, –λόγω του ότι τότε δεν υπήρχαν Χριστιανοί,– «Αγαπάτε μόνο τους ομοθρήσκους σας». «Αγαπάτε αλλήλους» δίδαξε ο Χριστός, έτσι απλά, χωρίς συζήτηση, χωρίς αμφιβολίες, χωρίς θρησκευτικό προσδιορισμό! Είναι άνθρωποι κι αυτοί, ακριβώς όπως εμείς. Να δω πότε θα το καταλάβουμε αυτό όλοι μας: Κληρικοί, πολιτικοί και λαϊκοί.
Θα επανέλθω σύντομα όμως, γιατί ακούω να λέγεται ότι θα μας εγκαταστήσουν και εδώ πρόσφυγες, στο Πεδίο Βολής, αν οι φήμες αληθεύουν και υπάρχουν αντιδράσεις. Θα ήθελα, γι’ αυτόν τον λόγο, να σας πω μερικά πραγματάκια ακόμη.
ο θείος Τάκης Παναγιώτης Περράκης
Το κείμενο που διαβάσατε ήταν μια προσφορά
Του «Popeye bistro», Σταϊκοπούλου 32, Ναύπλιο, για ποιοτικό φαγητό, την νοστιμότερη πίτσα που έχετε ποτέ δοκιμάσει, τέλειες μακαρονάδες, εξαιρετικά και προσεκτικά διαλεγμένα κρασιά και μια αξιόλογη συλλογή από ελληνικές και ξένες μπἰρες και γρήγορη, πολύ καλή εξυπηρέτηση.
Και
Της ταβέρνας «Τα Φανάρια», Σταϊκοπούλου 13, με σπιτική, ελληνική κουζίνα, άμεμπτη καθαριότητα, φαγητά της ώρας στα κάρβουνα και οικογενειακή, φιλική ατμόσφαιρα και γρήγορη κι ευγενική εξυπηρέτηση.
Στο «Popeye bistro» προτείνω να δοκιμάσετε και τον καφέ τους, εκτός των άλλων.Εξαιρετικός! Ο καλύτερος καφές στην πόλη!
Η επιλογή και ανάπτυξη του θέματος, όπως πάντα, δική μου.