ΆρθροΑρχείο

Οι τσιπούρες δεν καταλαβαίνουν Κάλβο…

Ο Παντελής καθόταν στο περίκλειστο κουβούκλιο του φύλακα των ιχθυοτροφείων. Μπροστά του τεράστια ολοστρόγγυλα κενά «μάτια» στην επιφάνεια της θάλασσας. Μεγάλα κυλινδρικά διχτυωτά κλουβιά, μέσα τους μεγάλωναν οι σκλαβωμένες πέστροφες. Όταν παρατηρήθηκαν οι πρώτες δολιοφθορές, όλες την νύχτα, η εταιρεία υπολόγισε το κόστος πιθανής μελλοντικής φθοράς και ενός νυχτοφύλακα. Προτίμησε την πρόσληψη ενός νυχτοφύλακα. Ο Παντελής με βάση τις ευρωπαϊκές οδηγίες είχε σπάσει το καΐκι του, πήρε αντάλλαγμα  την μεγάλη αποζημίωση. Η πρόταση για νυχτοφύλακας τον πρόλαβε όταν η κατάθλιψη της απραξίας  άρχισε να του χτυπά επιτακτικά την πόρτα.

-Δεν βαριέσαι και πάλι στην θάλασσα θα είμαι, έστω και φύλακας.

Ήταν μεγάλη θεραπεία για αυτόν να παίρνει το παλιό βαρκάκι του παππού και να πηγαίνει μέχρι τα μεγάλα «μάτια». Αν ο καιρός ήταν καλός χρησιμοποιούσε τα κουπιά. Ένοιωθε τα χέρια του να γίνονται ένα με ξύλινα κουπιά, κωπηλατούσε μέσα σε μια γαλάζια μήτρα αρμονίας. Αλλά όταν έφτανε στο κουβούκλιο του φύλακα καταλάβαινε ότι ο ομφάλιος λώρος με αυτή την μήτρα λόγω ευρωπαϊκών μέτρων έπαψε να υπάρχει! Όλα ήταν οργανωμένα τεχνοκρατικά, όλα σε ένα πλαίσιο ασφάλειας και παραγωγικότητας. Τα δίχτυα έχασαν το στοιχείο της έκπληξης όλα ήταν προβλέψιμα, δεν «κυοφορούσαν» ούτε αγωνίες ούτε ελπίδες!

Έδεσε το βαρκάκι του στην πλωτή προβλήτα,  πήρε την θέση του στο γυάλινο κλουβί του. Μόνο το αναμμένο φως στο γυάλινο δωμάτιο  του φύλακα έφτανε για να αποτρέψει την επίσκεψη ανεπιθύμητων επισκεπτών. Άνοιξε το παράθυρο, μια υγρή ησυχία διαπέρασε το δωμάτιο, τον έφτασε όταν ανακάτευσε τον κουπάτο ελληνικό καφέ του. Κάθισε στην αναπαυτική του πολυθρόνα και άνοιξε το βιβλίο του, καπετάνιος σε ακινητοποιημένο πλοίο κοίταξε την απόλυτη αταραξία στα μεγάλα στρογγυλά «μάτια». Μέτα την επιβαλλόμενη συνταξιοδότηση ανακάλυψε την ανάγνωση, στην αρχή δυσκολεύτηκε, κουραζόταν, αλλά μετά από δυο τρεις μήνες λύθηκαν τα μάτια του. Τώρα πια η ανάγνωση ήταν η μεγάλη του παρηγοριά, η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος είναι η ζωντανή μνήμη της ανθρωπότητας, έλεγε συχνά στα παιδιά του. Από το τσακισμένο εξώφυλλο ο συγγραφέας μέσα από μια μικρή φωτογραφία του έριχνε κλεφτές ματιές σα να ζητούσε την παρέα του. Δυο μοναξιές με μόνο δίαυλο επικοινωνίας την χάρτινη μνήμη του βιβλίου. Το εξασκημένο αυτί του έπιασε ένα διαφορετικό παφλασμό της θάλασσας, κάτι πλησίαζε χωρίς την μηχανή. Πήρε τον μεγάλο φακό και βγήκε έξω.

-Εγώ είμαι Παντελή!!!

-Άντε ρε Νικόλα και με τρόμαξες , κάτσε να σε βοηθήσω να δέσεις.

-Πως από δω ;

-Ο κουμπάρος μου έστειλε από το καινούργιο τσίπουρο, σωστό φάρμακο σου λέω!

-Δεν πίνω, δουλεύω.

-Εγώ θα πιώ εσύ θα δοκιμάσεις! ( Και του πετάει ένα μονόλιτρο πλαστικό μπουκάλι.)

Σα να τον άκουσε η θάλασσα και ήθελε να τον μαλώσει, στέλνει ένα παιδαγωγικό ατίθασο κύμα και ο έμπειρος Νικόλας χάνει για μια στιγμή την ισορροπία του. Στο ένα χέρι ή σακούλα με τα μεζέδια στο άλλο ο μπαγλαμάς. Για να μπορέσει να κρατηθεί άφησε την σακούλα με τα τρόφιμα στην ράχη του κύματος και ο ίδιος πιάστηκε από ένα σίδερο της προβλήτας.

-Είδες με την μουρμούρα σου χάσαμε τα μεζεδάκια.

-Μην ανησυχείς και έχουμε άφθονους μεζέδες ( ο Παντελής του έδειξε με τα μάτια του τα ακίνητα «μάτια» στην επιφάνεια της θάλασσας ) .

-Και πως θα ψαρέψουμε ρε Παντελή, αφού δεν έχουμε δόλωμα.

-Μην ανησυχείς, όλα γίνονται.

Ο Παντελής χάρηκε που θα είχε παρέα τον παιδικό του φίλο. Πήρε το βιβλίο , η εσωτερική μισή πλευρά του εξώφυλλου έκανε χρέη σελιδοδείκτη για να θυμάται την σελίδα που σταμάτησε. Ο συγγραφέας του έριξε μια τσακισμένη θυμωμένη ματιά έτσι όπως τον πατούσε ανάμεσα στις σελίδες, αλλά μέχρι εκεί ήταν για σήμερα ο ρόλος του.

-Τι μελετάς πάλι;

– Λογοτεχνία για την επανάσταση του 21. Δεν είναι έτσι όπως μας την δίδαξαν, δεν είναι έτσι όπως θέλουν μερικοί άλλοι να την παρουσιάσουν. Απίστευτο το ελεύθερο φρόνημα αλλά και η έννοια του Γένους και της συνέχειας. Απίστευτο το πέρασμα από αρματολός του Τούρκου να πολεμάς για την Ρωμιοσύνη.

-Δεν καταλαβαίνω τι λες, αλλά πες μου πως θα πιάσουμε ψάρια χωρίς δόλωμα.

-Η μακροχρόνια σκλαβιά αλλοιώνει την συμπεριφορά, ιδιαίτερα αν γεννηθείς μέσα σε συνθήκες αιχμαλωσίας το θεωρείς αυτονόητο …

-Σταμάτα για την επανάσταση του 21 και πες μου πως θα πιάσουμε ψάρια.

-Μα για τα ψάρια σου μιλάω, πιάσε πετραδάκια και τούτα τα αγκίστρια.

-Δεν μου λες θα τα απειλήσουμε με πετροβολισμό αν δεν βάλουν το στόμα τους στο αγκίστρι;

-Ρίξε μέσα τα χαλικάκια. ( Ενώ έπεσαν μέσα τα χαλίκια ένας περιστροφικός θόρυβος βγήκε από τα βάθη του στρογγυλού «ματιού».) Ρίξε τώρα και τα αγκίστρια. (Δεν πέρασαν παρά ελάχιστα δευτερόλεπτα και δυο τεράστιες πέστροφες έκαναν μια τρεμουλιαστή θανατηφόρα έξοδο από το κλουβί τους.)

-Καλά πως έγινε αυτό ρε Παντελή;

-Τα ψάρια ανεβαίνουν πάνω όταν ακούν τον ήχο από τις τροφές που τους  πετάμε. Πέρασαν τα χαλίκια για τροφή και ανέβηκαν πάνω για την εύκολη τροφή της αιχμαλωσίας. Με ανοιχτό το στόμα βρέθηκαν στα αγκίστρια σου.

-Τόσα χρόνια στην θάλασσα πρώτη φορά το βλέπω αυτό. Δηλαδή ακούν και ανεβαίνουν με ανοικτό το στόμα!!! Μέγας είσαι Ποσειδώνα μου!!!

-Ακριβώς. Βιάσου, πάμε μέσα ο καιρός χαλάει. ( Μαύρα σύννεφά έκλεψαν το λιγοστό φως του φεγγαριού και ετοιμάζονταν να πάνε να συναντήσουν την θάλασσα. Είχαν πιεί το πρώτο τσιπουράκι όταν ξέσπασε η καταιγίδα, βίαιες μεγάλες σταγόνες χτύπησαν τα τζάμια του φυλακίου. Ο Παντελής πρόλαβε και έκλεισε το παράθυρο ,έσωσε το βιβλίο  και τον εγκλωβισμένο στις σελίδες συγγραφέα από την υγρή εισβολή.

-Νομίζω ότι θα βγάλουμε όλο το βράδυ παρέα.

-Για να μείνω ήρθα Παντελή.

Η πρώτη τσιπούρα έκανε άνευ αισθήσεων την καυτή βουτιά της στο λάδι, οι σιελογόνοι αδένες των δύο φίλων γέμισαν γευστική προσδοκία. Η κακοκαιρία δυνάμωσε, ένας  δυνατός αέρας έκανε πιο έντονη την ριπή των σταγόνων. Οι φίλοι χαλάρωσαν με το τσιπουράκι, αφέθηκαν σε μια αναμνηστική κουβέντα για ζωντανούς και νεκρούς. Ήρθε η σειρά του μπαγλαμά για να ενώσουν τις φωνές τους σε κοινό σκοπό. Το χοντρό βιβλίο απόκτησε μουσικές ιδιότητες , ένα χάρτινο τύμπανο πάνω στο οποίο με παλάμες σε εννιά όγδοα ο  Παντελής ακολουθούσε τον μπαγλαμά  του Νίκου. Μέσα από τις μουσικές χάθηκε από το νου τους η μεγάλη σε διάρκεια κακοκαιρία  , ο καθένας χαμένος σε κοινές και προσωπικές μνήμες κοινωνούσε με τον άλλο μέσα από τα τραγούδια του Παπάζογλου. Μερικά τραγούδια τα είπαν πέντε και έξι φορές. Γύρω στις πέντε το πρωί ακούμπησε για τελευταία φορά η πένα του Νίκου τις χορδές του μπαγλαμά. Χορτασμένη μουσικές η καταιγίδα τους αποχαιρέτησε όσο απότομα ήρθε.

Έμειναν για λίγο σιωπηλοί, το φεγγάρι πήγαινε να πλύνει την κίτρινη  νύστα του στην γαληνεμένη θάλασσα. Ένας ροδαλός ήλιος ετοιμαζόταν για την πρωινή του βόλτα, απλώνοντας τα μάγουλα του πάνω στην θάλασσα. .

-Πάμε να δούμε αν έγινε καμία ζημιά.

-Τι ζημιά να γίνει Παντελή ;

-Καμιά φορά από την κακοκαιρία κόβονται τα δίχτυα.

-Πανηγύρι της τσιπούρας θα γίνει αν ανοίξει κανένα.

Λίγο πριν έρθουν οι εργάτες της ιχθυοκαλλιέργειας οι δύο φίλοι ξεκίνησαν τον έλεγχο των γιγάντιων «ματιών». Όλα ήταν καλά και εκτός από το τελευταίο, αυτό ήταν το πιο απομακρυσμένο και πιο εκτεθειμένο στις ριπές του ανέμου και της βροχής. Έσπασαν οι γάντζοι και τα δίχτυα έπεσαν στο βυθό. Η ζημιά φαινόταν από μακριά τίποτα δεν μπορούσε να την αποτρέψει, με το ασύρματο ο Παντελής ειδοποίησε τον προϊστάμενο.

-Οι τσιπούρες της σκλαβιάς  θα βγουν ελεύθερες στην παραλία.

-Δεν νομίζω Νίκο. Για άκου. ( Ο Νίκος άκουσε τον ίδιο περιστροφικό θόρυβο που έκαναν οι τσιπούρες όταν ψάρεψαν με τα χαλίκια πριν λίγες ώρες.)

Αποσβολωμένοι οι δυο φίλοι έβλεπαν χιλιάδες τσιπούρες να περιφέρονται στα νοητά όρια της σκλαβιάς τους, καμία δεν τόλμησε να περάσει τα όρια του κύκλου.

Όσοι το χάλκεον χέρι, βαρύ του φόβου αισθάνονται, ζυγόν δουλείας ας έχωσι. Θέλει αρετήν και τόλμην  η ελευθερία.* (Είπε ο Παντελής, χαμένος στην περιστροφική κίνηση της σκλαβιάς. Αλλά τι να καταλάβουν οι τσιπούρες από Κάλβο; )

-Ε τώρα μπορώ να πω ότι τα είδα όλα, καλά που είσαι μαζί μου γιατί θα νόμιζα ότι με έπιασε το  τσίπουρο.

Εργάτες της ιχθυοκαλλιέργειας με επιδέξιες κινήσεις πέρασαν ξανά τα δίχτυα. Οι δυο φίλοι κωπηλατώντας τα μικρά βαρκάκια τους πήραν τον δρόμο για την στεριά , πλάι – πλάι σιωπηλοί κοιτούσαν το τελευταίο «μάτι» καθώς αποχωρούσε και ο τελευταίος εργάτης.

 

* Ανδρέας Κάλβος «Εις Σάμον»

** Ο Παντελής πράγματι ψάρεψε σε ιχθυοκαλλιέργεια  πέστροφες με δόλωμα χαλίκια. Επίσης  είδε την περιστροφική εγκλωβισμένη κίνηση τους αν και λόγω κακοκαιρίας τους προσφερόταν η αδιχτύωτη ελευθερία, την οποία ποτέ δεν ήξεραν, δεν τόλμησαν και δεν επέλεξαν….

*** Στα σύγχρονα δί(κ)χτυα των ευρωπαϊκών μνημονίων, ακόμα και αν αυτά εικονικά ή πραγματικά καταρρεύσουν «θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία». Δεν είναι δύσκολο κωπηλατώντας με τα μικρά ξύλινα βαρκάκια μας χωρίς επιδοτούμενα αλιευτικά προγράμματα μπορούμε να ξαναβρούμε το λιμάνι των Κοινοτήτων, της Ρωμιοσύνης , του Γένους…