Ο Θανάσης περπατούσε φορτωμένος τις σκοτούρες του με σκυφτό κεφάλι στο μόλο του λιμανιού. Με βήμα βαρύ, πλάκα την πλάκα βημάτιζε το αδιέξοδο πάζλ της ζωής του στον μεγάλο πεζόδρομο του λιμανιού. Έριξε μια ματιά στα βράχια του κυματοθραύστη, ένα ρίγος πέρασε το κορμί του, σαν χταπόδι τον χτύπησε η ανεργία τα τελευταία χρόνια. Τα ιχθυοτροφεία που δούλευε έκλεισαν σε μια νύχτα και μαύρισε η ζωή του. Κατέβαινε στο λιμάνι μήπως βρει κανένα μεροκάματο αλλά και τα καΐκια όλο και πιο σπάνια έμπαιναν στην θάλασσα. Η ψαραγορά είχε βουλιάξει στην δίνη της οικονομικής κρίσης. Έβαλε το χέρι στην τσέπη του, έπιασε δυο κέρματα, από την διαφορετική διάμετρο του κύκλου κατάλαβε ότι πρόκειται δια ένα δίευρο και ένα μονόευρο τα μόνα χρήματα που μπορούσε να ξοδέψει, στα όρια ενός καφέ οι δυνατότητες για προσωπικά έξοδα.
Κυριολεκτικά κλεισμένος στον εαυτό του μετά το δεύτερο χτύπημα του κλάξον κατάλαβε τον νέο ταχυδρόμο πίσω του.
-Καλημέρα Θανάση.
-Καλημέρα Γιώργη ( είπε με μια αντανακλαστική καλημέρα και συνέχισε σκυφτός τον δρόμο του).
-Θανάση μια στιγμή και σε θέλω.
-Έχω πάλι γράμμα από την Αμέρικα; … (Ένα μισό χαμόγελο γράφτηκε στα χείλη του).
-Όχι ένα συστημένο! Πρέπει να το υπογράψεις, δυο μέρες σε ψάχνω… ( ο ταχυδρόμος του έδωσε ένα χαρτί να υπογράψει).
-Ναι φίλε ξέρω , έλα να σου υπογράψω.
Ο Θανάσης πήρε το γράμμα και κατευθύνθηκε προς την παραλία, άκρα του τάφου σιωπή , όλες οι βάρκες δεμένες και άβρεχτες θα μπορούσε να πεις.
Βρήκε ένα πρόχειρο ίσκιο και κάθισε να πάρει μια ανάσα. Αγναντεύοντας το πέλαγος ηρεμούσε λίγο, πετούσε στον βυθό της θάλασσας τις έγνοιες και τα βάσανα του. Η γαλάζια επιφάνεια ένα τεράστιο υδατοδρόμιο να απογειώνει τις τελευταίες του ελπίδες, η τελευταία του ανυψωτική αντίσταση. Κάθισε στην σκιά ενός βράχου ένοιωσε τον φάκελο του ταχυδρομείου στην δεξιά τσέπη του παντελονιού του να τσαλακώνεται.
-Πάλι το γράμμα από την Αμέρικα … ( σκέφθηκε, το τράβηξε, μαζί έπεσαν στα βότσαλα και τα τελευταία του κέρματα, τα μάζεψε πριν ανοίξει τον φάκελο).
Ήξερε ότι το γράμμα δεν ήταν από την Αμέρικα, αλλά κοινοποίηση πλειστηριασμού. Σήμερα στο δημοτικό κατάστημα της πόλης θα έμπαινε πάλι σε δημόσιο πλειστηριασμό το σπίτι στο ακρωτήρι, κληρονομιά από τον παππού του τον Θανάση. Το είχε βάλει εγγύηση για ένα μικρό δάνειο που είχε πάρει, αλλά αυτό πήρε τροφή από την οικονομική κρίση και την ανεργία και έγινε τεράστιο θεριό. Δεν μπορούσε να το αποπληρώσει και σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να διεκδικήσει το ακίνητο και το οικόπεδο. Έκλεισε τα μάτια του. Χάθηκε στα ανέμελα καλοκαίρια στο μικρό σπίτι, ατέλειωτο παιγνίδι και ατέλειωτη χαρά με τα ξαδέλφια του. Ετούτες τις μνήμες δεν μπορούσε να του της πάρει καμία τράπεζα. Από το παρηγορητικό μνημονικό ονειροπόλημα τον έβγαλε ο στροβιλοειδής θόρυβος μιας μηχανής . Άνοιξε τα μάτια του, ένα τουριστικό σκάφος ήταν. Κάποιος φραγκάτος έκανε την βόλτα του στο λιμάνι τους. Έδεσαν και δυο άντρες βγήκαν στο λιμάνι. Του έκανε εντύπωση ότι φορούσαν κουστούμια λίγο ασυνήθιστο σκέφθηκε αλλά ο καθένας με τα γούστα του. Ξανάκλεισε τα μάτια του και χάθηκε στην πιο ασφαλή πατρίδα, τις μνήμες της παιδικής του ηλικίας. Πρέπει να κοιμήθηκε για λίγο στην απαλή αγκαλιά των παιδικών του χρόνων. Σηκώθηκε το πήρε απόφαση, για άλλη μια φορά δεν θα πήγαινε στο δημοτικό κατάστημα. Άλλες δυο φορές είχε γίνει ο πλειστηριασμός αλλά κανένας δεν βρέθηκε για να το αγοράσει. Και αν γινόταν το κακό τι να κάνει; Να πάει να δει το νέο ιδιοκτήτη για το σπίτι του παππού; Τραγικά πράγματα!
Πριν πάρει το δρόμο της επιστροφής, θέλησε να ρίξει και μια ματιά στο ιδιωτικό σκάφος, το μόλις αγκυροβολημένο στο λιμάνι τους. Ένα πανέμορφο σκαρί τύπου καταμαράν. Καθώς πλησίαζε είδε ένα μικρό καφέ αντρικό τσαντάκι να στέκει ανάμεσα σε δυο βράχια με το λουράκι του, κυκλικό δόλωμα να περιμένει κάποιο δάκτυλο αγκίστρι να το τραβήξει πάνω. Ο Θανάσης έκανε την δακτυλοψαριά και έφερε στις παλάμες το ακριβό δερμάτινο τσαντάκι. Είχε και κλειδαριά αλλά ο ιδιοκτήτης το είχε ανοιχτό. Ασυναίσθητα τράβηξε το χάλκινο κύκλο ασφαλείας προς τα πάνω και ένα κίτρινο χρώμα απλώθηκε στο πρόσωπου του.
Το μωβ χρώμα από τα ευρώ των πεντακοσίων ευρώ σε τρία πακέτα του προκάλεσε έντονο ρίγος. Δύο μπλοκ επιταγών και να μικρό δερμάτινο πορτοφόλι με δεκάδες πιστωτικές κάρτες. Για λίγα δευτερόλεπτα κοίταζε το ανοιχτό τσαντάκι έτσι όπως το κρατούσε με το αριστερό του χέρι. Το δεξί του χέρι έπιασε σφιχτά τα τρία ευρώ της ημέρας. Κοίταξε δεξιά κοίταξε αριστερά κανένας. Δεν ήξερε τι να κάνει ο πειρασμός μεγάλος, πιο μεγάλος και από την φτώχεια του και τις δυσκολίες του. Έκλεισε τα μάτια του. Τα έσφιξε όσο μπορούσε σαν να προσπαθούσε μέσα στο σκοτάδι της όρασης του να βρει το φως της απάντησης στο δίλλημα του. Από το βάθος της μνήμης ήρθε η εικόνα του παππού.
-Ούτε ένα ευρώ κλεμμένο στην ζωή σας!!
Άνοιξε τα μάτια, έκλεισε το τσαντάκι, κατευθύνθηκε προς το καταμαράν.
-Ε φίλε (φώναξε σε κάποιον που εμφανίστηκε, επίσης κουστουμαρισμένος στο κατάστρωμα του πλοίου, και του έδειξε το τσαντάκι. Πίσω του με βαριά αγχωμένη ανάσα σχεδόν τρέχοντας έφτασε ο ένα από τους δυο κουστουμάτους που είχαν κατέβει πριν, τον αναγνώρισε).
-Δικό μου είναι ( είπε αυτός που έφτασε λαχανιασμένος) Το τσαντάκι δικό μου είναι.
-Αυτό λέτε; ( ρώτησε ο Θανάσης)
-Ναι αυτό! ( Με λαχτάρα άπλωσε τα χέρια του και το έπιασε με τις τις παλάμες του.)
-Μα καλά έχασες το τσαντάκι με τα λεφτά και τις επιταγές; (Ρώτησε αυτός που ήταν πάνω στο καράβι).
-Τέλος καλό όλα καλά! Βιαζόμουν να βρω τον χώρο. Να είναι καλά το παλικάρι, πίστευα ότι είχαν τελειώσει οι έντιμοι στον κόσμος μας.
-Ελέγξτε αν είναι όλα σωστά.
-Μια χαρά είναι (απάντησε ο άλλος, το μάτι του είχε ήδη ρίξει μια ματιά και κατάλαβε ότι δεν έλειπε τίποτα, έπιασε ένα πεντακοσάρικο και ήταν έτοιμος να το δώσει στον Θανάση, εκείνος για μια στιγμή έκλεισε τα μάτια του, από το βάθος του μυαλού του ξανά παππούς του ).
-Το καλό δεν πληρώνεται.( Είπε η φωνή του παππού στο νου του Θανάση) Δεν θέλω τίποτα.( Είπε ο Θανάσης στον έκπληκτο «τσαντάκια».)
-Τι είπες ; Πάρε τα σε παρακαλώ.
-Ο παππούς έλεγε ότι το καλό δεν πληρώνεται! Έτσι έμαθα εγώ!!
-Καλά τι να σου πω όπως νομίζεις!!! Πάντως σε ευχαριστώ πολύ.
Ο Θανάσης πήρε ξανά το δρόμο για το σπίτι. Πίσω του άκουσε τον άλλο πάνω στο πλοίο να φωνάζει.
-Έτσι όπως πας θα χάσεις τον πλειστηριασμό.
-Έχει γούστο! (Είπε ο Θανάσης και άλλαξε κατεύθυνση πήρε τον δρόμο για το δημοτικό κατάστημα, εκεί θα γινόταν ο πλειστηριασμός.)
Πήγαινε με αργό βήμα , μπροστά και βιαστικός πήγαινε ο «τσαντάκιας» σε λίγο με βιαστικό βήμα σχεδόν τρέχοντας τον πέρασε και ο άλλος που ήταν πάνω στο πλοίο. Οι κινήσεις τους, λαγωνικά που βρήκαν το θήραμα τους και ήταν έτοιμα να το κατασπαράξουν.
Στην αίθουσα δεν υπήρχε κανένας ντόπιος. Ήταν άγραφος νόμος, κανένας ποτέ δεν πήρε με πλειστηριασμό το σπίτι γείτονα του, με αυτό το άτυπο δίκαιο οι πλειστηριασμοί ακυρώνονταν η πήγαιναν σε μεγάλο βάθος χρόνου.
Σήμερα όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Μέσα στην αίθουσα δεν ήταν μόνο οι δικαστικοί λειτουργοί αλλά και οι τρεις κουστουμαρισμένοι του καταμαράν.
-Τα κοράκια μύρισαν το πτώμα και ήρθαν για την λεία τους. ( Είπε ο Θανάσης μέσα του.)
-Ακίνητο 100 τετραγωνικών εντός οικοπέδου 10 στρεμμάτων στην θέση Ακρωτήρι, εκτιμάται με τιμή εκκίνησης 50.000 ευρώ.
Ο υπάλληλος που ανακοίνωνε τον πλειστηριασμό ήταν λίγο εκνευρισμένος γιατί πρώτη φορά είχε ακροατήριο! Κανείς δεν κινήθηκε από την αίθουσα. Ο υπάλληλος ήταν έτοιμος να προχωρήσει στην επόμενη ανακοίνωση όταν σήκωσε το χέρι του ο «τσαντάκιας».
-Εγώ (είπε με ένα έντονο ύφος ) μπορώ να καταθέσω και εγγυητική επιταγή ή μετρητά.
-Επιταγή (είπε ο υπάλληλος).
Σηκώθηκε και πήγε προς το τραπέζι του υπαλλήλου, άνοιξε το δερμάτινο τσαντάκι και έβγαλε το μπλοκ επιταγών. Έδωσε μια επιταγή και πήρε μια σειρά χαρτιά. Ήταν ο νέος ιδιοκτήτης του σπιτιού του παππού του Θανάση!
Ο Θανάσης ανυπεράσπιστος μπροστά στα γεγονότα που εξελίσσονταν μπροστά του, είχε αποδεχτεί την ήττα του και τα ειρωνικά παιγνίδια της τύχης. Όρθιος κοντά στην πόρτα έπαιζε με το μονόευρο, το πετούσε ψηλά και το έπιανε στον αέρα. Δεν ήθελε να μάθει αν ήταν κορώνα ή γράμματα καθώς έπεφτε, έτσι και αλλιώς την ήξερε την τύχη του…. πια.
Το κοράκι κρατώντας σφιχτά από το λουρί το τσαντάκι χρηματοκιβώτιο πέρασε από μπροστά του, η μνήμη του προφανώς είχε διαγράψει τον ευεργέτη του τώρα ήταν αφοσιωμένος στην μελέτη των τίτλων ιδιοκτησίας.
-Α ρε παππού, είχες δίκιο, το καλό δεν πληρώνεται αλλά καμιά φορά με λάθος τρόπο εξαργυρώνεται.
Τα κοράκια πήγαιναν προς το λιμάνι και ο Θανάσης στο σπίτι του……
*Η ιστορία στηρίχθηκε στην ατάκα του Παντελή : το καλό δεν πληρώνεται, όταν βρήκε ένα δερμάτινο τσαντάκι και αρνήθηκε τα εύρετρα αν και δεν βρισκόταν και στην καλύτερη οικονομική κατάσταση. Η ατάκα κληρονομιά από τον παππού του τα υπόλοιπα της φαντασίας……