ΆρθροΑρχείο

Οι δυο μανάδες…

Από το βάθος του ηλιόλουστου διαδρόμου μέσα σε ένα ζεστό κίτρινο φως ξεχώρισα μια μικρόσωμη φιγούρα να βαδίζει προς το γραφείο που δούλευα.  Από μακριά φαινόταν ένας ηλικιωμένος κύριος, ξεχώριζαν τα μακριά του γένια σε μια απόλυτη λευκή συνέχεια με το τριχωτό της κεφαλής του. Όταν μπήκε στο δωμάτιο που εργαζόμουν είδα τις βαθιές αυλακωτές ρυτίδες να γράφουν τα βάσανα μιας  ζωής στο πρόσωπο του.  Με αργές κινήσεις κάθισε στην πολυθρόνα απέναντι μου, βυθίστηκε μέσα στο κάθισμα σαν να ήθελε να χαθεί. Το σώμα του αναζητούσε μια διέξοδο φυγής.

– Ο κύριος Ιωάννου ( έκανε τις συστάσεις η υπεύθυνη του εκπαιδευτικού οργανισμού με τον οποίο είχα μια συνεργασία εκείνη την περίοδο) ο πατέρας του μικρού Νίκου για τον οποίο σας μιλήσαμε χθες. 

Με απόλυτη μυϊκή πειθαρχία και με την βοήθεια του αυτόνομου νευρικού συστήματος το οποίο μάλλον δούλευε με αργούς ρυθμούς τρεις το μεσημέρι κάτω από την έντονη υγρή ζέστη της Λεμεσού καλοκαίρι του 2001, έκρυψα την μεγάλη έκπληξη μου.  Ο καταβεβλημένος κύριος στην καλύτερη περίπτωση  θα μπορούσε να είναι παππούς του νεαρού.

Η ενημέρωση που είχα ήταν ότι επρόκειτο να συναντήσω ένα μικρό παιδί, μαθητής δημοτικού σχολείου, με προβλήματα μάθησης και συμπεριφοράς.

-Ήρθα εγώ να σας μιλήσω πρώτα γιατί ο Νίκος μου είναι πολύ αναστατωμένος σήμερα, είχαμε πάει στο νοσοκομείο το πρωί. (Εκείνο το «μου» τέντωσε τις ρυτίδες του βασανισμένου προσώπου και έδωσε μια άξαφνη ζωντάνια στην μορφή του κύριου Ιωάννου. )

-Έπαθε κάτι;

-Όχι πήγαμε να κάνουμε μια συνάντηση με την ψυχολόγο του νοσοκομείου και θύμωσε, την χτύπησε κιόλας!

-Έτσι ξαφνικά;

-Όχι τον άγγιξε στο χέρι, του έπιασε τον καρπό και αυτός θυμήθηκε τα δικά του. Όταν έρθει να τον δείτε μην τον αγγίξετε στον καρπό, σας παρακαλώ πολύ, γιατί θα έχουμε πάλι τα ίδια.

Τα καυτά καλοκαιρινά  μεσημέρια στην Κύπρο, ακολουθούν  την Ισπανική παράδοση της σιέστα, όλοι ξεκουράζονται για λίγο. Επέμενα να δουλεύω και τις μεσημεριανές ώρες και μάλλον το βαρύ ζεστό  κλίμα είχε αρχίσει να με επηρεάζει. Ήπια μια γουλιά καφέ,  έκανε μια εσωτερική επαλήθευση της πραγματικότητας που ζούσα. Ήμουνα στην Κύπρο , στην Λεμεσό, συνεργαζόμουν με ένα εκπαιδευτικό οργανισμό, κάναμε αξιολογήσεις σε παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες και προβλήματα συμπεριφοράς ήταν Αύγουστος του 2001. Το ημερολόγιο πιστοποιούσε αυτά που έλεγα, η διευθύντρια του χώρου ήταν πραγματική το ίδιο και ο κύριος Ιωάννου. Ο φαινομενικά υπέργηρος κύριος ήταν ο πατέρας του μικρού και αν ακουμπούσα τον καρπό του νεαρού μαθητή  θα με χτυπούσε! Αφού σιγουρεύτηκα ότι ήμουν αντιληπτικά παρόν πήρα το κουράγιο να συνεχίσω.

-Δεν μπορεί έτσι ξαφνικά και αυτόματα ένα παιδί να χτυπά.

-Μα και βέβαια όχι, όταν τον ακουμπάς εκεί νομίζω ότι θυμάται τις αλυσίδες.

Έριξα άλλη μια ματιά στην υπεύθυνη του κέντρου, στο ημερολόγιο, στον κύριο που ήταν απέναντι μου, ναι ήμουν εκεί, σίγουρα και καλά άκουσα για αλυσίδες.

-Με συγχωρείται αλλά αν άκουσα καλά είπατε για αλυσίδες ;

-Ναι βεβαίως για αλυσίδες, του έχουν αφήσει ένα βαθύ ψυχολογικό τραύμα.

Ένα δάκρυ κύλισε από τα μάτια του κουρασμένου ασπρομάλλη. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούσα να πιστέψω ότι αυτός ο άνθρωπος μπορεί να αλυσόδενε τα παιδιά του όσο παραβατική ή επικίνδυνη να ήταν η συμπεριφορά τους. Παρά την έντονη κούραση που έδειχνε το πρόσωπο και το σώμα  του τα μάτια του έβγαζαν μια άδολη αγάπη και ένα ειλικρινές ενδιαφέρον για τον γιό του. Οι θετικές σκέψεις που έκανα για τον άνθρωπο απέναντι μου, ενίσχυσαν το αυτόνομο νευρικό μου σύστημα και προφανώς κάποια έκφραση απορίας είχε σχηματίσει το πρόσωπο μου ή η στάση του σώματος μου.

-Πρέπει να σας εξηγήσω μερικά πράγματα, γιατί μάλλον σας προκαλώ απορίες

Απευθύνθηκε και σε μένα και στην διευθύντρια του χώρου.

-Ευτυχώς δεν έχω μόνο εγώ απορίες ( είπα μέσα μου).

-Τα παιδιά μου δεν είναι παιδιά μου…. ( έκανε μια μεγάλη παύση)

-Παρακαλώ συνεχίστε … ( δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του).

-Με την γυναίκα μου κάναμε δέκα πέντε χρόνια προσπάθειες για να αποκτήσουμε παιδιά δεν υπήρχε γιατρός για αυτή την δουλειά τον οποίο να μην επισκεφθήκαμε στην Αθήνα και στο Λονδίνο, στην Κύπρο δεν είχαμε τέτοια  κέντρα τότε. Δυστυχώς δεν έγινε τίποτα. Σκεφθήκαμε να υιοθετήσουμε ένα παιδάκι είτε από την Κύπρο είτε από την Ελλάδα. Αλλά  η γραφειοκρατία για αυτά τα θέματα ιδιαίτερα στην Ελλάδα ήταν τεράστια. Απογοητευτήκαμε και το πήραμε απόφαση ότι θα μέναμε άκληροι και μόνοι. Τότε ένας φίλος,  ήξερε τον καημό μας, μας   είπε ότι στην Ρουμανία υπήρχε τρόπος να βρούμε παιδί. Πολλά παιδιά ήταν τότε στα ορφανοτροφεία  και με τις κατάλληλες γνωριμίες και κάμποσα λεφτά μπορούσες να πάρεις νόμιμα ένα παιδί και να το φέρεις στην Κύπρο. Το είπα στην γυναίκα μου. Μόνο με την ιδέα ότι μπορεί να είχαμε μια νέα ζωή στο σπίτι εκείνη ένοιωσε. Αυτή με παρακίνησε και σε σύντομο χρόνο πήγαμε στο Βουκουρέστι. Μας πήγανε σε ένα άθλιο ορφανοτροφείο. Το προσωπικό ελάχιστο, μόνο τις βασικές ανάγκες κάλυπτε των μωρών. Μπήκαμε σε μια αίθουσα γεμάτη κούνιες και τα μωρά δεμένα με αλυσίδες στα χέρια.

-Υπήρχε λόγος που τα είχαν δεμένα τα παιδιά;

-Ουσιαστικά κανένας όσο να αφορά τα παιδιά αλλά ήταν μεγάλη η έλλειψη προσωπικού, κρατώντας τα μέσα στις κούνιες νόμιζαν ότι τα προφύλασσαν. Εμένα το μάτι μου έπεσε αμέσως στον Νίκο ήταν μαζί σε μια σιδεροκούνια με ένα άλλο παιδάκι . Προσπαθούσε να σπάσει τις αλυσίδες και να πάει να αγκαλιάσει το άλλο βρέφος . Γιατί είναι μαζί ρώτησα;

-Είναι αδέλφια!! Μου είπε ο μεταφραστής.

-Να τα πάρουμε και τα δύο , (είπε η γυναίκα μου), να έχει ένα δικό του άνθρωπο όταν φύγουμε εμείς.

-Έτσι πήραμε και τα δύο παιδιά και βρεθήκαμε στην Κύπρο,  με πολύ κόπο και προσπάθεια τα μεγαλώσαμε, ήταν λίγο ατίθασα αλλά μας έδωσαν ζωή. Ο Νίκος ο πιο μεγάλος από τότε αν άγνιζες με λαβή τον καρπό του εξαγριωνόταν. Όρμαγε χτυπούσε και εξαφανιζόταν. Στο μυαλό μου μόνη εξήγηση ήταν οι αλυσίδες που τον βρήκα δεμένο όταν ήταν μωρό και προσπαθούσε να τις σπάσει για να πάει κοντά στον επίσης αλυσοδεμένο αδελφό του. Εμείς ποτέ δεν του είπαμε τις συνθήκες στις οποίες τον βρήκαμε ούτε ήξερε πολλά για την υιοθεσία του. Μετά όμως με βρήκε το μεγάλο κακό.

-Ποιο κακό;

-Αρρώστησε η γυναίκα μου από καρκίνο. Πάνω που είπαμε ότι η ζωή μας πήρε μια ευθεία απότομος κατήφορος. Καλπάζουσα μορφή καρκίνου. Αρνήθηκε να κάνει θεραπείες.

-Τι έξι τι δώδεκα μήνες που μου λες γιατρέ, εγώ δεν κάνω χημειοθεραπείες, να με θυμούνται τα παιδιά μου όπως είμαι όχι όπως θα με καταντήσουν τα φάρμακα. Να μου δώσεις μόνο κανένα φάρμακο για τους πόνους.

-Έτσι έγινε, ο γιατρός έπεσε μέσα στην διάγνωση , έξι μήνες κράτησε η ζωή της . Μέχρι την τελευταία μέρα ήταν κοντά στα παιδιά σα να μην συνέβαινε τίποτα. Την τελευταία εβδομάδα δεν μπορούσαν να την κρατήσουν ούτε τα φάρμακα. Το ένοιωσε το τέλος …… μου είπε να πάω τα παιδιά στους παππούδες. Πήρε τηλέφωνο την μάνα της και της είπε ότι θα έφευγε ….. δεν την ήθελε στην κηδεία… να κάτσει μαζί με τα παιδιά της είπε…. Δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλά  έφυγε ήρεμη…. Μια δυο μέρες μετά την κηδεία κατάλαβα ότι έπρεπε να πάρω τα παιδιά πίσω και να τους εξηγήσω που είναι η μάμα τους. Τι να τους πω… πώς να τους το πω…. Πήγα στο νοσοκομείο, εκεί μου είπαν να πάω στην ψυχολογική υπηρεσία. Βρήκα μια παρά πολύ καλή κυρία , ψυχολόγο , της εξήγησα τι είχε συμβεί και μου είπε να πάω τα παιδιά όταν μπορούσα.  Σε δύο μέρες,  σήμερα δηλαδή πήγα και πήρα τα παιδιά από την γιαγιά τους.  Δεν τα πήγα από το σπίτι αλλά στο νοσοκομείο πρώτα.  Πρώτα μπήκε μέσα ο Νίκος. Εγώ έβλεπα και άκουγα πίσω από ένα τζάμι τον άλλο μου γιο τον είχα αφήσει στον παιδότοπο του νοσοκομείου.  Από την ταραχή μου τα μισά καταλάβαινα . Η ψυχολόγος τον  προσέγγισε πολύ ωραία ,ο Νίκος μου συνεργαζόταν μια χαρά μαζί της , δεν του ανακοίνωσε αμέσως …. τον θα… τον θάνατο της μητέρας του.. Άρχισε να του λέει κάποιο παραμύθι και να του δείχνει κάποιες εικόνες . Προφανώς μέσα από την διήγηση και τις εικόνες θα τον έβαζε στην διαδικασία να καταλάβει την απώλεια της μητέρας του.  Οι εικόνες και το παραμύθι φαίνονταν ένα ασφαλές μονοπάτι για να έρθει αντιμέτωπος με τον πόνο. Κάποια στιγμή ενώ η ιστορία προχωρούσε η ψυχολόγος πλησίασε το παιδί, κατάλαβα ότι στις δύσκολες εικόνες του παραμυθιού ήθελε να είναι κοντά του. Εκεί έγινε το κακό, τον έπιασε από τον καρπό τρυφερά, αλλά στο μυαλό του παιδιού μου ξύπνησαν οι εφιάλτες που μάλλον κουβαλούσε βρέφος από το ορφανοτροφείου.  Της ρίχνει ένα χαστούκι, έτριξαν τα τζάμια του δωματίου, πετάγεται απάνω και την κοίταγε με μάτια κόκκινα χωρίς να τρέχει ούτε ένα δάκρυ.

-Τι παραμύθια και κουραφέξελα μου λες μωρή βλαμμένη, εμένα μου πεθάνανε δυο μανάδες και συ μου λες βλακείες και παραμύθια;

-Δηλαδή ήξερε πολύ καλά τι είχε συμβεί και τώρα και στο παρελθόν .

-Ναι κύριε ήξερε και για την μάνα που τον εγκατέλειψε για δικούς της λόγους στο ορφανοτροφείο και για την δεύτερη μάνα που πέθανε και προσπαθούσαμε να του το κρύψουμε αρχικά και να του το αποκαλύψουμε με τρόπο…..

-Τι να πούμε στα παιδιά αφού τα ξέρουν όλα όπως θα έλεγε και ο Σαββόπουλος……

-Ακριβώς να τον φωνάξω να κάνετε την δουλειά σας…..

 

* Η ιστορία στηρίχθηκε σε πραγματικά γεγονότα, σε αυτή την περίπτωση η πραγματικότητα ξεπέρασε την φαντασία.