Άλλη μια εξαντλητική μέρα εργασίας τελείωσε για τον Βαγγέλη. Οικονομική υπηρεσία , νούμερα, αριθμοί, πληκτρολογήσεις, εγκρίσεις, αυτοματοποιημένα χαμόγελα, βομβαρδισμός από ατέλειωτους ηλεκτρονικούς ήχους και ένα διάχυτος ανθρωποειδής θόρυβος λειτουργούσε σαν αντιπερισπασμός στην απρόσωπη μοναχική μάχη του κάθε εργαζόμενου. Η σχεδόν επίπεδη εναλλαγή των πελμάτων στον δρόμο της επιστροφής απλά επιβεβαίωνε το τέλος του εργασιακού πολέμου για άλλη μια μέρα. Κουρασμένος Σίσυφος κουβαλώντας το ατελείωτο φορτίο μιας γης που συνεχώς γυρίζει μπήκε στο σπίτι του.
-Καλά παιδάκι μου, έσκαβες όλη μέρα στο γραφείο; Ο πατέρας σου δεν γύρισε ποτέ με τέτοια κούραση από το χωράφι και έκανε όλη την δουλειά με τα χέρια του, μέχρι να βγουν τα μηχανήματα. Με χαρτιά και νούμερα ασχολιόσουν δεν όργωνες με το αλέτρι και τα ατίθασα ζώα.
Το αριστερό εγκεφαλικό του ημισφαίριο ένοιωσε τον θυμό να γυρίζει με ένα άγριο κόκκινο μεταλλικό ενδοφλέβιο θόρυβο μέσα στις έλικες του μυαλού του.
-Τι να καταλάβεις εσύ μάνα από την αλλοτριωμένη εργασία; Ξέρεις τι είναι να είσαι δέκα δώδεκα ώρες σε μια εργασία και να νοιώθεις ότι δεν έφτιαξες τίποτα; Να είσαι την μισή μέρα σε έντονη δράση και να μην βλέπεις ούτε ένα κόκκο δημιουργίας. Ναι η εργασία μας παράγει πλούτο αλλά δεν ξέρεις ούτε το τελικό προϊόν , ούτε ξέρεις την μορφή του. Πραγματική μόρφωση σε αυτόν τον πρόσκαιρο χρόνο ζωής σημαίνει να μπορείς να δίνεις μορφή στην ένζωη δράση σου. Να βλέπεις τον ιδρώτα στάλα την στάλα να φτιάχνει τον καθρέφτη για να εικονίσεις την δράση σου, να φανερώσεις το πρόσωπο σου. Έτσι όπως περνά ο σιδεράς από μια οικοδομή και λέει αυτά τα κάγκελα τα έφτιαξα εγώ και μόνο εγώ θα μπορούσα να τα φτιάξω έτσι.
Την ίδια στιγμή στην άλλη πλευρά του ενδοκρανιακού λόφου, στο δεξί εγκεφαλικό του ημισφαίριο ένα αεράκι μνήμης δρόσισε τις έλικες της άλλης πλευράς. Εκείνες οι έλικες δεν έκλειναν με κόκκινο θυμό, αλλά άνοιγαν σε μεγάλες βεντάλιες, γίνονταν οθόνες προβολής. Τώρα εκεί στην δεξιά πλευρά του εγκεφαλικού λόφου περπατούσε μαζί με τον πατέρα του μέσα στο καλοφροντισμένο χωράφι. Πατέρας και γιος , μάστορας και μαθητευόμενος, παρών και συνέχεια, δεκαετίες πριν φρόντιζαν μια νέα ποικιλία πορτοκαλιών. Ο πατέρας λείπει ως παρουσία , η μορφή της δράσης του είναι ακόμα εκεί, ζωντανή μέσα στο πράσινο δάσος των πορτοκαλιών. Ο Βαγγέλης άνθρωπος με ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ, αστείρευτη φαντασία και απίστευτη εξωλεκτική κινησιολογία, η γλώσσα, ο λόγος απλά υπηρετούσαν την κινησιολογική του αφήγηση, είναι σίγουρα άνθρωπος με κυρίαρχο το δεξί εγκεφαλικό ημισφαίριο. Και ετούτη την στιγμή με τον δροσερό αέρα της μνήμης και την ζεστή υγρασία που προκάλεσε ηρέμησε τον αριστερό θυμωμένο του εγκεφάλου.
-Ε τι έπαθες; ( Τον ρώτησε η μάνα έτσι όπως τον είδε με βλέμμα και σώμα ακίνητο). Άνοιξε να πιείς μια γουλιά, ( Του έδωσε ένα μπουκάλι μπύρα.)
-Φεύγω…
-Που πας;
-Στο πράσινο λιμάνι.
-Μα ετοίμασα φαγητό .
-Σε λίγο θα είμαι πίσω.
Ανέβηκε στο δίκυκλο όχημα του και χάθηκε για την πορτοκαλιά θάλασσα του Άργους. Μπήκε στο κτήμα του, ασφάλισε το μηχανάκι και έβγαλε παπούτσια και κάλτσες. Για λίγα δευτερόλεπτα έμεινες όρθιος ακίνητος με τα γυμνά πέλματα πάνω στο ζεστό υγρό χώμα. Φαίνεται ότι το ανθρώπινο σώμα διαθέτει κάποιο πράσινο λαμπάκι, ένδειξη πληρότητας για την εσωτερική γείωση. Από τα πέλματα η χωμάτινη γείωση έφθασε μέχρι το τελευταίο κύτταρο του εγκεφάλου του Το πράσινο λαμπάκι άναψε, άρχισε να βαδίζει ανάμεσα στα δέντρα. Οι πορτοκαλιές έγερναν τα κλαδιά τους και τον κοιτούσαν περίεργα, πρώτη φορά έβλεπαν ξυπόλυτο και κουστουμαρισμένο τον αφέντη – φροντιστή τους και ένα μπουκάλι μπύρα να εξέχει στην δεξιά του τσέπη . Με το πρώτο βήμα άρχισε στο μυαλό του ένας φρενήρης χορός από μνήμες. Ο χρόνος και χώρος εξαφανίστηκαν. Γεύσεις μυρωδιές, χρώματα, ήχοι, βλέμματα ανθρώπων έρχονταν με ασταμάτητο ρυθμό σε κάθε βήμα του. Με πέντε περπατησιές έφθασε σε εικόνες πίσω στην δεκαετία του 70.
-Τότε πιο φτωχοί μα πιο ευτυχισμένοι ( μονολόγησε).
Αυτή η ακατάσχετη αιμορραγία μνήμης λειτούργησε αποσυμφορητικά στην κακή πρησμένη του διάθεση. Οι υγρές γειωμένες μνήμες καθάρισαν τις σάπιες πληγές από την καθηλωτική εργασία. Στην ασφάλεια του κορμού μιας πορτοκαλιάς ακούμπησε την πλάτη του για να απολαύσει την μπύρα του. Σε κάθε γουλιά κοιτούσε τον πράσινο ουρανό πάνω από το κεφάλι του. Μετά την τελευταία γουλιά σηκώθηκε και επιδόθηκε σε φαντασιακές ασκήσεις κλάδου. Το άλλο σαββατοκύριακο θα είχε «κομμωτήριο» για τα πορτοκαλί «κορίτσια του», Συνήθως κλάδευε μέχρι εκεί που έφταναν τα χέρια του. Πρόσεξε την διχάλα του κορμού, σχημάτιζε φαρδύ ύψιλον. Μια ξύλινη σέλα τον καλούσε σε ιππασία. Προσπάθησε να ανέβει αλλά δεν τα κατάφερε.
-Καπνίζεις από μικρός για αυτό έμεινες κοντός. ( Η θύμηση από τα λόγια της μάνας τον ώθησε να πάρει τον δρόμο της επιστροφής.)
Ήταν ικανή να μείνει νηστική και να τον περιμένει μέχρι να γυρίσει. Κλείδωσε το «λιμάνι» και γύρισε σπίτι. Η μάνα, πιστή Πηνελόπη, με το ατελείωτο πλεκτό και τις μακριές βελόνες είχε σκοτώσει όλα τα ένστικτα της πείνας, έπλεκε και τον περίμενε. Χάρηκε όταν είδε ξανά το ζωηρό του βλέμμα και εκείνο το αδιόρατο χαμόγελο στο πρόσωπό του.
-Βαγγέλη αυτή είναι η τελευταία μπύρα. Να πας στον φίλο σου να πάρεις.
Καθώς έβαζε το ασημένιο τρίγωνο στο λαιμό του μπουκαλιού, το ανοιχτήρι έγινε ο κορμός του δέντρου με την άβατη διχάλα. Ανοίγει απότομα την μπύρα και το περιστρεφόμενο καπάκι πάνω στο τζάμι του τραπεζιού του κρυσταλλίζει το «Εύρηκα» του Αρχιμήδη που ήδη ακούει στο νου του. Παίρνει αμέσως το κινητό του.
-Τάκη, ο Βαγγέλης είμαι. Θέλω να μου πεις ποιο είναι το πιο γερό τελάρο από μπύρες.
-Δεν μου λες τα έχεις τσούξει χωρίς εμένα;
-Όχι σοβαρολογώ.
-Καλά τελάρο ή μπύρες θέλεις;
-Πρώτα θα μου πεις αυτό που σε ρώτησα.
-Μέχρι τώρα δεν το είχα σκεφθεί, πάω στην αποθήκη μην κλείσεις… Λοιπόν πιο γερό είναι από τις μπύρες Β.
-Να μου στείλεις ένα τελάρο μπύρες αλλά δεν πρόκειται να στο γυρίσω;
-Τι το θέλεις αν επιτρέπεται;
-Για τον κλάδο!
-Δεν μου λες σίγουρα δεν έχεις πιεί;
-Όχι, απλά μου λείπουν τριάντα πόντοι.
-Καλά ότι πεις. Σε λίγο έχεις τις μπύρες σου.
-Είσαι ο καλύτερος. (Μέχρι να φάνε είχε έρθει το τελάρο με τις μπύρες.)
-Καλά ρε παιδάκι ήταν ανάγκη να τις πάρεις τώρα;
-Το τελάρο χρειάζομαι μάνα.
-Πήραμε 20 μπύρες για ένα τελάρο; ( Έμεινε με την απορία…)
Μετά από λίγο ο Βαγγέλης άδειασε τα μπουκάλια με τις μπύρες πάνω στον πάγκο της κουζίνας. Έπιασε το τελάρο στα πλαϊνά όπως πιάνουμε τους ώμους ενός καλού φίλου. Το έβαλε στην θέση του συνεπιβάτη στο μηχανάκι και το σταθεροποίησε με την πλάτη του. Από τον καθρέπτη είδε την μάνα του να τον σταυρώνει καθώς έφευγε. Μπήκε στο «πράσινο λιμάνι του» και μαζί με το τελάρο του πήγε κάτω από την πορτοκαλιά με τον άβατο κορμό. Σήκωσε τα μάτια του και έριξε μια ειρωνική ματιά στην ψηλή διχάλα. Έπιασε τον πλαστικό του φίλο και τον χτύπησε δυνατά, πολεμιστής που δοκιμάζει την αντοχή της ασπίδας του και τρομάζει με ήχους τον αντίπαλο του. Ανάποδα το ρίζωσε στην υγρή γη. Ανέβηκε απάνω του, τελικά ήταν το πιο γερό. Νικητής με ένα σάλτο βρέθηκε πάνω στην διχάλα. Ο ίδιος κυριολεκτικά χάθηκε μέσα στην πρασινάδα του δέντρου. Σταθεροποίησε το κορμί και περίμενε για λίγα δευτερόλεπτα μέσα στον πράσινο βυθό. Όλη η φυλλωσιά μια πράσινη μήτρα ασφάλειας, μια νέα σχεδόν κλειστή θάλασσα για να ξεκινάει και να επιστρέφει συνεχώς ο Οδυσσέας. Σταθεροποίησε το σώμα του. Με αργές σταθερές κινήσεις ακριβείας το υποβρύχιο κορμί του αναζητούσε τον ορίζοντα. Ο λαιμός του ένα επιδέξιο περισκόπιο διασχίζει τον πράσινο βυθό αναδύεται στον δροσερό ουρανό. Ποτέ μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχε δει από εκείνο το ύψος την πράσινη δική του θάλασσα. Τα χέρια του ακουμπούσαν σε δυο κλαδιά φτερά ,το βλέμμα του πετούσε από την μια άκρη μέχρι την άλλη της δικής του πράσινης θάλασσας. Έμεινε για πολλά λεπτά σε αυτή την θέση. Ήταν σίγουρος, καλλιεργητής της δημιουργικής ρευστής μορφής. Γέμιζε ενέργεια μέσα στην ζωογόνα πορτοκαλένια (!) βουδιστική ηρεμία. Τον επανέφερε στην πραγματικότητα το χτύπημα του κινητού. Ήταν ο Τάκης από την κάβα .
-Ρε θα πιούμε καμιά μπυρίτσα το βράδυ…. Εντάξει το τελάρο;
-Με ψήλωσε όσο δεν φαντάζεσαι…. Πετάω πάνω από την πράσινη θάλασσα.
-Που είσαι ;
-Πάνω σε ένα δέντρο ………. Πετάω……
-Ε καλά το λέω εγώ ότι τα έχεις πιει….. όταν πιάσεις γη τα λέμε…..
*Κάποιοι με καρτεσιανή λογική προσπαθούν να μας πείσουν ότι εμείς είμαστε βραχύσωμοι και τα δέντρα μας πολύ ψηλά. Όλα ψέματα, ένα γερό τελαράκι, ακόμα και από μπύρες φτάνει, αρκεί να τολμήσουμε ……. Την επιστροφή, την κατάδυση και την ανάδυση.,στην ρευστή προσωπική δημιουργικότητα…..
** Η ιστορία είναι σχεδόν φανταστική, αλλά ο Βαγγέλης πράγματι πήρε ένα τελάρο μπύρες, το πιο γερό και είδε για πρώτη φορά από ψηλά την πράσινη παλλόμενη θάλασσα του χωραφιού του. Κολυμπώντας μέσα της κατάλαβε ότι εξακολουθεί να μορφοποιεί την ρευστή προσωπική δημιουργικότητα του χωρίς να εξαντλεί την αλήθεια της ούτε στην μορφή ούτε στον ορισμό της. Κι όλα αυτά στα λόγια μια καλημέρας μπροστά από ένα πλαστικό τραπεζικό γραφείο…..