Το ΔΣ της ΕΛΜΕ Αργολίδας δηλώνει την κατηγορηματική αντίθεσή του στις προτάσεις των επιτροπών Γαβρόγλου και Λιάκου για την Παιδεία. Τα πορίσματα των εκθέσεων αυτών εμφανίζονται ως προϊόντα διαλόγου με τους ενδιαφερόμενους φορείς ενώ στην πραγματικότητα τέτοιος διάλογος δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Το ίδιο συνέβη και με τις αλλαγές στην Α/θμια που ψηφίστηκαν πριν καν ολοκληρωθεί ο υποτιθέμενος διάλογος. Τα κείμενα αυτά αποτελούν προϊόντα συζήτησης μεταξύ ανθρώπων με ίδιες ή παρόμοιες απόψεις ενώ ειδικά οι προτάσεις Λιάκου αποτελούν προσαρμογή του προγράμματος του διεθνούς μπακαλορεά του Αμερικάνικου Κολλεγίου της Αθήνας. Απηχούν δηλαδή αντιλήψεις και στόχους ολότελα ξένους προς τις ανάγκες της χώρας και του ελληνικού λαού.
Από τις προτάσεις αυτές γίνεται αμέσως φανερό ότι ο βασικός στόχος είναι οι δραστικές περικοπές στις ανάγκες για διδακτικό προσωπικό, που παρουσιάζονται όμως με το ελκυστικό περιτύλιγμα των «προοδευτικών μεταρρυθμίσεων». Από κει και πέρα, εκτός από τις κουραστικά επαναλαμβανόμενες κοινοτοπίες που αφορούν αυτονόητα πράγματα όπως είναι η αναβάθμιση της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης ή η επιμόρφωση των καθηγητών κτλ., δεν λέγεται κάτι συγκεκριμένο για την λειτουργία και εφαρμογή όλων αυτών με αποτέλεσμα να μοιάζουν είτε ως εμπαιγμός είτε ως ευχολόγια. Πιο σαφές είναι το συμπέρασμα ότι οι θεσμοί της ειδικής αγωγής θα περιοριστούν δραστικά καθώς προκρίνεται η ένταξη όλων των μαθητών στην τυπική εκπαίδευση ενώ ερώτημα παραμένει η λειτουργία των τμημάτων ένταξης.
Κυνική παραδοχή της παραίτησης του κράτους από τη στήριξη της δημόσιας εκπαίδευσης αποτελεί η συχνά διατυπωμένη φράση περί οικονομικής αυτονομίας των σχολικών μονάδων. Από την άλλη, ασαφής παραμένει η διακήρυξη περί παιδαγωγικής αυτονομίας των σχολείων που εάν, όπως υποψιαζόμαστε, αφορά την εγκατάλειψη του κοινού προγράμματος που σήμερα αφορά ολόκληρη την επικράτεια, μας βρίσκει αντίθετους καθώς έτσι αφενός θα ενισχυθούν οι ανισότητες και θα αμφισβητηθεί το κύρος των σπουδών αφετέρου υπονομεύεται η εθνική συνοχή.
Οι προτάσεις που αφορούν τη μείωση της ύλης, του ωρολογίου προγράμματος, την κατάργηση των εξετάσεων και την θέσπιση των τετραμήνων στα Γυμνάσια, ενώ χαϊδεύουν τα αυτιά μαθητών, γονέων και αρκετών συναδέλφων, στην πραγματικότητα δεν αποτελούν σοβαρές προτάσεις για την αντιμετώπιση των υπαρκτών προβλημάτων της παιδείας. Κι αυτό γιατί αποφεύγουν να θέσουν το ουσιαστικό ζήτημα: πώς θα μορφώνονται και πώς θα αποκτούν αξίες και πρότυπα τα παιδιά. Καμία πρόταση των επιτροπών δεν απαντά σε αυτό το ζήτημα. Αντίθετα, με την υιοθέτηση μιας αμφισβητούμενης φιλελευθεροποίησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας, ελλοχεύει ο κίνδυνος το σχολείο της αμάθειας να αποτελέσει το απόλυτα κυρίαρχο μοντέλο. Να καταργηθούν τα επαναληπτικά διαγωνίσματα, ναι, αλλά όχι ο έλεγχος της εμπέδωσης της γνώσης. Και σε καμία περίπτωση δεν συναινούμε στην κατηγοριοποίηση των μαθημάτων σε «κύρια» και «δευτερεύοντα». Αφήνουμε ασχολίαστη την εντελώς εκτός τόπου και χρόνου πρόταση για τετραετές γυμνάσιο και κατ’ επέκταση διετές λύκειο. Και μόνο η πειραματική εφαρμογή της θα οδηγήσει αφενός σε πλήρη κατάρρευση τις δομές των Γυμνασίων και αφετέρου σε δεκάδες συγχωνεύσεις λυκείων σε όλη τη χώρα και φυσικά σε μετατάξεις, υποχρεωτικές μετακινήσεις και, γιατί όχι, σε απολύσεις.
Η αποδέσμευση του λυκείου από τις πανελλήνιες εξετάσεις αποτελεί πράγματι ένα πάγιο αίτημα του εκπαιδευτικού κινήματος, αλλά, παρά τη σχετική φιλολογία, δεν είναι αυτό που προτείνεται αφού οι μαθητές θα δίνουν εξετάσεις (ενδοσχολικές μεν, «αδιάβλητες» δε!) για πρώτη φορά στην τελευταία τάξη του Λυκείου προκειμένου να εξασφαλίσουν την πρόσβασή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μέσα από έναν θεσμό παρόμοιο με την τράπεζα θεμάτων. Όσοι δεν καλύψουν τις απαιτήσεις για τη λήψη του απολυτηρίου, θα λαμβάνουν… βεβαίωση παρακολούθησης! Κατά τα άλλα, οι εξετάσεις του Λυκείου θα αποτελούν κριτήριο αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, που θα έχουν νωρίτερα αξιολογήσει τους μαθητές… Ειδικά στον σχεδιασμό του Λυκείου που αποτελεί αντίγραφο του διεθνούς μπακαλορεά του Αμερικανικού Κολεγίου, εξυπηρετούνται εκπαιδευτικές ανάγκες ολότελα ξένες προς τις αντίστοιχες ελληνικές: υποχρεωτικά μαθήματα μόνο τα ελληνικά και τα αγγλικά και μάλιστα στα πρώτα δεν θα διδάσκεται η νεοελληνική λογοτεχνία στο σύνολό της, αλλά μόνο σύγχρονα κείμενα. Άλλα αντικείμενα, όπως τα Θρησκευτικά κυριολεκτικά εξαφανίζονται ενώ και η Ιστορία, όπως προτείνεται, καταντά… αγνώριστη.
Μία ιδέα για το πόσο ανεύθυνα, χωρίς γνώση της πραγματικότητας και με πλήρη αδιαφορία για την επιβάρυνση του εκπαιδευτικού με επιπλέον φόρτο εργασίας που δεν θα έχει κανένα μορφωτικό αποτέλεσμα, γίνεται ο σχεδιασμός του Λυκείου αποτελεί τα παρακάτω αποσπάσματα:
«Το εβδομαδιαίο πρόγραμμα διδασκαλίας για τα έξι μαθήματα θα έχει διάρκεια 27 ώρες στις οποίες θα προστίθενται οι 3 ώρες Φυσικής Αγωγής και 2 ώρες μελέτη στις οποίες ο μαθητής είτε θα μπορεί να εργάζεται ετοιμάζοντας το εκτεταμένο δοκίμιο ή εργασία για κάποιο μάθημα ή να συνεργάζεται με τον ατομικό του σύμβουλο ή να λύνει απορίες με κάποιον διαθέσιμο εκπαιδευτικό. Ας σημειωθεί εδώ ότι οι εκπαιδευτικοί θα έχουν υποχρεωτική παρουσία 30 ωρών στο σχολείο ασχέτως των ωρών που διδάσκουν.»
«Από κει και πέρα θα απαγορεύεται να γίνει τμήμα σε κάποιο μάθημα αν δεν υπάρχουν τουλάχιστον 20 μαθητές για το μάθημα αυτό. Αυτό σημαίνει ότι κάποια μαθήματα θα παρέχονται μόνο σε ορισμένα Λύκεια. Πιθανόν να πρέπει να φτιαχτούν δομές για τις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου με περισσότερα παιδιά (πράγμα που είναι και παιδαγωγικά σωστό) ή ακόμα κάποια μαθήματα να τα παρακολουθούν οι μαθητές σε συγκεκριμένη χρονικά ζώνη, ή τέλος το όλο σύστημα να λειτουργήσει ως καταλύτης για να αναπτυχθούν επιτέλους υποδομές σύγχρονης τηλεεκπαίδευσης.»
Έτσι, μειώνεται στην πράξη ο αριθμός των επιλογών άρα κυριαρχεί η ημιμάθεια, ανατρέπεται ο χωροταξικός σχεδιασμός ενώ κάποιοι μαθητές δεν θα έχουν τις επιλογές που επιθυμούν ή θα πάνε σε άλλο λύκειο για να πετύχουν αυτόν το στόχο.
Τέλος, θα κινδυνεύσουν θέσεις εργασίας συναδέλφων ενώ το τελικό χτύπημα θα έλθει με την τηλεκπαίδευση που θα βρει αρχικά εφαρμογή -όπως λέει σε άλλο σημείο το κείμενο- εκεί όπου είναι δύσκολο να προσληφθούν αναπληρωτές ή να προσφερθούν αρχικά κάποια μαθήματα για να πάρει μεγαλύτερη έκταση αργότερα.
Απαράδεκτη θεωρείται επίσης η υποχρέωση των μαθητών του λυκείου να προσφέρουν κοινωνική εργασία. Η δημιουργικότητα και η προσφορά δεν επιβάλλονται ενώ η ανταλλαγή τους με μόρια που θα συνυπολογιστούν στην συνολική βαθμολογία για την εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση, ακυρώνει τον εθελοντικό χαρακτήρα της συμμετοχής σε ένα κοινωφελές έργο. Τέλος, η υποχρέωση των μαθητών να συντάξουν ένα δοκίμιο στη διάρκεια της χρονιάς το οποίο υποτίθεται πως θα «αξιολογηθεί αντικειμενικά» προκειμένου επίσης να συνυπολογιστεί στον βαθμό πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, είναι φανερό ότι απευθύνεται προνομιακά σε μαθητές μεγάλου ιδιωτικού σχολείου, που θα λάβουν την απαραίτητη υποστήριξη για την εκπόνηση της εργασίας.
Ήδη εξαγγέλθηκε η μείωση του ωρολογίου προγράμματος των Γυμνασίων κατά τρεις ώρες με πρώτο θύμα τα αρχαία ελληνικά από το πρωτότυπο αφού προηγήθηκε μία καλά ενορχηστρωμένη αμφισβήτηση της αναγκαιότητάς τους από πανεπιστημιακούς και φιλολόγους φιλικών προς τις απόψεις των προέδρων των επιτροπών. Νωρίτερα είχε αποφασιστεί η κατάργηση του τρίωρου που δινόταν στους υπευθύνους των εργαστηρίων Φυσικών Επιστημών και Πληροφορικής ενώ από τις προηγούμενες κυβερνήσεις έχει καταργηθεί η θέση του υπεύθυνου της βιβλιοθήκης. Καταργήσεις και συγχωνεύσεις σε μεγάλη κλίμακα είχαμε και στους τομείς και τις ειδικότητες των ΕΠΑΛ. Η ευθύνη για την ύπαρξη πολλών ειδικοτήτων αποδίδεται ούτε λίγο ούτε πολύ στους συναδέλφους που «παρεισέφρησαν» στην Εκπαίδευση, οπότε ας τις καταργήσουμε ή ας συγχωνεύσουμε ειδικότητες και κλάδους, μαθήματα και αναθέσεις. Και μόνο από αυτά τα «λογιστικού» χαρακτήρα μέτρα γίνονται αμέσως φανερές οι προθέσεις της κυβέρνησης για δραστικές περικοπές στο διδακτικό προσωπικό και στην αύξηση της εξωδιδακτικής απασχόλησης των μονίμων εκπαιδευτικών που θα μεταβληθούν σε διοικητικούς υπαλλήλους με παράλληλα αυξημένο διδακτικό έργο σε περισσότερα του ενός σχολεία!
Για όλους τους παραπάνω λόγους, το ΔΣ της ΕΛΜΕ Αργολίδας, απορρίπτει συνολικά τις προτάσεις των επιτροπών Λιάκου και Γαβρόγλου και ζητά από την κυβέρνηση να μην προχωρήσει στη νομοθετική κατοχύρωση των θέσεων και της φιλοσοφίας τους, αλλά να προχωρήσει μέσα από έναν ειλικρινή διάλογο στην αντιμετώπιση των πραγματικών προβλημάτων της παιδείας με γνώμονα τα μορφωτικά και επαγγελματικά δικαιώματα της νέας γενιάς και τις ανάγκες της χώρας.