Το «Συμβόλαιο Τιμής» και ο «Πειρασμός του Καθεστωτισμού»
Μελετώντας κανείς τα «πορίσματα» του «Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία», που δόθηκαν στη δημοσιότητα στις 27 Μαϊου 2016, αν «αποφλοιώσει» το περιεχόμενό τους από το βαρύγδουπο «αριστερό λογιωτατισμό» που τα διακρίνει και τις βερμπαλιστικές επιστημονικοφανείς (στα όρια του εξεζητημένου) διατυπώσεις που τα χαρακτηρίζουν, τότε χωρίς ιδιαίτερο κόπο θα διαπιστώσει ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικά αποκαλυπτικό κείμενο. Αποκαλυπτικό για τις βαθύτερες στοχεύσεις και τις απώτερες επιδιώξεις του ΣΥΡΙΖΑ. Ιδιαίτερα, μάλιστα, το σημείο 11 των πορισμάτων, που τιτλοφορείται «Κρίση και Δομικές ψυχολογικές Δυνατότητες του Σχολικού χώρου», στο οποίο (υποτίθεται ότι) επιχειρείται να δοθεί διεξοδικότερα το πολιτικό στίγμα της εκπαιδευτικής «φιλοσοφίας» του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι απλώς αποκαλυπτικό, είναι με όρους δημοκρατικής προσέγγισης, επικίνδυνο και απειλητικό. Επικίνδυνο, γιατί αποδεικνύει την ιδεολογική σύγχυση των εμπνευστών του (καθώς αποτελεί ένα άτεχνο «χαρμάνι» στρεβλά αφομοιωμένου «νεομαρξισμού» και κακοχωνεμένης «ψυχανάλυσης»), και απειλητικό γιατί διατυπώνει θέσεις, που αν αφεθούν να εισαχθούν, θα αλλοιώσουν συθέμελα το χαρακτήρα της εκπαίδευσης και θα την εκτρέψουν σε μια κατεύθυνση ιδεολογικής μονοκαλλιέργειας και πολιτικής μονοφαγίας.
Κατ’ αρχάς, το κείμενο αυτό προτείνει την υιοθέτηση ενός «κώδικα δημοκρατικού ανθρωπισμού», με την κουτοπόνηρη σκέψη ότι κανείς δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει με μια τέτοια γενικόλογη κοινοτοπία, αλλά στην πραγματικότητα πίσω από αυτή τη φράση-προπέτασμα καπνού επιχειρεί να περάσει «σκληρές ΣΥΡΙΖΑ-ικές» θέσεις, για διάφορα ζητήματα που αφορούν το περιεχόμενο της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Επίσης, κατά το κείμενο, «… η πολιτεία μπορεί να επέμβει στη διαμόρφωση του παιδικού και σχολικού φαντασιακού με πολλούς τρόπους (…) ζητώντας από τα ΜΜΕ και τους διαμορφωτές γνώμης αντίστοιχη συμπεριφορά. Επιβάλλοντας εύλογους περιορισμούς στις διαφημίσεις και γενικά στα μηνύματα των ΜΜΕ που απευθύνονται στα παιδιά ή στους γονείς». Ακριβώς έτσι. Σύμφωνα με τους «καθοδηγητές» συντάκτες του κειμένου, η εκπαίδευση που φιλοδοξούν να επιβάλουν, δεν περιορίζεται στο να μεταδώσει γνώση στα παιδιά, αλλά πάει και παραπέρα, σκοπεύει να «επέμβει στη διαμόρφωση του παιδικού και σχολικού φαντασιακού». Και ακόμη περισσότερο, αποβλέπει να επιβάλει (πως αλήθεια σε μια δημοκρατική χώρα;) στα ΜΜΕ «αντίστοιχη συμπεριφορά», και ακόμη να υπαγορεύσει «εύλογους περιορισμούς» στις διαφημίσεις και στα μηνύματα των ΜΜΕ που απευθύνονται «στα παιδιά ή στους γονείς». Το μόνο που δεν (τολμούν να) κάνουν οι (αν-)εγκέφαλοι υποστηρικτές αυτών των προτάσεων είναι να απειλήσουν όσους δεν συμμορφώνονται με αυτές τις «ντιρεκτίβες» με εγκλεισμό σε «γκουλάγκ». Κοντά είναι, όμως.
Εκεί, ωστόσο, που οι εισηγητές αυτού του κειμένου ξεπερνούν τον εαυτό τους και αποδεικνύουν την ιδεοληψία, το φανατισμό και τη μικρόνοιά τους, είναι η πρότασή τους για το «Συμβόλαιο Τιμής», που θεσπίζεται ως «προαιρετικά υποχρεωτικό» (τέτοια ευρηματικότητα θα τη ζήλευε και ο ιδεολογικός τους ομογάλακτος, ο Στάλιν …). Σύμφωνα με αυτό, οι μαθητές θα καλούνται να παρέχουν (κατά λέξη) την ακόλουθη διαβεβαίωση: «Δίνω τον λόγο της τιμής μου και υπόσχομαι ότι θα σέβομαι το σχολείο, τους δασκάλους και τους συμμαθητές μου, θα φέρομαι ιπποτικά σε όλους και ιδιαίτερα στους πιο αδύναμους και δεν θα επιτεθώ ποτέ σε αδύναμο, αλλά θα τον υπερασπίσω από επιθέσεις. Θα θεωρώ σωστή μόνο την άμιλλα για τη διάκριση στη μάθηση, στον αθλητισμό, την καλή συμπεριφορά και τα καλά έργα. Δεν θα κάνω ποτέ στον άλλο ότι δεν θέλω να κάνουν σε μένα. Και θα θεωρώ ντροπή κάθε παράβαση αυτής της υπόσχεσης που ελεύθερα δίνω σήμερα».
Πρόκειται για πρωτοφανή περίπτωση «καταναγκαστικής ηθικής» για ένα απίστευτο μείγμα δογματισμού και ανοησίας με το οποίο οι σοφοί «καθοδηγητές» του υπουργείου Παιδείας νομίζουν ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν υπαρκτά προβλήματα, που δυστυχώς εμφανίζονται στους κόλπους της σχολικής κοινότητας.
Όλη αυτή η υπόθεση θα ήταν για γέλια, αν δεν ήταν για κλάματα. Γιατί δείχνει τη βαθειά ανεπάρκεια και ημιμάθεια των ανθρώπων που καλούνται να διαχειριστούν τις τύχες της εκπαίδευσης και μάλιστα σε εποχή κρίσης, με την αυταπάτη ότι ασκούν «προοδευτική» εκπαιδευτική πολιτική. Μόνο που όπως ο «δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις», έτσι και αυτές οι συνταγές δείχνουν πως η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έχει υποκύψει στον πειρασμό ενός (λανθάνοντος τουλάχιστον) «καθεστωτισμού». Προσπαθεί να χειριστεί τις υποθέσεις της εκπαίδευσης με ένα τρόπο που είναι πολύ χειρότερος, με όρους πάντα δημοκρατικής προσέγγισης, από τα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει. Γιατί ας μάθουν οι «σύντροφοι» του ΣΥΡΙΖΑ ότι απόψεις περί «προαιρετικής υποχρεωτικότητας» λίγο απέχουν, αν δεν ταυτίζονται, με άλλες περί «καταναγκασμού», που ως γνωστόν οδήγησαν τις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» εκεί που τις οδήγησαν. Ας προσέξουν οι «σύντροφοι του ΣΥΡΙΖΑ» το «παιχνίδι με τη φωτιά» το οποίο παίζουν. Έχουν πάρει λάθος δρόμο και καλό είναι κάποιος να τους υπενθυμίσει ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι δημοκρατία δυτικού τύπου. Και θα μείνει. Είτε το θέλουν είτε όχι. Η προσπάθεια, μετά την παταγώδη αποτυχία τους στην οικονομία, «φυγής προς το κενό» με ιδεολογικές ακροβασίες δεν οδηγεί πουθενά, παρά μόνο την Παιδεία στο γκρεμό και (ίσως) την Ελληνική κοινωνία σε ανεπιθύμητες απ’ όλους περιπέτειες.
Αλήθεια, με την ευκαιρία: Οι συγκυβερνώντες ΑΝΕΛ συμφωνούν με όλα αυτά; Εκφράζει και τη δική τους εκπαιδευτική «φιλοσοφία» αυτή η αντίληψη; Ή προς χάριν της παραμονής στην εξουσία κάνουν τα στραβά μάτια;
Η ζημιά που έχει προκαλέσει η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είναι μεγάλη σε όλους τους τομείς. Ο τομέας της παιδείας είναι όμως πολύ ευαίσθητος και απαιτεί ιδιαίτερη σοβαρότητα γιατί αφορά τα παιδιά μας, το μέλλον του τόπου μας.
* Η Σόνια Ταντάρου – Κρίγγου είναι Δικηγόρος – Πολιτευτής της Νέας Δημοκρατίας