ΠολιτικήΑρχείο

Το όραμα του Μανιάτη για την ενέργεια σε ένα βιβλίο

Το όραμά του για την πολιτική που πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα στον τομέα της ενέργειας και του περιβάλλοντος, αλλά και για το γενικότερο μοντέλο ανάπτυξης το οποίο πρέπει να ακολουθηθεί, καταθέτει ο πρώην υπουργός, ο άνθρωπος που πέρασε από το Κοινοβούλιο τρεις νέες συμβάσεις εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων.

Γράφει ο Μανώλης Πιμπλής

Ο Γιάννης Μανιάτης είναι από τους λίγους πολιτικούς του ΠΑΣΟΚ που κατάφεραν να μην αποτελέσουν κομμάτι του σπιράλ της βίαιης φθοράς που γνώρισε η παράταξή του τα τελευταία χρόνια. Θα έλεγε κανείς πως διατήρησε στη συνείδηση του κόσμου τη θετική εικόνα ενός πολιτικού εργατικού που, αν μη τι άλλο, ενδιαφέρθηκε να προωθήσει τα θέματα του τομέα ευθύνης του για τον οποίο άλλωστε διέθετε τη στοιχειωδώς απαιτούμενη επάρκεια και ένα πάθος – πράγματα καθόλου αυτονόητα στη σύγχρονη πολιτική σκηνή, και όχι μόνο στην Ελλάδα.

Τον ευνόησε βέβαια και το αντικείμενό του. Ημασταν νιοι και γεράσαμε ακούγοντας ιστορίες συνωμοσίας για τα πετρέλαια με τα οποία είναι οπωσδήποτε διάσπαρτο το ελληνικό υπέδαφος και τα οποία δεν αφήνουν την Ελλάδα να τα εκμεταλλευθεί διάφορες σκοτεινές δυνάμεις, Αμερικανοί κυρίως και πολυεθνικές. Το θέμα είναι ελκυστικό, θρέφει οράματα αλλά και αυταπάτες, γαργαλάει τον ναρκισσισμό και τον εθνικισμό ενός κομματιού της κοινωνίας, ενισχύει μια ορισμένη πεποίθηση ότι η Ελλάδα είναι ο μεγαλύτερος παράδεισος επί της Γης αλλά δεν την αφήνουν να μεγαλουργήσει. Και ότι δεν μπορεί παρά να έρθει κάποτε η λύτρωση, χωρίς εμείς να κάνουμε και πολλά. Αν όχι εξ ουρανού, τουλάχιστον εκ του υπεδάφους.

Ισως δεν είναι άσχετο και το γεγονός ότι ο Μανιάτης στο μότο των προτάσεών του μιλάει για «πατριωτικές» μεταρρυθμίσεις. Αυτό όμως είναι το μόνο σημείο συνάντησης του λόγου του με το ρεύμα που περιγράψαμε προηγουμένως. Γιατί κατά τα άλλα, όπως φαίνεται καθαρά και στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε χθες, δεν είναι άνθρωπος των λόγων αλλά των έργων. Είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κανείς με τα επιμέρους πεπραγμένα του, δεν μπορεί να μην παραδεχθεί ότι είναι ο πρώτος που έκανε κάποια αποφασιστικά βήματα για να μάθουμε, επιτέλους, αν οι δοξασίες έχουν βάση!

Οι αλλαγές
Ο ίδιος, προφανώς, θέλει να υπερασπιστεί το έργο του. Εμείς οι υπόλοιποι θα μάθουμε αν όσα έκανε θα έχουν αποτέλεσμα στο σύνολό τους, αφού υπάρξει συνέχεια – αν υπάρξει – από τη σημερινή και τις άλλες κυβερνήσεις που θα ακολουθήσουν. Τα μεγάλα ενεργειακά σχέδια χρειάζονται χρόνο και η Ελλάδα δεν φημίζεται για τα μακροχρόνια πλάνα της. Ισως όμως σιγά σιγά κάτι να αλλάζει.

Εν πάση περιπτώσει ο Γιάννης Μανιάτης είναι αισιόδοξος. Πιστεύει ότι «η Ελλάδα που μπορεί να γεννήσει πλούτο υπάρχει!» Τα πέντε πρώτα κρίσιμα χρόνια των Μνημονίων βρέθηκε να έχει αποφασιστικές αρμοδιότητες στο υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. Με το όραμά του ενός «προοδευτικού πατριωτισμού», όπως τον αποκαλεί, έβαλε μπροστά διάφορες δράσεις, μεταξύ των οποίων και τις πρώτες συστηματικές έρευνες για υδρογονάνθρακες. Εφτιαξε ένα σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο, προκήρυξε τρεις μεγάλους διαγωνισμούς, κύρωσε στη Βουλή τις τρεις πρώτες συμβάσεις εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων για περιοχές στις οποίες ασκείται χωρίς κωλύματα η εθνική κυριαρχία και ταυτόχρονα οριοθέτησε διά νόμου την ελληνική ΑΟΖ ώστε να καταστεί δυνατή η προκήρυξη διεθνών διαγωνισμών για είκοσι οικόπεδα στο Ιόνιο και νότια της Κρήτης.

Με την τιμή πετρελαίου που ίσχυε το 2013, δηλαδή 100 δολάρια το βαρέλι, ο Γιάννης Μανιάτης υποστηρίζει πως τα δημόσια έσοδα σε βάθος 25ετίας εκτιμώνται στα 150 δισ. ευρώ. Αλλά και με τις σημερινές τιμές, που κινούνται πέριξ των 40-50 δολαρίων το βαρέλι, τα εκτιμώμενα έσοδα ξεπερνούν τα 50 δισ., κάπου 2 δισ. τον χρόνο, δηλαδή για τα υπόλοιπα 25 χρόνια. Η πρόσφατη ανακάλυψη δε του τεράστιου κοιτάσματος φυσικού αερίου Zohr στην Αίγυπτο πιστεύει πως θα προσελκύσει και στην Ελλάδα νέους επενδυτές. «Κάθε γεώτρηση δημιουργεί 300 άμεσες και 700 έμμεσες θέσεις εργασίας, σύνολο 1.000» λέει.

Η εξοικονόμηση
Το βιβλίο του Γιάννη Μανιάτη «Μεταρρυθμίσεις και προοδευτικός πατριωτισμός» (εκδόσεις Παπαζήση), 400 και πλέον σελίδων, έπειτα από έναν αρκετά εκτενή πρόλογο, αποτελεί μια σύνθεση άρθρων και ομιλιών που έγραψε ο Γιάννης Μανιάτης στη διάρκεια πολλών χρόνων. Χωρίζεται σε δύο μέρη: στο πρώτο, που έχει γενικό τίτλο «Ενέργεια», αναλύει θέματα όπως οι υδρογονάνθρακες, ο ορυκτός πλούτος, η διεθνής κατάσταση σε σχέση με τα ενεργειακά, ο ρόλος του υγραερίου, οι ενεργειακές εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο ειδικότερα, οι συμβάσεις που υπογράφηκαν για Πατραϊκό Κόλπο, Κατάκολο και Ιωάννινα, επίσης οι θέσεις μιας σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας στον ενεργειακό τομέα. Υπερασπίζεται την επιλογή της μικρής ΔΕΗ (που αποσπούσε το 30% του συνόλου) και επικρίνει τη σημερινή κυβέρνηση που υπέγραψε, στο τρίτο Μνημόνιο, να έχει η ΔΕΗ σε λίγα χρόνια μόνο το 50% της παραγωγής και των εισαγωγών, και μόνο το 50% των πελατών που έχει σήμερα. Ενδιαφέρον είναι και το κεφάλαιο της εξοικονόμησης ενέργειας μέσω βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων, κάτι που θεωρεί οικονομικά εφικτό και θα τονώσει τον τομέα της οικοδομής, ενώ θυμίζει ότι έχει ήδη ψηφιστεί στη διάρκεια της θητείας του και η δημιουργία Ταμείου Κοινωνικής Αλληλεγγύης Γενεών κατά το νορβηγικό πρότυπο, προκειμένου να ενισχυθεί το ασφαλιστικό σύστημα από μελλοντικά πετρελαϊκά έσοδα.

Αισιοδοξία

“Το καλύτερο μπορεί να είναι ρεαλιστικό”

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου έχει να κάνει με θέματα περιβάλλοντος, βιώσιμης ανάπτυξης, χωρικού σχεδιασμού και με θέματα που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Εδώ αναλύονται ζητήματα όπως η διαχείριση απορριμμάτων, η ηλεκτροκίνηση των οχημάτων και ζητήματα πολιτισμού. Έχει λ.χ. εκπονηθεί ολοκληρωμένο πρόγραμμα ανάδειξης της Επιδαύρου σε διεθνές τοπόσημο που θα περιλαμβάνει, εκτός του αρχαίου θεάτρου, μουσείο ιατρικών εργαλείων του Ασκληπιείου και βοτανικό κήπο με θεραπευτικά βότανα που χρησιμοποιούνται σε αυτό. Το βιβλίο του Γιάννη Μανιάτη δίνει ερεθίσματα στον αναγνώστη, ανεξαρτήτως ιδεολογικής αναφοράς, καθώς παρουσιάζει το μέγεθος της πολυπλοκότητας των θεμάτων και έναν οδικό χάρτη για το πως μπορεί κανείς να προσπαθήσει να υπερβεί τα προβλήματα. Το στοίχημά του, ότι “το καλύτερο μπορεί να είναι ρεαλιστικό”, μεταδίδει την αισιοδοξία του ότι ένα μοντέλο ανάπτυξης, μέσω δουλειάς και προοδευτικών μεταρρυθμίσεων, είναι εφικτό. Μένει να αποδειχθεί αν η κοινωνία έχει τις αντοχές να το στηρίξει, σε μια εποχή που η υπομονή μοιάζει να έχει προ πολλού εξαντληθεί.