Το κλιματιστικό μετέφερε στροβιλιστές ποσότητες κρύου αέρα στο εσωτερικού του σπιτιού. Τα παραλληλόγραμμα πλακάκια είχαν δροσιστεί αρκετά και συνέβαλλαν και αυτά στην διατήρηση των χαμηλών θερμοκρασιών. Αρχές του εικοστού αιώνα, με την βοήθεια μηχανικών μέσων κρυώνουμε τους εσωτερικούς χώρους και όση δροσιά κερδίζουμε εντός την μεταφέρουμε με τις θορυβώδεις εξωτερικές μονάδες στο έξω περιβάλλον. Σάββατο βράδυ ο Πέτρος μετά από ένα κοπιαστικό ωράριο γύρισε στο σπίτι. Τούτο το καλοκαίρι ήταν αποπνικτικά καυτό, η άπνοια των εξωτερικών γεγονότων σου έκοβε την ανάσα πριν σε κτυπήσει ο καύσωνας. Κλειστές τράπεζες, έλεγχος κεφαλαίων , αφυδατωμένοι παππούδες να αγωνίζονται στην ουρά για την αβέβαιη δροσιά των εξήντα ευρώ. Η αγορά ήταν παγωμένη και η καρδιά των εργαζόμενων καμένη από το άγχος της επιβίωσης.
Μόλις μπήκε στο σπίτι έβγαλε παπούτσια και κάλτσες, κάθισε κάτω από τις περσίδες του κλιματιστικού, λούστηκε για λίγο τον ψυχρό αέρα. Δροσιά από πάνω, δροσιά από κάτω το ηλιοψημένο σώμα του πήρε την θερμοκρασία που ήθελε.
-Πέτρο η μάνα μου έστειλε χαλούμι και ο πατέρας μου σπιτική ζιβανία.
-Καλησπέρα μπαμπά
Είπαν τα δύο παιδιά του και τον αγκάλιασαν στην μέση, ήξεραν αυτά. Πιάνοντας τα με τα χέρια του άρχισε να τα περιστρέφει γύρω – γύρω, ένα αγκαλιαστό σωματικό ελικοφόρο απογείωσε την οικογενειακή αισιοδοξία. Όπως έλεγε και ο ίδιος τα παιδιά του ήταν τα καλύτερα αντικαταθλιπτικά του. Με γρήγορες αυτοματοποιημένες κινήσεις πλύθηκε και αμέσως μετά βυθίστηκε στην αγαπημένη του θέση στον καναπέ. Η γυναίκα του έφερε τα κυπριακά μεζέδια, του άρεσαν ιδιαίτερα. Άνοιξε την τηλεόραση για να ακούσει τα νέα, σήμερα ήταν πολύ κοπιαστική μέρα και δεν πρόλαβε ούτε το ραδιόφωνο να ανοίξει. Οι εφιαλτικές εικόνες πέρασαν μια γεύση απελπισίας και τρόμου από τα ρουθούνια του, κατανικώντας κατά κράτος το καλοψημένο χαλούμι και την αρωματική ζιβανία. Ένοιωσε το μυαλό του να καίγεται στο τηλελιοπύρι των εικόνων, πάτησε το στοπ και έκλεισε τον εικονικό εφιαλτικό καύσωνα.
-Πέτρο που πας;
-Δεν αντέχω άλλο, πάω στο «λιμάνι» και έρχομαι.
«Λιμάνι» έλεγε την βιβλιοθήκη του, μέσα εκεί κάτω από το θλιμμένο μωβ κρυφό φωτισμό τα βιβλία του αβύθιστα ιστιοφόρα τον ηρεμούσαν και τον ταξίδευαν στις θάλασσες της επιστήμης και της λογοτεχνίας. Κάθισε σιωπηλός στο μωβ φως, το ιστιοφόρο βλέμμα του ταξίδεψε στην βιβλιοθήκη της ιστορίας και προσάραξε σε ένα μεγάλο πράσινο τόμο. Το ήξερε καλά αυτό το βιβλίο, ήταν το μοναδικό χαρισμένο από τον πατέρα του. Κάποια πρωτοχρονιά πριν σαράντα τόσα χρόνια βρήκε κάτω από το μαξιλάρι του «Τα απομνημονεύματα του στρατηγού Μακρυγιάννη» εκείνη η πολύ καλή έκδοση με τις ζωγραφιές του Παναγιώτη Ζωγράφου.
Με τον πράσινο τόμο αγκαλιά επέστρεψε στον καναπέ του, ένα σαρκόμορφο αποτύπωμα τον περίμενε και μπήκε ακριβώς στις διαστάσεις του. Τώρα το χαλούμι και η ζιβάνα με κλειστά τα μάτια τον ταξίδεψαν στα παράλια της Λάρνακας, ένας πορφυρός ήλιος με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια βυθίζεται στα νερά της μεσογείου. Άνοιξε τα μάτια του έπιασε το παλιό αγαπημένο του βιβλίο.
Έφτασε σένα αγαπημένο του απόσπασμα: ‘Ηταν ο αδελφός του με τον Αλήπασια και ήταν ζαπίτης αυτός εις την Ντεσφίναν. Στάθηκα με εκείνον μιαν ημέρα. ‘Ηταν γιορτή και παγγύρι τ’ Αγιαννιού. Πήγαμεν εις το παγγύρι μό’ ‘δωσε το ντουφέκι του να το βαστώ. Εγώ θέλησα να το ρίξω, ετζακίστη. Τότε μ’ έπιασε σε όλον τον κόσμον ομπρός και με πέθανε εις το ξύλο. Δεν μ’ έβλαβε το ξύλο τόσο, περισσότερον η ντροπή του κόσμου. Τότε όλοι τρώγαν και πίναν και εγώ έκλαιγα. Αυτό το παράπονον δεν ηύρα άλλον κριτή να το ειπώ να με δικιώση, έκρινα εύλογον να προστρέξω εις τον Αϊγιάννη, ότι εις το σπίτι του μό’ ‘γινε αυτείνη η ζημία και η ατιμία. Μπαίνω την νύχτα μέσα-εις την εκκλησιά του και κλειω την πόρτα κι’ αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες τ’ είναι αυτό “οπού ‘γινε ‘σ εμέναν, γομάρι είμαι να με δέρνουν;” Και τον περικαλώ να μου δώση άρματα καλά κι’ ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα και εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιον. Με τις πολλές φωνές κάμαμεν τις συμφωνίες με τον άγιον.
Ο Μακρυγιάννης έκανε μπεσαλίδικες συμφωνίες με τον Άγιο Ιωάννη και το σώμα του Πέτρου, άνευ συμφωνίας παραδόθηκε στα πιο βαθιά μονοπάτια του Μορφέα. Όταν ξύπνησε, το πρωί, βρήκε πάνω στο στήθος του ανοιγμένο το βαρύ βιβλίο. Του πήρε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να θυμηθεί και να καταλάβει τι έχει γίνει. Προσεχτικά έκλεισε τον «Μακρυγιάννη» και τον άφησε στο μικρό καφέ τραπεζάκι. Ανακλαδίστηκε για να φέρει το σωστό μυϊκό τόνο στο σώμα του. Εκείνη την στιγμή αντιλήφθηκε την απόλυτη ησυχία στο σπίτι, το βλέμμα του αναζήτησε την απάντηση στο ρολόι. 8,30 είχαν φύγει όλοι για την εκκλησία. Έφτιαξε τον βαρύ σκέτο ελληνικό καφέ του και ετοιμάστηκε να πάει να αγοράσει τις κυριακάτικες εφημερίδες. Η ανάγνωση της είδησης σε σχέση με την τηλεθέαση σου δίνει δύναμη. Η εικονική είδηση πέφτει πάνω στο πρόσωπο σου σαν ασφυκτικό σεντόνι σε πνίγει. Η είδηση που διαβάζεις έχει πιο αργό ρυθμό, μπορείς να την επαναλάβεις όσες φορές θέλεις και το βασικότερο να την κατανοήσεις πριν σε αιφνιδιάσει.
Κλείνοντας την πόρτα του σπιτιού και βγαίνοντας στο μπαλκόνι αιφνιδιάστηκε με την εικόνα του πατέρα του στην αυλή. Ο κυρ Νίκος καθόταν βυθισμένος στην άσπρη πολυθρόνα. Η ρυτιδιασμένη παλάμη του δεξιού του χεριού κρατούσε το χιονισμένο κεφάλι του και ο αγκώνας του είχε βιδωθεί στην μέση του μπράτσου της πολυθρόνας. Οπτικά αναζήτησε κάποια αεροφόρο αναπνευστική κίνηση στο γαλάζιο πουκάμισο του παππού. Η πλήρης γαλάζια άπνοια του ρούχου τον τρόμαξε, ένα τυχαίο ρεύμα αέρα άφησε ένα άσπρο τρίχινο κύμα πάνω στο κεφάλι του παππού αλλά καμία άλλη κίνηση. Πριν από χρόνια η καρδιά του κυρ Νίκου του έστειλε εισιτήριο χωρίς επιστροφή για τον Αχέροντα αλλά εκείνος αρνήθηκε να το παραλάβει.
-Λες …. ( είπε μέσα του, μια σιωπή θανάτου τον τύλιξε, ενστικτωδώς έκανε αθόρυβα βήματα για να μην τρομάξει αυτό που τον τρόμαζε).
-Πέτρο καλημέρα…. Για εφημερίδες πας; ( Είπε ο κυρ Νίκος χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του, χωρίς να αλλάξει θέση, προφανώς η ακοή του ήταν πολύ καλή ακόμα.)
-Μπαμπά με τρόμαξες.
-Εγώ σε τρόμαξα ;
-Ναι, τι κάνεις εκεί;
-Κάθομαι!!!
-Μα καλά γιατί δεν είσαι στην εκκλησία ;
Οι ήχοι της επικοινωνίας μεταφέρονταν διαγώνια από το πλατύσκαλο της σκάλας μέχρι την άσπρη πολυθρόνα χωρίς να έχουν βλεμματική επικοινωνία πατέρας και γιός.
-Για να είμαι εδώ δεν είμαι εκεί!
-Καλά, εσύ κάθε Κυριακή πάς από τα χαράματα.
-Σήμερα είναι της Αγίας Παρασκευής.
-Και τις συμβαίνει είσαι τσακωμένος μαζί της;
-Όχι αλλά σήμερα δεν έχει λειτουργία ο Αϊγιάννης, λειτουργάνε το εκκλησάκι λίγο πιο πέρα.
Μερικές φορές η αμεσότητα των λόγων απλών ανθρώπων, είναι τα μυστικά λόγια για να κυλήσει ο βράχος μπροστά από την σπηλιά των αποκαλύψεων. Τα λόγια του πατέρα του μπερδεύτηκαν με τα λόγια του Μακρυγιάννη και τα λόγια του Μακρυγιάννη με τα βιώματα της παιδικής του ηλικίας. Στης ρωμιοσύνης την κοινότητα οι σχέσεις που ανέπτυσσε ο καθένας με τον περιβάλλον , τους ανθρώπους, την πολιτισμική του συνέχεια ήταν η μοναδική του σιγουριά. Δεν απαιτούσαν οριστικούς νομικίστικους ορισμούς, δεν εξαντλούσαν καμία αλήθεια στον ορισμό της. Μετέχοντας στις σχέσεις κοινότητας νοηματοδοτούσαν την ζωή τους. Έφταναν στο σημείο να κάνουν ακόμα και μπεσαλίδικες συμφωνίες με αγίους μπροστά στα εικονίσματα τους. Ο Πέτρος είχε σωπάσει μέσα στις βουβές του σκέψεις.
-Πέτρο είσαι καλά ; ( Ο πατέρας γύρισε το ανήσυχα το γερασμένο βλέμμα του προς την σκάλα αν και το διαγώνιο κοίταγμα ψηλά τον ζάλιζε.)
-Καλά είμαι, περίμενε ένα λεπτό.
-Γιατί σου είπα ότι θα φύγω;
Ο Πέτρος με βιαστικές κινήσεις ξεκλείδωσε και πήρε τον πρασινόδετο Μακρυγιάννη υπό μάλης. Τρεχάτος κατέβηκε στην αυλή.
-Μπαμπά το θυμάσαι τούτο το βιβλίο;
-Το θυμάμαι!
-Ποιο είναι; ( Ο Πέτρος με ύφος δασκάλου που έπιασε τον μαθητή του αδιάβαστο.)
-Δεν ξέρω ποιο είναι, αλλά είναι αυτό που σου έκανα δώρο μια πρωτοχρονιά. Πήγα στο βιβλιοπωλείο του Μαλλιαρού και του είπα θέλω το καλύτερο που έχεις για τον γιο μου. Εκεί ψώνιζες τα βιβλία σου , ήξερε καλύτερα, του είχα εμπιστοσύνη να διαλέξει!!! Για να το διαβάζεις ακόμα έγινε καλή δουλειά.
-Λοιπόν και τούτος με τον Αϊγιάννη ξηγιόταν για τα δικά του, με αυτόν είχε νταραβέρια και δεν πήγαινε πουθενά αλλού όπως έκανες εσύ σήμερα!!! Δέκα μέτρα πιο πέρα ήταν το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής! Μπορούσες να πας.
Ο παππούς σήκωσε μισό χαμόγελο και το βλέμμα του στο γιό του. Από την πίσω τσέπη του παντελονιού έβγαλε ένα κλειδιά του.
-Πάρε να ανοίξεις την εξώπορτα, να πας να πάρεις τις εφημερίδες σου. Ξέχασες τα κλειδιά σου.
-Που το ξέρεις; (Έψαχνε τις τσέπες του αλλά δεν έβρισκε τα κλειδιά του.)
-Άκουσα… δεν κλείδωσες…. Καλά τα βιβλία αλλά να φτάνοντας στα χρόνια μου να μάθεις να αφουγκράζεσαι την ζωή…… και την πατρίδα όπως έκανε ο Μακρυγιάννης!!
* Την προηγούμενη Κυριακή, ξαφνιάστηκα όταν πηγαίνοντας για τις κυριακάτικες εφημερίδες βρήκα τον πατέρα μου, μόνο του στην αυλή. Δεν πήγε εκκλησία γιατί δεν είχε λειτουργία ο Αϊγιάννης …. Ο δικός του άγιος…… και του Μακρυγιάννη….