Παραχωρείται χώρα, μαζί με τους γηγενείς, για 99 χρόνια
7 σημεία για την αποικιοκρατική, αρπακτική και νεοφιλελεύθερη φύση του νέου Υπερταμείου
Εκεί που τελειώνουν οι φαντασιώσεις και του πιο ακραία νεοφιλελεύθερου νου, ξεκινά η πραγματικότητα της μνημονιακής Ελλάδας. Mε ένα ολοκληρωτικό πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και τη μεταβίβαση του συνόλου της δημόσιας περιουσίας στο Υπερταμείο, ολοκληρώνεται και επικυρώνεται η αέναη επιτροπεία της χώρας, η υποθήκευση του πλούτου της χάριν εξασφαλίσεως των δανειστών, η απεμπόληση θεμελιωδών στοιχείων λαϊκής κυριαρχίας.
Η υποκρισία της αντιπολίτευσης που, ενώ ζητά την ιδιωτικοποίηση των πάντων και ίδρυσε το ΤΑΙΠΕΔ, εναντιώνεται στο νέο Ταμείο είναι τόσο μεγάλη, όση η προσπάθεια κυβερνητικών παραγόντων να διαστρεβλώσουν την πραγματικότητα και να παρουσιάσουν ως «κανονικότητα» αυτό που πρωτοφανώς συμβαίνει στη χώρα και αντίστοιχό του δύσκολα θα βρεθεί στην ιστορία των κρατών, τουλάχιστον σε καιρό ειρήνης.
Η ομολογία του υπ. Οικονομικών, ο οποίος, εν τη ρύμη του λόγου του, ανέφερε το προφανές -που καταγράφεται μάλιστα ρητά στο μνημόνιο και στο νόμο-, ότι δηλαδή το Υπερταμείο μπορεί και να ιδιωτικοποιεί, κατέρριψε τη ρητορική που παραπλανητικά αναπαράγεται εδώ και μήνες από το Μαξίμου ότι δήθεν το Υπερταμείο «δεν πουλά, αλλά αξιοποιεί»…
Βέβαια, ο Ε. Τσακαλώτος σε επόμενη ομιλία του κατάφερε σε μια φράση τα ψέματα να είναι περισσότερα από τις χρησιμοποιούμενες λέξεις: «Στο Υπερταμείο δεν υπάρχει επιτροπεία, δεν υπάρχει υποθήκευση της περιουσίας, οι μετοχές είναι μόνο στο ελληνικό Δημόσιο, δεν μεταβιβάζονται και δεν μπορούν να πωληθούν. Μόνο ο υπουργός Οικονομικών μπορεί να δεχθεί μια ιδιωτικοποίηση».
Χώρα χωρίς μέλλον…
Όμως, πλέον, η μορφή αξιοποίησης / ιδιωτικοποίησης ίσως να είναι το λιγότερο μπροστά στην, ούτως ή άλλως, αποικιοκρατική, αρπακτική και νεοφιλελεύθερη φύση του νέου Υπερταμείου. Τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της φύσης αφορούν:
α) Στην υπεξαίρεση του συνόλου της δημόσιας περιουσίας και την υπαγωγή της για 99 χρόνια σε ένα Ταμείο που «δεν ανήκει στο Δημόσιο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός εκάστοτε ορίζεται» (Ν 4389/2016, άρθρο 184)!
β) Στην εκχώρηση της εποπτείας και του ελέγχου της δημόσιας περιουσίας στους δανειστές. Το Εποπτικό Συμβούλιο του Υπερταμείου, το οποίο διορίζει και το Διοικητικό Συμβούλιο, αποτελείται από 5 μέλη, εκ των οποίων ο πρόεδρος και άλλο ένα μέλος επιλέγονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, ενώ τα υπόλοιπα τρία μέλη επιλέγονται από τον υπουργό Οικονομικών με τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών. Οι αποφάσεις παίρνονται με πλειοψηφία 4/5, με αποτέλεσμα οι δανειστές να έχουν δικαίωμα βέτο σε κάθε απόφαση.
γ) Στον σκοπό ίδρυσης του Υπερταμείου, το οποίο σύμφωνα με τον ιδρυτικό του Νόμο σκοπό έχει την «απομείωση των οικονομικών υποχρεώσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας» και την «ενίσχυση της ανάπτυξης στην ελληνική οικονομία» (Ν. 4389, άρ.185). Με ακόμη πιο προκλητικό τρόπο, το τρίτο μνημόνιο, που έγινε Νόμος του κράτους με την ψήφο 222 βουλευτών αναφέρει: «Πρωταρχικός στόχος του Ταμείου είναι να διαχειρίζεται ελληνικά περιουσιακά στοιχεία σημαντικής οικονομικής αξίας και να προστατεύει, να δημιουργεί και εν τέλει να μεγιστοποιεί την αξία τους, την οποία θα ρευστοποιεί με ιδιωτικοποιήσεις και άλλα μέσα». Αυτόματα, λοιπόν, η υπαγόμενη ακίνητη περιουσία και οι δημόσιες επιχειρήσεις γίνονται κομμάτι αυτού του μηχανισμού ρευστοποίησης και αφαίμαξης πόρων για την απομείωση πρωτίστως του δημοσίου χρέους.
δ) Στη λειτουργία του έξω από κάθε έννοια λογοδοσίας και δημοκρατικού (ακόμα και κοινοβουλευτικού) ελέγχου. Μάλιστα, μοναδική υποχρέωση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου είναι η αποστολή ετήσιας έκθεσης πεπραγμένων στη Βουλή και η απλή ενημέρωση για κάποιο θέμα εφόσον αυτό ζητηθεί (Ν. 4389, άρ. 202).
ε) Στην απώλεια του κοινωφελή χαρακτήρα των επιχειρήσεων και την περαιτέρω εμπορευματοποίηση των κοινών αγαθών (π.χ. νερού) με ό,τι συνέπειες θα έχει για τους πολίτες και τα παρεχόμενα αγαθά και υπηρεσίες. Όπως, συγκεκριμένα, αναφέρεται στον ιδρυτικό νόμο του Ταμείου: «Καμιά δημόσια επιχείρηση δεν θα υποχρεούται να αναλάβει δραστηριότητες τις οποίες διαφορετικά και στο σύνηθες πλαίσιο της επιχειρηματικής πρακτικής δεν θα αναλάμβανε, εκτός εάν αυτές έχουν καθοριστεί σύμφωνα με το πλαίσιο ειδικών υποχρεώσεων» για τις οποίες θα πρέπει να «υπάρχει πρόβλεψη για την κοστολόγηση και τη χρηματοδότησή τους»! [Ν. 4389, άρ. 197].
στ) Στην προώθηση της εργασιακής ζούγκλας και της απόλυτης ευλυγισίας και ανασφάλειας (που κατά τα άλλα τόσο πολεμά ο κ. Κατρούγκαλος και η κυβέρνηση) αφού σε ειδικό άρθρο με τίτλο «Θέματα προσωπικού της Εταιρίας και θυγατρικών της» αναφέρεται ότι «μπορούν να καλύπτουν τις ανάγκες τους σε προσωπικό συνάπτοντας συμβάσεις δανεισμού εργαζομένων με εταιρίες του ιδιωτικού τομέα ή εταιρίες των οποίων οι μετοχές έχουν μεταφερθεί στην Εταιρία ή θυγατρικές της», ενώ προβλέπεται ακόμα και η «μεταφορά εργαζομένων από την Εταιρία στις θυγατρικές ή από μια θυγατρική σε μια άλλη». [Ν. 4389, άρ. 203]
η) Στην περιβαλλοντική υποβάθμιση και την προσαρμογή του χωροταξικού σχεδιασμού στις κατ’ εξαίρεση ανάγκες του κάθε επενδυτή όπως προβλεπόταν για τα ακίνητα του ΤΑΙΠΕΔ. Αυτό προκύπτει από ειδικό άρθρο (Ν. 4389, άρθρο 208) με θέμα «Ζητήματα χωροταξικού και πολεοδομικού δικαίου», που αναφέρει ότι τα ακίνητα στοιχεία της εταιρίας και των θυγατρικών της θα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 10-17 του Ν. 3986/2011 (Νόμος ΤΑΙΠΕΔ).
Γίνεται φανερό ότι δεν μιλάμε μόνο για ιδιωτικοποιήσεις, ούτε μόνο για νεοφιλελευθερισμό. Δομείται ένα παράλληλο καθεστώς ελεγχόμενο από τους δανειστές που έχει αποσπάσει και διαχειρίζεται προς δικό τους όφελος τους πλέον κρίσιμους τομείς της οικονομίας (δημόσια περιουσία, στρατηγικές υποδομές, δημόσιες επιχειρήσεις, τράπεζες, ΓΓΔΕ, κ.ά.) υποβιβάζοντας τη χώρα σε ένα υβριδικό χώρο/μόρφωμα ελάχιστης κυριαρχίας και πολλαπλών εκθέσεων σε ποικίλους κινδύνους.
Κι αν το πολιτικό σύστημα έχει αποδεχτεί αυτό το πλαίσιο και διαγκωνίζεται για το ποιός θα είναι ο καλύτερος διαχειριστής της σύγχρονης υποδούλωσής μας, μένει στην ίδια την κοινωνία να βρει τους τρόπους να υπερασπίσει βασικά κυριαρχικά, δημοκρατικά και συνταγματικά της δικαιώματα, που στην τελική αφορούν τους όρους επιβίωσής της και ύπαρξης της χώρας.