Ο Γιώργος κρατώντας την σκούπα με τα δυο χέρια περνούσε για δεύτερη φορά το καθαρό πάτωμα του μαγαζιού. Κόντευε μεσημέρι και ούτε ένας πελάτης δεν είχε αφήσει έστω την σκόνη των παπουτσιών. Μετά τον ανεμοστρόβιλο των μέτρων τραπεζικών ελέγχου το μικρό ουζερί μπήκε στην δίνη της οριακής επιβίωσης, του αργού θανάτου. Καθώς σκούπιζε το καθαρό πάτωμα πήρε την απόφαση να μιλήσει στο αφεντικό του.
– Κυρ Θανάση, νομίζω ότι πρέπει να σταματήσω για λίγο. Ούτε το μεροκάματο μου δεν βγάζει το μαγαζί. Αν έρθουν μια δυο παρέες τα καταφέρνεις και μόνος σου.
Το αφεντικό καθόταν βουβό σε μια καρέκλα με τα μάτια στο πάτωμα, μέσα στα «νερά» του παλιού μωσαϊκού έψαχνε το βλέμμα του τον χάρτη με την λύση του «κρυμμένου θησαυρού». Δεν είπε κουβέντα, δεν σήκωσε τα μάτια, παρέλαβε από τα χέρια του Γιώργου την σκούπα, φαντάρος που αλλάζει νούμερο σε ερημική σκοπιά.
Ο Γιώργης άνεργος αλλά ανακουφισμένος με την απόφαση του ανέβηκε στο μπλε ποδήλατο και χάθηκε για την πόλη. Πεταλιά την πεταλιά ένοιωθε όλο και πιο σίγουρος για την απόφαση που πήρε, έκανε το σωστό. Μια κόκκινη σημαία, τον προειδοποιεί για κάποιο έργο που γίνεται στο δρόμο, φρενάρει και περνά προσεκτικά.
Εργάτες του δήμου με κινήσεις ακριβείας κόβουν τα γέρικα κλαδιά ενός δέντρου στην άκρη του δρόμου. Ένας γερανός έχει περάσει μια συρματόσκοινη θηλιά στο καταδικασμένο γέρικο πλατάνι. Εκείνο προδομένο και από τις τελευταίες υγρές του ρίζες αφήνεται στο επιθανάτιο ξερίζωμα του. Καθώς ο Γιώργης βλέπει το ξεριζωμένο δέντρο να αφήνει μετέωρες στον αέρα τις τελευταίες του υγρές λασπένιες ανάσες, ένα χαμόγελο ζωγραφίζεται στο πρόσωπο του. Τα χαρούμενα χείλη του δυο παράλληλες κόκκινες γραμμές , ένα ίσον που δίνει απάντηση στο άλυτο πρόβλημα της ανεργίας του. Με τον αέρα ποδηλάτη νικητή στον τελευταίο γύρο της κούρσας έφτασε στο ουζερί που δούλευε ο ξάδελφος του ο Γιάννης. Εκείνο το μαγαζί σε κεντρικό σημείο επιβίωνε μέχρι τώρα χωρίς απώλειες.
– Γιώργη πως έτσι νωρίς σήμερα ;
– Αυτοαπολύθηκα, ούτε σκόνη δεν μπαίνει μέσα στο μαγαζί τώρα πια.
– Καλά, αλλά πώς να στο πω δεν φαίνεσαι και ιδιαίτερα δυσαρεστημένος.
– Έτσι έπρεπε να γίνει και μάλλον σε καλό μου βγήκε γιατί στο δρόμο βρήκα την λύση.
– Και από πότε οι δρόμοι μοιράζουν λύσεις ( φώναξε ο θείος τους ο Πέτρος καθώς μπήκε στο μαγαζί, παλιός σταθερός πελάτης).
– Καλώς το θείο ( φώναξαν και οι δυο μαζί).
– Είδα στο δρόμο να ξεριζώνουν ένα δέντρο και σκέφτηκα έρχεται χειμώνας, να ασχοληθώ με το εμπόριο ξύλου για τζάκια. Για αυτό ήρθα σε εσένα Γιάννη, να σε ρωτήσω αν μου επιτρέπεις εκεί που δεν έχεις καλλιεργήσιμο χωράφι να κόψω ξύλα και να τα πουλάω σε γνωστούς.
– Ξαδελφάκι από εμένα κανένα πρόβλημα, καλό θα μου κάνεις θα μου καθαρίσεις και το χωράφι και όταν τελειώσεις θα βάλω και ελιές σε εκείνη την πλαγιά.
Τα δυο ξαδέλφια έσμιξαν με μπέσα και εμπιστοσύνη τα χέρια τους. Τον θείο τους τον έπιασε ένας παρατεταμένος ξερόβηχας σαν κάτι να του κάθισε στο λαιμό αλλά ακόμα δεν είχε δαγκώσει ούτε ένα μεζεδάκι από το καθιερωμένο ούζο που είχε σερβίρει ο μαγαζάτορας. Τα μάτια του κατακόκκινα, μάτια νυχτερίδας ζαλισμένη από ολόξαφνο φως της αγάπης των δυο νέων Τα ξαδέλφια τρόμαξαν όταν τον είδαν σε αυτή την κατάσταση.
Δεν τρόμαξαν για την υγεία του αλλά για τις μνήμες που έφερε αυτή η εικόνα. Μεγάλους καυγάδες είχε κάνει ο θείος τους με τους πατεράδες τους για να μοιράσουν τα χωράφια και πάντα στο τέλος της κουβέντας αυτό το προσωπείο της πνιγμένη νυχτερίδας. Τότε του βγήκε και το παρατσούκλι «ο νυχτερίδας». Φήμες λέγανε ότι από την κακία του κυκλοφορούσε νύχτα σαν αρπακτικό, τα μάτια του και τα αυτιά του καρφιά στην Θηροφυλακή και στο Δασαρχείο για όποιον τολμούσε να παραβεί τα όρια. Τα τελευταία χρόνια μετά τον θάνατο της γυναίκας του είχε ημερέψει, κάπως είχε φιλιώσει με τα αδέλφια του.
– Και πότε λες να ξεκινήσεις ανιψιέ ; (Ρώτησε μέσα από μια πνιχτή φωνή και ένα θολό κόκκινο βλέμμα.)
– Αύριο λέω θείε, να κάνω το πρώτο φόρτωμα.
– Άντε γεια ( ήπιε μονορούφι το ούζο του, πέταξε μερικά κέρματα στο τραπέζι και κρατώντας δυο μεζέδια στο χέρι το αρπαχτικό, ο «νυχτερίδας» έφυγε χωρίς να πει άλλη κουβέντα).
– Ο λύκος και αν εγέρασε και πάλι λύκος είναι και κάθε σπίτι έχει τον λύκο του ( είπε ο Γιώργος, μια παλιά αγαπημένη παροιμία του παππού τους).
Την άλλη μέρα ο Γιώργης σηκώθηκε πρωί- πρωί να φύγει για το χωράφι του ξάδελφου. Στο μπάνιο αγαπημένη ηχητική συντροφιά το ραδιοφωνάκι του:
– Και σήμερα 8 Σεπτεμβρίου η εκκλησία μας τιμά το «Γενέθλιον της Θεοτόκου».
Είχε περάσει το μισό μπατζάκι της εργατικής φόρμας όταν άκουγε την φωνή του εκφωνητή. Σταμάτησε να ντύνεται, πήγε στην ντουλάπα και πήρε το καλό του το κουστούμι. Μπαίνοντας στην κουζίνα μάλλον προκάλεσε μια απότομη εγκεφαλική έκπληξη στην μάνα του.
– Με το κουστούμι θα πας για ξύλα;
– Όχι θα πάω εκκλησία σήμερα, τα γενέθλια της Παναγίας είναι, το τάμα μου.
Ο Γιώργης δεν ήταν τακτικός στην εκκλησία , αλλά πριν από χρόνια είχε ένα επώδυνο τροχαίο. Το μόνο που θυμάται είναι μια γυναικεία σκιά να τον τραβά, ήταν 8 του Σεπτέμβρη από τότε εκείνη την ημέρα την αφιερώνει στο θαύμα του, στην Παναγία.
Την ημέρα του τροχαίου η μάνα του πέρασε δύσκολα αλλά τα κατάφερε. Σήμερα την περίμεναν πιο δύσκολα και ακατάληπτα γεγονότα. Δεν θα είχε περάσει μισή ώρα που έφυγε ο Γιώργης όταν ένα μπλε περιστρεφόμενο γαλαζωπό φως μπήκε θυμωμένο από το τζαμιλίκι της κουζίνας. Έντονα χτυπήματα στην πόρτα, δυο ένστολοι του Δασαρχείου. Η κυρά Τασία όπου έβλεπε ένστολο και πηλίκιο όλους αστυνόμους τους φώναζε και τρόμαζε. Είχε περάσει πολλά τρεχάματα με τα πολιτικά του άντρα της και τις εξουσίες.
– Που είναι ο γιός σου; ( Ρώτησε με έντονο ύφος ο ένας.)
– Δεν ξέρω. ( Απάντησε με τα αντανακλαστικά της μάνας που έπρεπε να προστατέψει.)
– Που είναι το αγροτικό αυτοκίνητο και το αλυσοπρίονο.
– Στην αποθήκη νομίζω και τα δύο.
– Πάμε να δούμε.
Στην μεγάλη αποθήκη βρήκαν το αυτοκίνητο. Ο επικεφαλής έβαλε πάνω στο καπό το χέρι του, το κρύο μέταλλο πιστοποιούσε την ακινησία του οχήματος, επίσης ψυχρό και προφανώς χωρίς χρήση ήταν και το αλυσοπρίονο.
– Τα ξύλα που τα έχει κρύψει. ( Ρώτησε αιφνιδιαστικά ο εξουσίας.)
– Ποια ξύλα κυρ αστυνόμε μου; ( Όσες φορές τον αποκάλεσε αστυνόμο δεν το αρνήθηκε μάλλον τον κολάκευε το τίτλος. Δεν φταίει αυτός η φαντασία του τα φταίει!)
– Αυτά που θα έκοβε παράνομα σήμερα το πρωί στο χωράφι του ξάδελφου του.
Η κυρά Τασία τώρα κατάλαβε, η παλιά γνωστή ιστορία , το μάτι και το αυτί του φθόνου, έβλεπε άκουγε πριν κάνεις κάτι και σε κατάγγελλε. Τώρα που κατάλαβε ένοιωσε την μάνα τίγρη να ξυπνά μέσα της. Σήκωσε τα νύχια και το ανάστημα της απέναντι στις εξουσίες.
– Ο γιος μου δεν έχει κάνει τίποτα , να τα μαζέψεις και να φύγεις τώρα από το σπίτι μου κυρ δασικέ. ( Του έκοψε τα γαλόνια και εκείνος έχασε την ισορροπία του κατέβασε το βλέμμα μπήκε στο υπηρεσιακό όχημα και βγήκε έξω.)
Ο Γιώργος μασούλαγε ακόμα το αντίδωρο στην Παναγία του Βράχου, μόλις είχε ενεργοποιήσει το κινητό του και έλαβε την πρώτη κλήση από τον ξάδελφο του, και δέκα αναπάντητες από τον ίδιο.
– Έλα γρήγορα στο Δασαρχείο.
Η αγωνία έβαλε φωτιά στα πόδια και το ποδήλατο πύραυλος ήταν σε πέντε λεπτά στην αυλή του Δασαρχείου.
– Λοιπόν για να επαναλάβουμε, Γιάννη επέτρεψες στον ξάδελφο σου να πάει να κάψει ξύλα;
– Σας είπα άνεργο παιδί είναι, αν έκοβε και τα άχρηστα καλό θα μου έκανε.
– Γιώργη έκοψες ξύλα;
– Θα έκοβα κύριε αλλά δεν πρόλαβα. Πήγα εκκλησία είναι το τάμα μου σήμερα .
– Εμείς είχαμε πληροφορίες, τηλεφωνική καταγγελία ότι σήμερα θα έκανε παράνομη υλοτομία. ( Τα δυο ξαδέλφια κοιτάχτηκαν με νόημα, ο Γιάννης έπλεξε τα χέρια με τους αντίχειρες και έδειξε συνωμοτικά το πέταγμα της νυχτερίδας στον Γιώργη, εκείνος κατάλαβε.) Πήγαμε στο χωράφι και μετά διεξήγαμε έρευνα και στην οικία και στις αποθήκες και στον τεχνολογικό του εξοπλισμό ( είπε ο δασικός κατά φαντασία αστυνόμος).
– Μάλιστα, από ότι φαίνεται έχουμε κάποιον ρουφιάνο που κάτι άκουσε κάτι νόμισε και έβαλε την υπηρεσία σε τρεχάματα.
– Εμείς να πηγαίνουμε κύριε Δασάρχη; (Ρώτησε ο Γιώργος, σηκώθηκαν όρθια και τα δύο ξαδέλφια.)
– Όχι να καθίστε κάτω, τώρα! ( Τα παιδιά πάγωσαν, ο δασικός «αστυνόμος» άφησε ένα σαδιστικό χαμόγελο πάνω στο πρόσωπο του), να βγάλετε μια άδεια να κάνετε νόμιμα την δουλειά σας να μην έχετε μπελάδες με τον κάθε ρουφιάνο. Το φθονόμετρο σπάει τα κοντέρ στην Ελλάδα. Ετοίμασε τα χαρτιά ( είπε στον υφιστάμενο του ο οποίος έχασε για σήμερα οριστικά το χαμόγελο του).
* Ας πούμε ότι η ιστορία είναι φανταστική …………………..