Τα οχυρά δεν παραδίδονται αλλά καταλαμβάνονται
Την Πέμπτη 27 Οκτωβρίου πραγματοποιήθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία στη Λέσχη Αξιωματικών Φρουράς Κορίνθου η διάλεξη του Ομότιμου Καθηγητή Ε.Μ.Π. και Ακαδημαϊκού κ. Θεοδόση Τάσιου.
Το θέμα επίκαιρο και άκρως ενδιαφέρον ήταν «η Συμβολή του Μηχανικού στην οχύρωση της Παραμεθόριας Ζώνης 1935-1940».
Ο κ. καθηγητής ήταν καλεσμένος της Σχολής Μηχανικού Λουτρακίου, του Ταξιάρχου κου. Μηνά Παπαδάκη, τον οποίο ευχαριστούμε και συγχαίρουμε.
Ο κ. καθηγητής είναι συνδεδεμένος με το όπλο του Μηχανικού. Έχει υπηρετήσει σ’ αυτό, έχει συνεργασθεί ως μελετητής και τεχνικός σύμβουλος σε πολλά έργα του Μηχανικού και έχει ασχοληθεί ποικιλοτρόπως με τα οχυρά Ρούπελ.
Έτσι στην παρουσίαση του θέματος ο ομιλητής με τρόπο χειμαρρώδη, γλαφυρό και ουσιαστικό παρουσίασε όχι μόνο τα οχυρά αλλά και αναφορές καθηγητών, μηχανικών, αξιωματικών που είχαν εργασθεί στις οχυρώσεις και τους οποίους είχε συναντήσει. Ακόμα η παρουσίαση συνδέθηκε και επεκτάθηκε σε κρίσεις και απόψεις επί οικονομικών και κοινωνικών θεμάτων, συγχρόνων και παλαιοτέρων. Παρουσιάσθηκε το συνολικό έργο ως «Δαίδαλμα» και προϊόν της Πίστης- Πίστωσης των Ελλήνων, των δυνατοτήτων του Ελληνικού Στρατού, του υψηλού επιπέδου μόρφωσης των αξιωματικών.
Ακόμα προβλήθηκε ο ουσιαστικός και καθαρός τρόπος υλοποίησης των έργων μέσω της αντίστοιχης νομοθεσίας, της σωστής επίβλεψης, της κατοχύρωσης εργατικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, της ταχείας και σωστής κατασκευής βάσει ολοκληρωμένων μελετών.
Η ευρύτερη περιοχή των οχυρών «ΡΟΥΠΕΛ» βρίσκεται στο σημερινό «Καλλικρατικό» Δήμο Σιντίνης, στην Περιφερειακή Ενότητα Σερρών της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας.
Τα οχυρά Ρούπελ απέχουν από το Σιδηρόκαστρο 17 χλμ. περίπου και δύο χιλιόμετρα από τα Ελληνικά σύνορα προς την Βουλγαρία.
Στο Ρούπελ, με την αρχαία ονομασία Ρουπέλιο, έγιναν σημαντικές μάχες όπως το 1256 μ.Χ., ο Θεόδωρος Β’ Λάσκαρης νίκησε τον βουλγαρικής καταγωγής Στρατηγό Δραγωτά. Η στενωπός του Ρούπελ διασχίζεται από τον ποταμό Στρυμόνα και είναι σημαντική διάβαση για την επικοινωνία με την Βουλγαρία.
Κατά το Α’ Παγκόσμιο πόλεμο η τοποθεσία ήταν οχυρωμένη με μικρά οχυρωματικά έργα.
Για την περιοχή αυτή ελήφθη απόφαση από την κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά κατόπιν εισήγησης του ΓΕΣ για την κατασκευή οχυρωματικών έργων που θα κάλυπταν όλη τη μεθόριο με τη Βουλγαρία. Προς τούτο ορίστηκε 6μελής επιτροπή υπό τον Σχη (ΜΧ) Ιωάννη Στρίμπερ, ως προέδρου και μέλη Αξιωματικούς του ΜΧ. & ΠΖ.
Ο στόχος της επιτροπής ήταν να μελετήσει την προσφορότερη μορφή οχύρωσης με μεμονωμένα και συνολικά έργα και να εκτιμήσει αυτά οικονομικά και τεχνικά.
Ο σχεδιασμός υπήρξε άριστος, καλύφθηκαν οι ανάγκες σε μεγάλο μέτωπο, με μορφή ολοκληρωμένης οχύρωσης που δεν ήταν άκαμπτη αλλά προσαρμοζόταν στις τοπικές συνθήκες. Στη συνέχεια η Διοίκηση Φρουρίου Θεσσαλονίκης, με βάση τις γενικές κατευθύνσεις, ασχολήθηκε με μεμονωμένες μελέτες για τα επιμέρους έργα, με κατασκευαστικές λεπτομέρειες και τα αντίστοιχα υλικά.
Οι μελέτες αυτές στηρίχθηκαν σε προδιαγραφές που περιλαμβάνονταν στο Γαλλικό κανονισμό οργάνωσης εδάφους μαζί με άλλα συγγράμματα οχυρωματικής.
Ελήφθησαν υπ’ όψιν ακόμα υποδείξεις των μελών της Επιτροπής που είχαν επισκεφθεί το 1938 τη γραμμή Μαζινό στη Γαλλία και είχαν επιστρέψει.
Εφαρμόστηκαν από τους κατασκευαστές και μελετητές πολλές καινοτομίες ως προς το είδος του τσιμέντου, τα πρόσμικτα και τις αντοχές. Να σημειωθεί ότι αυτό ήταν καθ’ ολοκληρία παραγωγή της Ελληνικής τσιμεντοβιομηχανίας «ΤΙΤΑΝ». Οι προδιαγραφές προέκυψαν από τη μελέτη και τις δοκιμές στα εργαστήρια του Ε.Μ.Π., σε συνεργασία με τους αείμνηστους καθηγητές κ. Παρασκευόπουλο, κ. Μουτσόπουλο και άλλους. Έτσι προέκυψε τσιμέντο υψηλότατης αντοχής που βρήκε εφαρμογή για πρώτη φορά στην Ελλάδα είτε μόνο του, είτε με πρόσμειξη με θηραϊκή γη.
Τα σκύρα ήταν μεγάλων διαστάσεων, από επιλεγμένα υγιή και ανθεκτικά πετρώματα. Χρησιμοποιήθηκε άμμος από τη θραύση επιλεγμένων αδρανών καθώς και ποταμίσια.
Η περιεκτικότητα σε τσιμέντο κυμάνθηκε μεταξύ 500-600 Kg/m3.
Για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε κατακόρυφος αναδευτήρας – δονητής. Ο οπλισμός οριζόντιος και κατακόρυφος ήταν πυκνός σε διάφορα επίπεδα με σωστή κατανομή σε μικρές μεταξύ τους αποστάσεις, καλύπτοντας πλήρως και τις ευπαθείς περιοχές και τις επιφάνειες συναρμογής.
Η χρήση μικρών τεμαχίων σιδηρού οπλισμού, ελασμάτων και τμημάτων ακιδωτού σύρματος ήταν μία απαρχή χρήσης ινοσκυροδέματος.
Η δε επένδυση των τοιχωμάτων των οχυρών με λαμαρίνα απέτρεπε την αποφλοίωση του τσιμέντου κατά τους βομβαρδισμούς και τον τραυματισμό των αμυνομένων.
Η χρήση κατακόρυφου οπλισμού αντιμετώπιζε προβλήματα παραλαβής εφελκυσμού λόγω των ανακλωμένων κυμάτων κατά την κρούση των οβίδων στο τσιμέντο. Όλα αυτά απετέλεσαν Παγκόσμια πρωτοτυπία εφαρμοσμένη από Έλληνες Μηχανικούς – Αξιωματικούς του Μηχανικού σε συνεργασία με το Ε.Μ.Π.
Κάθε οχυρό αποτελούνταν από ένα ή περισσότερα στεγανά συγκροτήματα και όλα μαζί αποτελούσαν ένα περίκλειστο έργο που προσέφερε δυνατότητες άμυνας από όλες τις κατευθύνσεις.
Οι υπόγειες εγκαταστάσεις, μέχρι βάθους 60 μ. περιελάμβαναν θαλάμους ανδρών με διπλά κρεβάτια, αποθήκες τροφίμων και πυρομαχικών, σταθμούς επιδέσεως, τουαλέτες, μαγειρεία, διαδρόμους και άλλους χώρους.
Συγχρόνως διέθεταν πλήρες δίκτυο, υγειονομικών και υδραυλικών εγκαταστάσεων αερισμού φωτισμού.
Σε συνδυασμό με άλλα οχυρωματικά εξωτερικά έργα εξασφάλιζαν πλήρη κάλυψη ενεργητικής και παθητικής αντιαρματικής άμυνας.
Τα οχυρωματικά έργα που ονομάσθηκαν «Γραμμή Μεταξά» κάλυπταν μήκος 165 χιλ. από τη δυτική πλευρά του όρους Κερκίνη μέχρι τη Νυμφαία Κομοτηνής. Αποτελούνται από 21 αυτόνομα περίκλειστα οχυρά που κάλυπταν τα σύνορα.
Τα έργα άρχισαν την Άνοιξη του 1936.
Για την κατασκευή των έργων απαιτήθηκαν 2.900.000 ημερομίσθια από ιδιωτικό εργατοτεχνικό προσωπικό, με ημερομίσθιο από 80-128 δρχ.
Εργάσθηκαν συνολικά περισσότεροι από 15.000 εργαζόμενοι κατά τα χρόνια της κατασκευής του έργου (1936-1940).
Τα οχυρά του Ρούπελ δοκιμάστηκαν, άντεξαν και έμειναν αλώβητα κατά τη μεγάλη επίθεση των Γερμανών στις 6 Απριλίου 1941. Για δεύτερη φορά ο ελληνικός λαός πολέμησε υπέρ της πατρίδος κατά των Γερμανών μετά τη διατύπωση του δεύτερου ΟΧΙ από τον Πρωθυπουργό της χώρας Αλέξανδρο Κορυζή.
Το πρώτο είχε διατυπωθεί από τον ήδη αποθανόντα Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, τον Οκτώβριο του 1940 που οδήγησε την πατρίδα στο ένδοξο Αλβανικό Έπος.
Έτσι στις 6 Απριλίου το 1941 οι σιδερόφρακτες γερμανικές μονάδες ξεχύθηκαν με οργανωμένο τρόπο (Blitzkrieg) να περάσουν μέσα από το στενό του Στρυμόνα πάνω από το οχυρό Ρούπελ. Προέβλεπαν κατάληψη των οχυρών και παραβίαση των στενών κατά την πρώτη ημέρα της επίθεσης. Απέτυχαν όμως συνεχώς και παταγωδώς παρά τις πολλές και λυσσαλέες επιθέσεις μέχρι την 10η Απριλίου του 1941. Τελικά παραδόθηκε το Ρούπελ και δεν κατακτήθηκε ποτέ μετά από την παράδοση του Ελληνικού στρατού στους Γερμανούς στις 10 Απρίλιου του 1941 που επήλθε από την κατάληψη της Θεσσαλονίκης.
Η αναφορά του Γερμανού Υπολοχαγού Wolfgang Kapp που πολέμησε στη μάχη του Ρούπελ στο βιβλίο του «Μπροστά στη Γραμμή Μεταξά» είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική όπως και το ρεπορτάζ του «Völkischer Beobachter» της 24 Μαΐου του 1941 που περιγράφει τα οχυρά, «ως ένα αμυντικό ταμπούρι που έχουν κατασκευασθεί σύμφωνα με την τελευταία και πολύ μοντέρνα στρατιωτική τέχνη. Οι δε έλληνες να πολεμούν σκληρότερα και ανθεκτικότερα από ότι περιμέναμε».
Η οχύρωση υπήρξε αποκλειστικά ελληνικό έργο από κάθε πλευρά μελέτης και κατασκευής. Οι κατασκευές, η οργάνωση εργοταξίων υπήρξαν έργο ελλήνων αξιωματικών σε συνεργασία με ελληνικές τεχνικές εταιρίες. Δεν συμμετείχε κανένας ξένος αξιωματικός ή ξένος τεχνικός σύμβουλος.
Σύμβουλος υπήρξε το Ε.Μ.Π. που προσέφερε πρόθυμα και ανιδιοτελώς συμβουλές, υποδείξεις και αποτελέσματα δοκιμών στην Επιθεώρηση Μηχανικού και στη Διοίκηση Φρουρίου Θεσσαλονίκης.
Η επίβλεψη των έργων γινόταν από 8μελή επιτροπή υπό τον Υποστράτηγο (ΜΧ) Ζωιόπουλο Χρίστο.
Το έργο στοίχισε σε τιμές εποχής περίπου 1,2 δισεκατομμύρια δρχ.
Η φροντίδα και η προστασία των εργαζομένων ήταν πάρα πολύ προχωρημένη. Εάν η τεχνική εταιρεία δεν κατέβαλε πάνω από δύο (2) ημερομίσθια, τότε αυτά καταβάλλονταν από τον στρατό και κρατούνταν από τον λογαριασμό της εταιρείας!!!
Η νεώτερη Ελλάδα μπορεί να διδαχθεί πάρα πολλά από αυτό το τιτάνιο και αποτελεσματικό έργο, πρότυπο μελέτης, κατασκευής, επίβλεψης και οργάνωσης.
Κατασκευάσθηκε σε εποχή φτώχειας οργανωμένα και νοικοκυρεμένα με ελληνικά χρήματα, με σεβασμό σε αυτά, με Έλληνες εργαζομένους, με Έλληνες επιστήμονες, με Έλληνες μηχανικούς, με Έλληνες αξιωματικούς, με Έλληνες εργολάβους χωρίς να είναι ουσιαστικό κριτήριο το οικονομικό κέρδος.
Όλοι τους είχαν πίστη στα ιδανικά τους, στην αποστολή τους, στις δυνατότητες τους, στην πατρίδα τους.
Σε όλη τη «Γραμμή Μεταξά» έχει γραφτεί η νεώτερη ιστορία δόξας και θυσιών των ηρώων, των μαρτύρων και των μαχητών της πατρίδος. Εκεί έχει αποτυπωθεί η ιστορία όλων των ελλήνων πατριωτών, οι οποίοι ομονοούντες και εμπνεόμενοι από τα ιδανικά της φυλής μεγαλουργούν.
Τα έργα τους παραμένουν ζωντανά στη ζωή της χώρας και τα μηνύματα που εκπέμπουν είναι πάντοτε επίκαιρα και διαχρονικά.
* Ο Δρ. Απόστολος Ε. Παπαφωτίου είναι Εντεταλμένος Σύμβουλος Πελοποννήσου, Πολιτικός Μηχανικός Ε.Μ.Π.