Το Αίγιο και η περιοχή της Αιγιάλειας, από τη πρώτη περίοδο που συγκροτήθηκε το ελεύθερο ελληνικό έθνος, είχαν την πρωτοπορία σε επιδρομές ληστών και απαγωγές τοπικών προσωπικοτήτων για να αποσπάσουν λύτρα… Έτσι από το 1836 έχουμε την επιδρομή των Χοντρογιανναίων εναντίον του άρχοντα-μεγαλέμπορα Λέοντα Μεσσηνέζη. Θα ακολουθήσουν κι άλλες ληστείες, ζωοκλοπές κι απαγωγές μέσα στα δύσκολα κι αβέβαια χρόνια του 19ου αιώνα.
Η ασφάλεια της πόλεως και της υπαίθρου, κυρίως τις δεκαετίες 1860, 1870 και 1880 δεν ήταν καθόλου ευχάριστη. Τα βράδια μόλις άρχιζε να νυχτώνει, οι κάτοικοι του Αιγίου και των γύρω χωριών αποσύρονταν στα σπίτια τους, κλειδαμπάρωναν και η πολιτεία όλη τη νύχτα βρισκότανε στα χέρια των ζωοκλεπτών και των ληστών.
Στη Φτέρη είχε τη μόνιμη έδρα του, στα χρόνια εκείνα, ο διάσημος ζωοκλέφτης – ληστής, Χρόνης και οι ληστές Μπαστογιανναίοι. Την ίδια εποχή και η Αράχωβα, λόγω της αναπτυγμένης κτηνοτροφίας της, είχε τα… σκήπτρα σε ζωοκλοπές και ληστείες.
Η εφημερίδα του Αιγίου «Φιλόδημος» μεταξύ άλλων γράφει: «Τα περισσότερα εγκλήματα από ληστές γίνονται εις το Αίγιον. Εκτός από τας ληστείας και τας απαγωγάς με σκοπόν την απόσπασιν λύτρων, έχομεν είς έξαρσιν και τας ζωοκλοπάς. Και μόνον κατά το τελευταίον χρονικό διάστημα οι ζωοκλέπται εξετέλεσαν το…καθήκον των, το κατά δύναμιν, κλέψαντες επτά (7) αίγας και τρεις ίππους…»
Μεγάλες μορφές ληστών, που έδρασαν στην περιοχή της Αιγιάλειας και σκόρπιζαν το φόβο και τον τρόμο, ήσαν αρχικά οι Χονδρογιανναίοι με την απόπειρα απαγωγής του Μεσσηνέζη, οι ληστρικές συμμορίες των Λύγκου, Γιαγκούλα και Λαζάνη και στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα έχουμε τον περίφημο λήσταρχο Πανόπουλο, που απήγαγε τον πρωτότοκο γιο του πλούσιου σταφιδέμπορα Ξενοφώντα Σταυρουλόπουλου το νεαρό Σπύρο, ζήτησε και πήρε λύτρα 5.000 χρυσά εικοσόφραγκα!
Αλλά ας πάρουμε με τη σειρά τις μεγάλες ληστείες που έγιναν στο Αίγιο και συγκλόνισαν, όχι μόνο την αναπτυγμένη και εξελιγμένη τοπική κοινωνία, αλλά κι ολόκληρο το πανελλήνιο:
Η ΛΗΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΧΟΝΔΡΟΓΙΑΝΝΑΙΩΝ
Λήσταρχοι ήσαν ολόκληρη η οικογένεια των Καλαβρυτινών Χονδρογιανναίων. Η επίθεσή τους στο νεόχτιστο τότε πολυτελές σπίτι του άρχοντα Λέοντα Μεσσηνέζη, γαμπρού του Ανδρ. Λόντου, έγινε τη νύχτα της 15ης προς 16η Ιανουαρίου 1836. Η επιδρομή έγινε με σκοπό να ληστέψουν ή να απαγάγουν τον άρχοντα του Αιγίου και τον Πρώσσο Πρίγκιπα Πύκλερ Μουσκάου που εκείνες τις μέρες τον φιλοξενούσε ο Μεσσηνέζης. Ευτυχώς, ο Μουσκάου λίγες ώρες πριν τη ληστεία είχε αποχωρήσει για την Πάτρα.
Η ληστεία είχε συνταράξει το πανελλήνιο και προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον στους ξένους καθώς τη μνημονεύουν πολλοί περιηγητές της εποχής. Για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η ληστεία και για το πώς εξελίχθη υπάρχουν τρεις διαφορετικές εκδοχές και αφηγήσεις.
Η μια είναι η αφήγηση του στρατηγού Δημ. Μελετόπουλου, πρωτεργάτη της ελληνικής επανάστασης που ήταν γείτονας του Μεσσηνέζη, που τη διασώζει ο ιστορικός Γούδας, ως εξής: «…Εξήλθεν γυμνός ο Μελετόπουλος και τα όπλα μόνον έχων ανά χείρας , ετέθη επικεφαλής του συναχθέντος πλήθους, συντελέσας σπουδαίως εις την εξόντωσιν και σύλληψιν των ληστών…»
Η δεύτερη εκδοχή τεκμηριώνεται από την εξιστόρηση του γεγονότος από τον έτερον γείτονα του Μεσσηνέζη, Αλέξανδρο Δεσποτόπουλο, που μεταξύ άλλων αφηγείται: «…Οι λησταί επάτησαν τον πλούσιον οίκον του μεγαλεμπόρου, πληγώσαντες τρία των μελών της οικογένειας , Σωτήριον υίον, Μάκρον ανιψιόν και Υάκινθον μουσικοδιδάσκαλον, δια πιστολίου και γιαταγανίων φονεύσαντες δύο εκ των πολιορκητών Αιγιέων , τον σημαιοφόρον του στρατηγού Λόντου Νικ. Λούρμπα και τον Σπύρο Καρνέλη. Ως πλησίον γείτων πρώτος έδραμον εις το παρακείμενον δημαρχείον (σημερινό Γ’ Δημοτικό Σχολείο) και άρχισε συνεχή πυροβολισμόν, προκαλέσαντα τους πολίτας εις πολιορκίαν, οπότε ο γενναίος πολίτης Νικόλαος Παναγιωτόπουλος, έκαμε έφοδον δια κλιμάκων, με τους ακολουθήσαντας αυτόν και εζώγρησε τους ληστάς…»
Η Τρίτη και λεπτομερέστερη αλλά κι ακριβέστερη εκδοχή διατυπώνεται σε μακροσκελή επιστολή που στέλνει ο Λέων Μεσσηνέζης, δύο μήνες μετά τη ληστεία (15 Μαρτίου 1836) στον εμπορικό του αντιπρόσωπο στην Τεργέστη, Δ. Βλισμά.
Μεταξύ άλλων του γράφει: «Συμβάντα τραγικότατα με εμπόδισαν από του ν’ αποκριθώ εις τα φιλικά σας. Την 15ην Ιανουαρίου, προς την μιαν ήμισυ ώραν της νυχτός, οι περίφημοι κατά την ληστείαν Χονδρογιανναίοι, οκτώ τον αριθμόν, ενώ καθήμην εις το γραφείον μου με όλην την φαμίλιαν, εισήλθον οι λησταί εις την οικίαν μου δια της θύρας, και κλείσαντες ημείς την θύραν του γραφείου μας, επολέμουν από τα παράθυρα με τα τουφέκια. Μετά ημίσειαν ώραν εισήλθον εις το γραφείον μου, αφού δια των τζικουρίων εχάλασαν τη θύρα αυτού, ελάβωσαν βαρέως τον υιόν μου Σωτήριον, τον μουσικοδιδάσκαλον και τον ανεψιόν μου, την δε θυγατέρα μου Ζωήν (μετέπειτα σύζυγον του Κοντογούρη, Δημάρχου Πατρών) όχι τόσον, άπαντας όμως έξω κινδύνου θανάτου, οι δε πληγές των θέλει διαρκέσουν υπέρ του μήνα ακόμη. Μοι επήραν υπέρ τας τέσσαρας χιλιάδας τάλληρα, εν τω μεταξύ δε τούτω συνήλθον οι πολίτες, και πρώτος ο Νικολής Παναγιωτόπουλος επιτηδείως από εν παράθυρον του κάτω παρτιμέντου. Ενώ ο αρχιληστής Σωτήριος Χονδρογιάννης ανέβαινε τη σκάλα του σπητίου μετά της συζύγου μου, δια να πάρει την προίκα της θυγατρός μου, ο Νικολής Παναγιωτόπουλος τον ελάβωσε θανατηφόρα. Ακολούθως, λαβωθέντες άλλοι δύο, έφθασαν εις τελείαν απελπισίαν. Και, ούτω, ευρών εγώ ευκαιρίαν, δια του δωματίου με τριχιάν εξήλθον της οικίας αβλαβής, παρέστησον προς τους πολίτας την κατάστασιν των ληστών και τους οδήγησα να κάμουν έφοδον δια της ιδίας οδού, δια των σκάλων. Και ούτος πάλιν πρώτος ο Νικολής Παναγιωτόπουλος και οι άλλοι πολλοί ανέβησαν και, ύστερον από πολύν πόλεμον, εκυρίευσαν όλην την οικίαν μου και συνέλαβον όλους τους ληστάς…»
Η ΔΡΑΣΗ ΑΛΛΩΝ ΛΗΣΤΩΝ
Μετά την εξόντωση των Χονδρογιανναίων, στην περιοχή μας συνέχισαν να δρουν και να σκορπούν φόβο και τρόμο οι λήσταρχοι Λύγκος και Λαφαζάνης που σχεδίαζαν τη σύλληψη και απαγωγή των πλούσιων Αιγιωτών Αγγελάκη Μιχαλόπουλου και Σταύρου Θεοχάρη. Η τοπική εφημερίδα «Φιλόδημος» στις 17 Ιουνίου 1867 γράφει: «…Διετάχθη η σύλλιψης του οδηγούντος τους ληστάς και τροφοδοτήσαντες αυτούς επί πολλάς ημέρας, έξωθι του Αιγίου, καθ’ ότι οι λησταί διανυκτέρευσαν εις γνωστήν οικίαν εντός της πόλεως…»
Το 1876 έγινε ληστεία σε βάρος του Αιγιώτη εμπόρου Στέλιου Θωμόπουλου που μετέβαινε στη Πάτρα. Η ληστεία έγινε στη θέση «Βαθύ» όπου ελήστευσαν και τραυμάτισαν τον Θωμόπουλο. Οι ληστές έφυγαν ανενόχλητοι κι εκρύφτησαν στους πάνω από το δρόμο απόκρημνους βράχους.
Το Δεκέμβρη του 1866 έχουμε απόπειρα δολοφονίας του τότε δημάρχου Πολυχρονιάδη Διομήδη, στην περιοχή των Αγίων Αποστόλων. Δράστης ήταν μέλος ληστρικής συμμορίας από τα Τρίκαλα Κορινθίας. Ο νεοεκλεγείς δήμαρχος Διομήδης Πολυχρονιάδης παρά λίγο να πέσει θύμα των άγριων πολιτικών παθών της εποχής και να χάσει τη ζωή του. Την τελευταία στιγμή ο ληστής κιότεψε ή καλύτερα, σπλαχνίστηκε τον αθώον Διομήδη, του ομολόγησε το σκοπό τους κι αμείφθηκε αδρά από τον παραλίγο… μακαρίτη δήμαρχο.
Η ΑΠΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΞΕΝ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΗΣΤΑΡΧΟ ΚΩΝ. ΠΑΝΟΠΟΥΛΟ
Το Μάιο του 1902 η Αιγιώτικη κοινωνία και το πανελλήνιο αναστατώθηκαν από την απαγωγή του πρωτότοκου γιου του Ξενοφώντα Σταυρόπουλου, σταφιδέμπορα πολιτικού και άρχοντα του Αιγίου. Η απαγωγή του νεαρού Σταυρουλόπουλου έγινε στις 16 Μαΐου 1902 κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης όπου συναντήθηκαν το θύμα και ο δράστης. Ο νεαρός Σταυρουλόπουλος επιθυμούσε να πολιτευτεί γι’ αυτό καλλιεργούσε καλές σχέσεις με κακοποιά στοιχεία για να τον βοηθήσουν. Έτσι επιζήτησε και πέτυχε τη γνωριμία με το λήσταρχο Πανόπουλο για να τον παρουσιάσει στις Αρχές και να ξεκαθαρίσει τη θέση του. Όμως ο λήσταρχος είχε άλλο «καλύτερο» σχέδιο. Μόλις συναντήθηκαν, υπό την απειλή των όπλων, έδεσε το νεαρό και τον μετέφερε στο κρησφύγετό του, στους Ρωγούς Καλαβρύτων.
Ο πλούσιος Ξενοφώντας Σταυρουλόπουλος, πατέρας του απαχθέντος, δέχτηκε να στείλει στους ληστές τα λύτρα που ζήτησαν, ένα πολύ σημαντικό ποσόν 5.000 χρυσά εικοσόφραγκα κι’ αμέσως οι ληστές άφησαν ελεύθερο τον αιχμάλωτο.
Όμως, μετά από λίγες μέρες ο λήσταρχος Πανόπουλος και οι συνεργάτες του Τζελέπης και Ρουμελιώτης συνελήφθησαν στην Πάτρα. Ομολόγησαν την πράξη τους κι οδήγησαν τη χωροφυλακή στο χωριό Ρωγοί, όπου στην οικία του συνεργού τους Χρυσαφίδη, βρέθηκε το σημαντικό ποσόν των χρυσών νομισμάτων που αποδόθηκαν στον τυχερό σταφιδέμπορα.
Ο Πανόπουλος καταδικάστηκε σε είκοσι χρόνια φυλακή. Όταν αποφυλακίστηκε έγραψε το αυτοβιογραφικό του βιβλίο: «Η εξομολόγησις του λήσταρχου Πανόπουλου» όπου περιγράφει επακριβώς την απαγωγή του νεαρού Σταυρουλόπουλου, όπως και όλες τις άλλες ληστείες που είχε διαπράξει, κατά καιρούς.
* Ο Φάνης Ζουρόπουλος είναι εκτελεστικός Πρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων και Τ. Πρόεδρος της Ένωσης Επαρχιακού Τύπου.