Ο Σχετικισμός ως εμπειρική μεθοδολογία της κοινωνικής μάζας
Mέσα από τον διεπιστημονικό κλάδο των Διεθνών Σχέσεων και της Συγκριτικής Πολιτικής, μελέτησα, ερμήνευσα και ανάλυσα, το θέμα της θεωρίας της διεθνούς πολιτικής. Απο μια σφαιρική οπτική, και αντλώντας από πολλά επίπεδα αναλύσεις, διαπίστωσα, ανάμεσα στα άλλα, το κομβικό σημείο της σημαντικότερης διάκρισης μεταξύ του επιστημονικά απολύτου και της σχετικής προσέγγισης, αναφορικά με την μελέτη πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών φαινομένων. Η έρευνά μου κατέληξε στην υιοθέτηση μιας πρακτικής μεθόδου, σε παγκόσμια κλίμακα. Μετά από μια επισκόπηση της γενικής θεωρίας της σχετικότητας, η έρευνα αυτή επικεντρώθηκε στην διαφορά μεταξύ της θεωρίας της σχετκότητας και της θεωρίας του επιστημονικού απολύτου.
Η επιχειρηματολογία μου συνίστατο στο γεγονός ότι η θεωρία του επιστημονικού απολύτου αντιστοιχούσε με την ιδεατή και επιστημονική έκφραση του συστήματος της βιομηχανικής ελίτ, από τις αρχές του 18ου αιώνα μέχρι σήμερα. Σε αντίθεση, παρατηρήθηκε ότι, με βάση τη θεωρία της σχετικότητας, μπορεί κάποιος να προβεί σε μια εμπειρική ανάλυση, προκειμένου να εξηγήσει τη σχέση ανάμεσα στα συμφέροντα διαφορετικών ομάδων, και να αναλύση τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές δυνάμεις που ενθαρρύνουν τη διεθνή σύγκρουση και συνεργασία. Στα πλαίσια των ερευνών, και κάνοντας μια εμπειρική (σχετικιστική) χαρτογράφηση, σχετικά με την χειραγώγηση των μαζών από τους ελίτ, τις διενέξεις, τις κρίσεις, της ισχύος, της βίας τις ισορροπίες, τις επαναστάσεις, τις λήψεις αποφάσεων, και σχέσεις μεταξύ κρατών, αλλά και την εμφάνιση της δυσλειτουργικής δομής του παγκοσμίου συστήματος, το ενδιαφέρον μου επικεντρώθηκε στο πως η θεωρία της σχετικότητας βοηθά να αποκαλυφθούν, εμπειρικά, τα κίνητρα/αίτια και το γιατί αυτών των γεγονότων και των συνεπειών τους.
Σε πρόσφατο άρθρο μου, με τίτλο: “Δεν θα πρέπει οι μάζες να εφεθούν να αποφασίζουν για το πεπρωμένο τους”, εξέτασα τη διαφορά μεταξύ της θεωρίας του απολύτου και της γενικής θεωρίας της σχετικότητας. Είδαμε ότι η ελίτ εξουσίας, μέσω της «απόλυτης αλήθειας», χειραγωγεί τις συνειδήσεις και τις αισθήσεις των μαζών, που ζουν φυλακισμένοι μέσα στις αυταπάτες. Σε αντίθεση, παρατηρήθηκε ότι, ο σχετικισμός είναι σε διαλεκτική αντίθεση με την απολυτότητα. Στο παρόν κείμενο θα επικεντρώσουμε τη προσοχή μας ότι με βάση τη θεωρία της σχετικότητας, έχουμε στη διάθεσή μας ένα μηχανισμό-κλειδί, θα έλεγα, στην κυριολεξία, που μας καθοδηγεί, μέσα από την εμπειρική πρόσβαση και μας προσφέρει ένα σημαντικό αριθμό ερμηνειών.
ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ ΓΕΝΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Αν και η θεωρία έχει πολλές πτυχές, πιστεύω ότι έχει επίσης επαρκή λογική συνέπεια να γίνει εύκολα κατανοητή. Μόλις κατανοήσουμε τα βασικά στοιχεία της θεωρίας, θα χρησιμοποιηθεί για να εξηγηθούν μελέτες περιπτώσεων, και «χαρακτηριστικά παραδείγματα» προκειμένου να δούμε πως φθάσαμε από την θεωρία στην δραστηριότητα (πράξη). Είναι αξιοπρόσεκτο ότι, σε κάθε περίπτωση, η κινητήριος δύναμη αυτών των ιστορικών αλλαγών και γεγονότων είναι η ίδια.
Γνωρίζουμε ότι, σε αυτό το διεθνές πεδίο, η παγκόσμια πολιτική ενέχει το στοιχείο της δυσχέρειας, της πολυπλοκότητας και του απρόβλεπτου. Σίγουρα κανένας από αυτούς που ασχολούνται με τις τρέχουσες διεθνείς υποθέσεις δεν μπορεί να μην εντυπωσιάζεται με την ταχύτητα και την ποικιλότητα των γεγονότων καθώς επίσης και τη δυσκολία κατανόησης της έννοιας και της σημασίας τους. Η δουλειά όλων των μελετητών των διεθνών σχέσεων είναι να προσπαθήσουν να κάνουν όλη αυτή την πολυπλοκότητα της διεθνούς σκηνής λίγο περισσότερο κατανοητή. Προσπαθούν μέσα από την έρευνα κάτω από τις επικεφαλίδες, χρησιμοποιόντας έννοιες και θεωρήσεις για να ερμηνεύσουν, να αναλύσουν, να αξιολογήσουν και να προβλέψουν αυτή την πραγματικότητα της πολυπλοκότητας του διεθνούς πεδίου και να βρουν αυτές τις βασικές δυνάμεις οι οποίες οδηγούν στην άνοδο και την πτώση των επιμέρους κρατών, στο πρόβλημα ειρήνη ή πόλεμος, στην λειτουργία και εξέλιξη του Διεθνούς Συστήματος.
Όταν οι μελετητές οδηγούνται σ’ ένα σύνολο γενικών συμπερασμάτων σχετικά με τις δυνάμεις που διαμορφώνουν τις παγκόσμιες πολιτικές, συχνά λέγουν ότι έχουν διαμορφώσει μια «θεωρία». Μπορεί να αντιστοιχεί στη θεωρία του γιατί γίνονται οι πόλεμοι ή στη θεωρία για την κατανόηση της συνεργασίας μεταξύ κρατών που χαρακτηρίζει ορισμένες περιόδους στην ιστορία σε αντίθεση με εκείνη της σύγκρουσης και του ανταγωνισμού που υπερισχύει σε άλλες περιόδους. Υπάρχουν τρία βασικά στοιχεία που πρέπει να θυμόμαστε σχετικά με τις θεωρίες, ότι: 1) προσπαθούν να ερμηνεύσουν/περιγράψουν και να αναλύσουν δομικά ζητήματα, 2) να αξιολογήσουν, και 3) να προβλέψουν.
Οι θεωρίες διευκολύνουν την κατανόησή μας, μέσα από την αφαίρεση από τις πολυπλοκότητες του πραγματικού κόσμου. Με άλλα λόγια, αφήνουν πίσω τους πολλά από τα καθημερινά γεγονότα σε μια προσπάθεια να οριοθετήσουν ορισμένους βασικούς παράγοντες που οδηγούν σε αυτά τα γεγονότα. Όλοι έχουμε θεωρίες. Όταν ερευνούμε το γιατί συμβαίνουν ορισμένα γεγονότα, ποια είναι η σημασία τους, ή τί θα συμβεί στη συνέχεια, στηρίζουμε τις παρατηρήσεις μας σε κάποια θεωρία που μας εξηγεί το ποιοι παράγοντες είναι οι πιο σημαντικοί για τον επηρεασμό των γεγονότων. Το θέμα είναι ότι οι περισσότεροι από μας υποστηρίζουν θεωρίες που συχνά είναι ατελείς, ακατάλληλες και αντιφατικές. Επιπλέον, συνήθως, αμελούμε να συγκρίνουμε με σαφήνεια τις δικές μας θεωρίες με άλλες ή να τις ελέγξουμε σε σχέση με την πραγματικότητα.
Όπως έχουμε υποστηρίξει επανειλημμένα, στο πλαίσιο της προσπάθειας μιας ακριβέστερης διατύπωσης, η θεωρία ονομάζεται «γενική θεωρία της σχετικότητας». Είναι μια προσπάθεια σύνθεσης των αντιλήψεων των εμπειρικών δεδομένων με τις σχετικιστικού περιεχομένου υποθέσεις που κατά κύριο λόγο υιοθετούνται από τη σύγχρονη φυσική που ασχολείται με την υποδιαίρεση του μορίου. Η δικές μου εξηγήσεις σε ό,τι αφορά την ιστορική εξέλιξη συνιστούν μια θεωρία που ενισχύει την αντίληψη κατανόησης των παγκόσμιων φαινομένων με βάση τη φιλοσοφία της επιστήμης. Όπως οι θεωρίες των Πτολεμαίων, του Νεύτωνα και του Αϊνστάιν, έτσι και αυτή αποτελείται από ένα σύνολο συμπερασματικώς συνδεδεμένων συλλογισμών. Όταν γίνεται αποδεκτό ένα αξίωμα, ακολουθούν αυτόματα όλα τα άλλα. Εάν σύμφωνα με κάποιο αξίωμα η ανθρώπινη σκέψη και δράση αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο με στόχο να συμβάλλουν κάθε στιγμή στην αναμόρφωση της κοινωνικοπολιτικού status του ατόμου, τα υπόλοιπα συμπεράσματα είναι δεδομένα: ότι δηλαδή οι άνθρωποι σκέπτονται και ενεργούν για τη διαμόρφωση των παραγωγικών διαδικασιών και σχέσεων μέσα από τις οποίες θα διατηρήσουν την υπάρχουσα θέση τους, ότι στο βαθμό που απαιτείται για τη διατήρηση της κοινωνικοοικονομικής τους θέσης, θα αλλάξουν αυτές τις διαδικασίες και σχέσεις, ότι τα μέλη μιας κοινότητας με τα συμφέροντα της ελίτ ταυτόχρονα θα σκέπτονται και θα ενεργούν για τη δημιουργία ενός ειδικού μηχανισμού και για τον προσδιορισμό της δικής τους ευνοϊκής θέσης, ότι σε σχέση με τον οιονδήποτε, οι ιδέες πάντοτε κινούνται παράλληλα με την ανάγκη της διατήρησης των κοινωνικοοικονομικών συμφερόντων (η επίγνωση ακολουθεί).
Αξίζει να τονιστεί ότι, η θεωρία του σχετικισμού καθιστά δυνατό το να δοθεί μια πραγματική περιγραφή των ομοιοτήτων και διαφορών μεταξύ φυσικής και κοινωνικής επιστήμης. Τόσο οι φυσικοί όσο και οι κοινωνικοί επιστήμονες ασχολούνται με την διαίρεση, την κατηγοριοποίηση και τον καθορισμό των περιοχών του χωροχρόνου σύμφωνα με την εμπειρία τους, δηλαδή τα συμφέροντά τους. Και οι δύο διαιρούν, κατηγοριοποιούν και προσδιορίζουν παρούσες εμπειρίες/συμφέροντα με τρόπους που θα τους βοηθήσουν να προβλέψουν, και έχοντας προβλέψει, μπορούν να ελέγχουν πιο αποτελεσματικά τις μελλοντικές εμπειρικές καταστάσεις. Πέρα από αυτό, οι ερευνητές τόσο των φυσικών όσο και των κοινωνικών επιστημών αντιμετωπίζουν εντελώς διαφορετικές καταστάσεις.
Προχωρώντας στις δικές τους διαιρέσεις/κατηγοριοποιήσεις/προσδιορισμούς, οι ερευνητές των φυσικών επιστημών γενικά εικονικά αντιπροσωπεύουν τις εμπειρίες/συμφέροντα όλων των ανθρώπων. Τα μικρόβια, που έθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή του Ρώσου βιολόγου, δεν θα συμπεριφερθούν με καλύτερο τρόπο στον Αμερικανό, Ταυλανδό, Σύριο, ή Γερμανό συνάδελφό του, ή στους πληθυσμούς των οικείων κρατών. ‘Ενα φάρμακο ή ένα εμβόλιο που προστατεύει το Ρώσο βιολόγο, προσφέρει την ίδια προστασία σε όλους. Τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά για τον κοινωνικό επιστήμονα. Οι διαιρέσεις/κατηγοριοποιήσεις/προσδιορισμοί που είναι αναγκαίοι για τη διατήρηση της κοινωνικής ύπαρξης του Ρώσου πολιτικού επιστήμονα μπορεί να αποτελέσουν ένα αντίγραφο για την υποβάθμιση της κοινωνικής ύπαρξης πολλών Αμερικανών ή Γερμανών. Μπορεί να μην είναι ούτε χρήσιμες ούτε δυσμενείς σε ό’τι αφορά την κοινωνική ύπαρξη των περισσοτέρων Ταυλανδών ή Σύριων. Με το να μην έχουν κοινά θεμελιώδεις εμπειρίες/συμφέροντα , οι κοινωνικοί επιστήμονες των διαφόρων κρατών δεν έχουν κοινές τις θεμελιώδεις αλήθειες. Τον περισσότερο καιρό, δεν εμφανίζονται να έχουν κοινές τις βασικές κοινωνικο-πολιτικές εμπειρίες/συμφέροντα/αλήθειες με μεγάλες ομάδες των δικών τους εθνικών πληθυσμών.
Επομένως, το γιατί αδυνατούν οι μάζες να αποκτήσουν απόλυτο έλεγχο της καθημερινής ζωής τους, γίνεται εύκολο κατανοητό αν κάποιος κατανοήσει το σχετικό χαρακτήρα της “αλήθειας”. Οι ανθρώπινες “αλήθειες” αποτελούν πάντοτε ιδεολογικά πρότυπα για τη διατήρηση ήδη βιωμένων εμπειριών. Οι βιολογικές “αλήθειες” δεν είναι τίποτε άλλο από πρότυπα για τη συντήρηση της ζωής και της υγείας, ενώ οι πολιτικές “αλήθειες” αποτελούν, για κάθε άτομο, πρότυπα για τη διατήρηση της κοινωνικής και οικονομικής του κατάστασης. (Πράγμα που εξηγεί γιατί οι βιολογικές αλήθειες είναι κοινές και διαθέτουμε, ενώ οι πολιτικές αλήθειες δεν είναι). Εξετίας αυτού, οι ελίτ, για να υπερασπίσουν την προνομιακή τους κατάσταση, “πρέπει” να ανακαλύψουν ένα τρόπο αποτίμησης των δικών τους αληθειών.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ
Στο σημείο αυτό, θα δούμε ότι οι επιδράσεις της θεωρίας της σχετικότητας είναι αναρίθμητες, από αυτές όμως θα αναφερθούμε μόνο σε ένα περιορισμένο αριθμό από μελέτες περιπτώσεων δίνοντας μια εμπειρική ερμηνία.
Είναι απαραίτητο στο σημείο αυτό, να επισημανθεί ότι οι εμπειρικές αναλύσεις υποστηρίζουν ότι οι ιδέες των ομάδων/κοινοτήτων/τάξεων/εθνών πηγάζουν από την εμπειρία/συμφέροντα (“κοινωνική ύπαρξη”) των μελών τους. Είναι διαλεκτικές αν απεικονίζουν τόσο τη σκέψη όσο και τη δράση (θεωρία και πράξη) των ομάδων/κοινοτήτων/τάξεων/εθνών ως αμυντικές αντιδράσεις στις θεωρίες και τις πράξεις τρίτων. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δείχνουν ότι η σκέψη και η δράση των ομάδων/κοινοτήτων/τάξεων/εθνών αποτελούν πρότυπο/δικαίωση για τη διατήρηση της εμπειρικής (υλικής) ύπαρξης των μελών τους. Τέλος, οι διαλεκτικές εμπειρικές αναλύσεις παρουσιάζουν τις ιστορικές αλλαγές ως προιόντα της πάλης μεταξύ διαφορετικών ομάδων/κοινοτήτων/τάξεων/εθνών των οποίων τα μέλη συνδέονται μέσω μιας κοινής προσπάθειας να διατηρήσουν ό,τι μέχρι στιγμής κατέχουν, δηλαδή να παρεμποδίσουν την αλλαγή για μείωση του συμφέροντος.
Πρώτο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι η θεωρία της σχετικότητας μας βοηθά να κατανοήσουμε και να αναλύσουμε την επανάσταση και αντεπανάσταση, σε όλο το φάσμα τους, μέσα στο σύγχρονο κόσμο. Βασικός στόχος της σχετικότητας είναι να γίνουν κατανοητά όλα τα θέματα των επαναστατικών κινημάτων, καθώς και εκείνα της αντεπανάστασης. Μας δίνει την δυνατότηα να δώσουμε ιδιαίτερη έμφαση στον προσδιορισμό των συντηρητικών στοιχείων κάθε επανάστασης και αντεπανάστασης, δηλαδή στο ποιά είναι τα αμοιβαία αποκλειστικά συμφέροντα και των δύο φατριών, ποιά θέση κατέχουν και τα δυό κινήματα, τι προσπαθούν να υπερασπισθούν, ποιός είναι ο επικεφαλής και ποιός ακολουθεί κατά την διάρκεια της βίας και ποιός ο ρόλος της πολιτικής και της ιδεολογίας.
Πιο συγκεκριμένα, με βάση τη θεωρία της σχετικότητας, ας εξετάσουμε οποιοδήποτε επαναστατικό ή αντεπαναστατικό κίνημα που θα επιλέξουμε να ερυνήσουμε δίνοντας εμπειρικές απαντήσεις στις ακόλουθες ερωτήσεις:
1. Ποια είναι τα σημαντικότερα κοινωνικο-οικονομικά συμφέροντα των ατόμων που υποστήριξαν τις επαναστατικές ή αντεπαναστατικές ομάδες που ερευνούμε;
2. Τα άτομα αυτά επιδίωξαν, απόκτησαν και λειτούργησαν ως η κυρίαρχη πολιτική φωνή / ισχύς μέσα σε αυτές τις πολιτικές ομάδες;
3. Η φιλοσοφική / ιδεολογική επιχειρηματολογία τους, στο πλαίσιο της εξέλιξης των γεγονότων, συνιστά, σε σταθερή βάση, τα προγράμματα δράσεως για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους;
4. Εξετάστε μια επαναστατική ομάδα, ποιοι είναι οι αντίπαλοί της; Τα κύρια κοινωνικο-οικονομικού χαρακτήρα άτομα παίζουν τον κυρίαρχο ρόλο για την ομάδα που υπερασπίζεται το κατεστημένο;
5. Αν ναι, τότε μήπως όντως ενστερνίζονται αναλύσεις για την υπεράσπιση των άμεσων συμφερόντων τους;
6. Μήπως μπορεί να διαπιστωθεί αν τα συμφέροντα και των δύο ομάδων επαναστατικές και κατεστημένες, ή αντεπαναστατικές και κατεστημένες έχουν μετατραπεί αμοιβαίως σε αποκλειστικά; Αν όχι, με ποιό τρόπο μπορεί να έχουν διατηρήσει και οι δύο την άμεση θέσης τους στο υπάρχον πλαίσιο;
7. Κατά τη διάρκεια μιας επαναστατικής (ή αντεπαναστατικής) βίας υπήρξαν άτομα με μικρότερο κύρος με πιο αυξημένη επιθετική τάση; Δηλαδή, οι ηγέτες ακολουθούν τις βιαιότητες των μαζών ή οι ίδιοι πράγματι είναι πιό βίαιοι από τους οπαδούς τους;
8. Ποιά είναι η τελική κατάληξη ενός κινήματος; Προχώρησε μόνο στο βαθμό που ήταν αναγκαίο για τη διατήρηση της ισχύος αυτών που το έκαναν;
9. Διαμόρφωσαν οι ηγέτες τις κατάλληλες δικαιολογίες (ιδεολογίες) για να διατηρήσουν την εξουσία τους όταν το κίνημα έπαψε πλέον να είναι βίαιο; Αυτή η εξουσία υπήρξε αναγκαία για την υπεράσπιση του κύρους τους ως ελίτ;
10. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ιδεολογία της ομάδας που ερευνάται αποτελεί ένα εξαιρετικό πρόγραμμα δράσης για την υπεράσπιση των κοινωνικο-οικονομικών συμφερόντων κάτω από τις τρέχουσες συνθήκες;
Οπωσδήποτε, δεν είναι τυχαίο που συντηρητικά άτομα σε μια σταθερή κοινωνία, όπως π.χ., ο Sun Yat-sen, γιατρός, ο Τσε Γκεβάρα, γιατρός, ο Γιώργος Habash, γιατρός, ο Φιντέλ Κάστρο, δικηγόρος, ο Λένιν, δικηγόρος, ο Αραφάτ μηχανικός, κ.λπ., ξαφνικά γίνονται οι εκπρόσωποι για μια “ισοτική” επανάσταση. Και αντίθετα, γιατί αυτά τα άτομα με ρόλο ελίτ, στην πλειοψηφία τους, όταν με την αλλαγή εξασφαλίσουν τη δική τους κατάσταση, τα δικά τους συμφέροντα, γρήγορα ξεχνούν και πάλι τους καταπιεσμένους;
Δεύτερο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι η θεωρία της σχετικότητας μας δύνει τη δυνατότητα να κατανοήσουμε γιατί δεν είχε γίνει ποτέ κατανοητό στην Δύση και στην Ανατολή ότι η ρωσική και κινεζική επανάσταση ήταν απλές συνέχειες της βιομηχανικής επανάστασης και του κρατικού καπιταλισμού. Κάνει γνωστή την αντίληψη, ότι η Ρωσία και η Κίνα ισοπέδωσαν τις χαρακτηριστικές φεουδαρχικές κοινωνίες, και εκείνα τα δυό έθνη συνέβαλαν στο να οδηγήσουν την βιομηχανική ελίτ, δηλαδή τον κρατικό καπιταλισμό, σε πλήρη άνθιση. Επιπρόσθετα, μας βοηθάει να κατανοήσουμε ότι τα συμφέροντα της Δύσης εξυπηρετήθηκαν αγνωόντας τις εμπειρικές διαδικασίες στην πράξη και στις δυό χώρες, ειδικότερα στη Ρωσία.
Σαφέστατα, η θεωρία μας δίνει την απάντηση ότι τόσο ο δυτικός όσο και ο ανατολικός κόσμος είχαν οριστεί από βιομηχανικές ελίτ η προστασία των συμφερόντων των οποίων απαιτούσε πολύ διαφορετικές αντιλήψεις. Οι σοβιετικές, ανατολικοευρωπαικές και κινεζικές ελίτ βρήκαν πολύ πρακτική την αντίληψη ότι αποτελούσαν εκπροσώπους μιας σοσιαλιστικής τάξης πραγμάτων που βασιζόταν στην “ισότητα”. Για δεκαετίες οι δυτικές ελίτ εκμεταλλεύονταν το γεγονός ότι ο κόσμος πίστευε αυτήν την εικόνα και αντιπαρέθεταν τις ανταγωνιστικές οικονομικές τους δυνάμεις στον Τρίτο Κόσμο. Ο κόσμος αρχίζει να επαναπροσδιορίζει περιλαμβάνοντας την αποδοχή ότι τα λεγόμενα “κομμουνιστικά” καθεστότα ήταν ουσιαστικά καθεστώτα κρατικού καπιταλισμού.
Στην τρίτη μελέτη περίπτωση η θεωρία αποκαλύπτει τον εμπειρικό λόγο για τον Ψυχρό Πόλεμο. Αποδεικνύει, σε όλη του την έκταση, στο πως ο ψυχρός πόλεμος εξυπηρέτησε τα συμφέροντα και της Ανατολής και της Δύσης. Μας βοηθά να κατανοήσουμε, με εμπειρικό τρόπο, ότι η ιστορική πρόοδος είναι επακόλουθο της διαλεκτικής σύγκρουσης συμφερόντων και μπορεί να απεικονιστεί μέσα από αυτό που προέκυψε ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του Ψυχρού Πολέμου και της πολιτικής του Κέινς. Η σχετικότητα μας βοηθά να δούμε τους λόγους για τους οποίους όταν ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε, η ψυχροπολεμική τακτική αναβιώθηκε και πάλι όπως η ίδια είχε τεθεί σε κατάσταση ύπνωσης. Η θεωρία της σχετικότητας μας καταδεικνύει γιατί η πολιτική του Keynes που κατασκευάστηκε μια οικονομία στηριγμένη στην πίστωση μακροπρόθεσμα εμπεριείχε μια απειλή. Οι ελίτ πίστευαν ότι η σωτηρία τους θα προερχόταν από τον αντι-κομμουνισμό και την παροχή πίστωσης στον καταναλωτή, χωρίς ποτέ να αναρωτηθούν προς το που κατευθύνεται η ιστορία και αν οι επιλογές τους συμβαδίζουν με αυτή την εξέλιξη. ‘Υστερα, το στοιχείο τη πίστωσης χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον, ώσπου έπαψε να αποτελεί λύση και έγινε έκφανση ενός ακόμη δυσκολότερου προβλήματος.
Επιπλέον, ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η «παγκοσμιοποίηση». Με τη θεωρία της σχετικότητας μπορούμε να εξετάσουμε, εμπειρικά, τις συνέπειες και τις εφαρμογές που επιφέρει η παρούσα διαδικασία της «παγκοσμιοποίησης» απέναντι στον άνθρωπο, τις κοινωνίες, το ολοένα αυξανόμενο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών κρατών, όπως επίσης και ανθρώπων στον κόσμο, μεταξύ γυναικών και ανδρών, στις ανισότητες, στη φτώχια, στην πείνα σε όλο το φάσμα του πλανήτη μας, και στα θέματα της εργασίας και του τρόπου διαβίωσης μέσα σ’ ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο και αλληλοσυνδεόμενο παγκόσμιο σύστημα.
Πράγματι, έχουν περάσει αρκετά χρόνια από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και ακόμα πολλοί προσπαθούνε να κατανοήσουνε τον κόσμο ο οποίος δημιουργήθηκε μετά από αυτόν. Η αλήθεια είναι ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο και αλληλοσυνδεόμενο παγκόσμιο σύστημα. Αυτή τη διασύνδεση πολλοί καταλήξανε να την αποκαλούν παγκοσμιοποίηση.
Εντούτοις, υπάρχει μεγάλη σύγχυση σχετικά με το τί σημαίνει παγκοσμιοποίηση και ποιές είναι οι συνέπειές της. Οι περισσότεροι υποστηρίζουν ότι η παγκοσμιοποίηση είναι ένα οικονομικό φαινόμενο που ενέχει το στοιχείο της ευρύτερης ενοποίησης της αγοράς, σε παγκόσμιο επίπεδο, και της ανάπτυξης διεθνών οικονομιών, σε αντίθεση με τις διακεκριμένες εθνικές αγορές. Ορισμένοι επίσης αναφέρονται στην παρακμή του «εθνικού κράτους» και στη δημιουργία διεθνών οργάνων διακυβέρνησης ως συστατικών στοιχείων της παγκοσμιοποίησης. Ακόμα, άλλοι προσδιορίζουν την έννοια της παγκοσμιοποίησης με πολιτιστικούς όρους, ως μια πολιτισμική ομογενοποίηση και μια ηγεμονική κουλτούρα του καταναλωτή που διαγράφει τις «παραδοσιακές αξίες» και υποβαθμίζει τα θεμελιωμένα συστήματα της εθνικής ταυτότητας και της υπηκοότητας. Η λέξη «παγκοσμιοποίηση» ερμηνεύεται διαφορετικά από διαφόρους ανθρώπους και αυτό συμβαίνει διότι οι επιμέρους αξιοσημείωτες αλλαγές εμπειρίας και συμφερόντων προκαλούν σημαντικές αλλαγές στις επιμέρους κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις.
Δεδομένου ότι κανένας από εμάς δεν μπορεί να υπάρξει «αδιάφορος» παρατηρητής της δικής του εμπειρίας, μέσα από τη χρήση δηλαδή δεδομένων ορισμών και εννοιολογικών κατηγοριών που εκφράζουν μια συγκεκριμένη εμπειρία, θα πρέπει να υιοθετούμε, με επιχειρήματα, τις συγκεκριμένες κατηγοριοποιήσεις και ετικέτες, που αντικατοπτρίζουν τα δικά μας συμφέροντα. Επιμένουμε λοιπόν ότι αυτό που θα πρέπει να επιδιώξουμε είναι να κάνουμε κατανοητές τις θέσεις μας, θεμελιώνοντάς τις με εμπειρικά παραδείγματα.
Πρέπει να χρησιμοποιούμε την εμπειρική μεθοδολογία που αφορά τις πρακτικές εθνών, εταιριών και Διεθνών Οργανισμών: η έμφαση πρέπει να δίνεται στο τί πραγματικά έκαναν, όχι στο τί είπαν. Η εμπειρική ανάλυση συνεπάγεται την προβολή της λειτουργικής ερμηνείας που δίνεται από τους ανθρώπους από τους οποίους άλλοι είναι υπέρ και άλλοι κατά, δηλαδή προσδιορίζοντας το τί εννοούν μέσα από το τί κάνουν. Αυτό σημαίνει το πως και το γιατί έγινε η παγκοσμιοποίηση, δηλαδή, ποιοί είναι οι πρακτικοί λόγοι που τα διάφορα κράτη και εταιρίες οδηγούνται στην παγκοσμιοποίηση. Οι μεγάλες αλλαγές στην ιστορία, σχεδόν χωρίς καμιά εξαίρεση, κατευθύνθηκαν μέσα από την ανάγκη του ανθρώπινου γένους να διατηρήσει τα συμφέροντά του. Η θεωρία αυτή βοηθάει να αποκαλύφθεί η εμπειρική αναγκαιότητα αυτών των γεγονότων και των συνεπειών τους. Εν περιλήψει, στόχος είναι να εντοπισθεί η «φυσική αναγκαιότητα» των γεγονότων και να καταδειχθεί το γιατί πρέπει να συμβούν αυτά όπως συνέβησαν. Οι εκτιμήσεις μου γίνονται, κατά κύριο λόγο, με βάση αυτά τα οποία στην πραγματικότητα τεκταίνονται (μέσα από τις εμπειρικές πρακτικές) και λιγότερο μέσα από την αιτιολόγηση των πολιτικών (ιδεών) που διατυπώνονται από τους κυβερνητικούς αξιωματούχους
Επιπροσθέτως, η θεωρία της σχετικότητας, αποδεικνύει με εμπειρικό τρόπο ότι οι ιδεολογικοί φακοί που έχουν τοποθετηθεί σε εκατομμύρια μάτια των λαικών μαζών, από τους ελίτ των αυτοαποκαλούμενων “ψευτοαριστερών”, “ψευτοσοσιαλιστών”, και” “ψευτοδημοκράτων”, πρέπει να αφαιρεθούν και οι άνθρωποι να κοιτάξουν πάλι τον κόσμο και να τον επαναπροσδιορίσουν – αυτή τη φορά για τους εαυτούς τους, για την ελευθερία τους. Πρέπει να αντιληφθούν ότι ο σχετικισμός είναι η «αλήθεια» της εμπειρίας μας. Η θεωρία της σχετικότητας καταδεικνύει ότι μια «σοσιαλιστική» ή «κομμουνιστική» κοινωνία δεν σχεδιάζεται. Για να δημιουργηθεί και να πάρει μορφή, θα οικοδομηθεί πρακτικώς, δηλαδή, ανάλογα με τις συγκεκριμένες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που θα επικρατούν στην συγκεκριμένη χώρα. Η κοινοκτημοσύνη και η ισοκατανομή στην πράξη θα είναι η άλλη πλευρά της ιδέας, της σκέψης και της θεωρίας που θα απεικονίζονται βάση της εμπειρίας αυτής.
Παράλληλα, εισερχόμαστε στην εμπειρική μας θεωρία περί κοινωνικής σταθερότητας και επανάστασης δίνοντας μιαν αιτιολογημένη απάντηση στο ερώτημα που απασχόλησε τον Thomas Hobbes και τον John Locke εδώ και τρεις αιώνες: «Ποιο είναι το στοιχείο που συνδέει τον άνθρωπο με μια κοινωνία;»Ο Hobbes υποστήριξε ότι ήταν η ισχύς η οποία αποκτήθηκε από αυτούς που ασκούσαν την εξουσία, ενώ ο Locke πίστευε ότι είχαμε συνάψει ένα «κοινωνικό συμβόλαιο» προκειμένου να προστατέψουμε τις ζωές μας και τις περιουσίες μας. Κατά τη δική μας άποψη αυτό που μας ενώνει είναι καθαρά τα συμφέροντά μας, μια ατομιστική και παράλληλα κτητική επιθυμία να διατηρήσουμε την όποια κοινωνικοοικονομική μας θέση την οποία εμείς, προσωπικά, απολαμβάνουμε. Τα άτομα ενδιαφέρονται αποκλειστικά για το ατομικό τους συμφέρον. Είναι μια φυσική ανάγκη, είναι οι βασικές ανθρώπινες ιδιότητες όσο παράξενο και αν αυτό μας φαίνεται, και είναι το συμφέρον που ενώνει τα μέλη μιας κοινωνίας. Το πραγματικό στοιχείο που συνδέει εντάσσεται στη σφαίρα του αστικού, του ατομικού βίου και όχι του πολιτικού.
Συγκεκριμένα, οι μάζες πρέπει να αφυπνιστούν και να δουν ότι το «ιδιαίτερο ενδιαφέρον» που ενώνει τους ανθρώπους που ζουν σε μια κοινωνία συνίσταται στην καθομολογούμενη επιθυμία τους να διατηρήσουν την οποιαδήποτε κοινωνικοοικονομική θέση που κατέχουν εκείνη την περίοδο. Αυτό το αξίωμα υποστηρίζεται βεβαίως από την προσωπική εμπειρία μας. Δεν θα δεχτούμε ποτέ οποιαδήποτε θέση ως «σωστή» εφόσον αυτή οδηγεί στην υποβάθμιση του κοινωνικοοικονομικού μας επιπέδου. Ούτε επίσης θα υπάρξουμε μάρτυρες των γύρω μας που θα ενεργούν με αυτό τον τρόπο. Θεωρείται αυτονόητο ότι ο άνθρωπος ως πολιτικά ενεργό άτομο, εμφανίζεται απαρέγκλιτα να θεωρεί ως δεδομένη υπόθεση η όποια επερχόμενη κατάσταση που δεν πρόκειται να υποβαθμίσει το υπάρχον κοινωνικοοικονομικό του επίπεδο. Κατά συνέπεια, ο πολιτικός, όπως και ο επιχειρηματίας, θεωρεί ως δεδομένο ότι η επίλυση των προβλημάτων των άλλων δεν θα προκαλέσει την όποια δική του κοινωνικοοικονομικού χαρακτήρα υποβάθμιση.
Επομένως, η απλή λογική μας οδηγεί στο συλλογισμό ότι η επιβίωση/αυτοσυντήρηση απαιτεί ότι ο κυρίαρχος στόχος του ανθρώπου, αυτός που τον ώθησε στη δημιουργία αυτοκρατοριών, σε πολέμους και επαναστάσεις και, με μικρότερη συχνότητα, στην αλλαγή των θεσμικών δομών που διέπουν τη ζωή του, ήταν η διατήρηση του κοινωνικού και οικονομικού του status quo.
‘Ετσι, οι ομάδες, οι κοινότητες, τα κράτη ενεργούν πάντα με στόχο τη διατήρηση και υπεράσπιση των υπαρχόντων συμφερόντων τους απέναντι στην όποια άμεση υποβάθμιση. Tα έθνη ενεργούν με στόχο την διατήρηση του συμφέροντός τους και της επιβίωσής τους. Δηλαδή, μέσα από την αυτοσυντήρηση, να διατηρήσουν την εδαφική τους και την εθνική τους κυριαρχία μέσα στο άναρχο και ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα.
Ας σημειωθεί ακόμη ότι, η θεωρία της σχετικότητας μας βοηθά να απαντήσουμε στο ερώτημα που θέτουν πολλοί έλληνες: “Τι επιλογές έχουν οι μάζες για να απαλλαγούν από τις ελιτ και να περιφρουρήσουν τα συμφέροντά τους”. Πρώτον, η κύρια επιλογή που έχουν οι μάζες είναι να κάνουν μια διάκριση μεταξύ της γενικής θεωρίας της σχετικότητας και του επιστημονικού απολύτου. Τότε θα παρατηρήσουν, ότι η θεωρία του απολύτου αντιστοιχεί με την ιδεατή έκφραση των της ελίτ. Σε αντίθεση, θα αντιληφθούν ότι ο σχετικισμός είναι η “Αλήθεια” της εμπειρίας μας. ‘Ετσι, με βάση τη θεωρία της σχετικότητας, θα μπορέσουν να προβούν σε εμπειρικές αναλύσεις προκειμένου να εξηγήσουν τη σχέση ανάμεσα στα συμφέροντα διαφορετικών ομάδων. Θα δουν ότι η θεωρία αυτή βοηθά να αποκαλυφθεί η εμπειρική πλευρά των γεγονότων, που αναφέραμε, και των συνεπειών τους.
Συνεπώς, χρησιμοποιόντας την εμπειρική μεθοδολογία, οι μάζες θα μπορέσουν να εγκαταλείψουν τις ιδεολογικές ψευδαισθήσεις και αυταπάτες, θα ξεφύγουν από την “ιδεολογική συσκευασία” των κομμάτων, και θα αρχίσουν να βλέπουν τα πράγματα “διαλεκτικά”. Για να προετοιμάσουμε τους εαυτούς μας για τα γεγονότα που απλώνονται μπροστά μας πρέπει να καταδείξουμε την εμφάνιση των γεγονότων , δίνοντάς τους μια εμπειρική (σχετικιστική) ερμηνεία. Όλοι αυτοί οι όροι ιδεολογικών πλανών των ελίτ,“αριστερών” και “δεξιών”, που χειραγωγούν την κοινωνία και την συνείδησή της, δεν μπορούν να γίνουν κατανοητοί παρά μόνο με την εμπειρική ανάλυση. Ο λαός πρέπει να σκεφτεί και να κινηθεί, εμπειρικά, για την επιβίωση/συμφέρον του έθνους. Αυτή η εμπειρία, αυτό το βίωμα, θα πρέπει να είναι το κίνητρο των νέων αντιλήψεων, των νέων κοινών ιδεών που θα απεικονίζουν τα κοινά συμφέροντα, Δηλαδή, θα είναι η λειτουργική έκφραση της εμπειρικής τους πλευράς.
Γίνεται, επομένως, εύκολα αντιληπτό ότι, η μόνη επιλογή που έχουν οι πολίτες για να απαλαγούν από την κομματική χειραγώγηση, από την «Απόλυτη Αλήθεια» των ελιτ, για διέξοδο από την κρίση, για τη λειτουργία μιας εθνικής στρατηγικής, για τα εθνικά συμφερόντα, για την ασφάλεια και την εθνική ανεξαρτησία, είναι να μπουν στη διαδικασία να βρεθεί κάποια υγιής και ικανή «πολιτική ομάδα» που θα υιοθετήσει το βίωμα/εμπειρία της ελληνικής κοινωνίας, και θα επιδιώξει μια υψηλή στρατηγική για τους μακροπρόθεσμους πολιτικούς σχεδιασμούς. Αυτή η πολιτική ομάδα θα πρέπει να δημιουργήσει ένα πολιτικό σύστημα που θα λειτουργήσει δημοκρατικά με εντολέα την κοινωνία και εντολοδόχο την διακυβέρνηση. Η εμπειρία αυτής της πολιτικής ομάδας θα πρέπει να εξομοιώνεται με την εμπειρία και το συμφέρον/επιβίωση της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή η κοινή εμπειρική πραγματικότητα θα είναι το κίνητρο που θα δημιουργήσει κοινές αντιλήψεις που θα αποτελούν πρότυπα για τη διατήρηση της εθνικής επιβίωσης. Η κοινωνία πρέπει να συμετάσχει στην πολιτική και στις εθνικές αποφάσεις της πατρίδας. Δεν πρέπει να ξεχνάει ο ελληνικός λαός ότι η ελληνική επικράτεια και η επιβίωση του κρατικού συμφέροντος είναι και δική του ευθύνη. Για να πραγματοποηθεί όμως αυτό, πρέπει η ίδια η κοινωνία να εντωπίσει αυτή την “πολιτική ομάδα”, από άξιους επιστήμονες και διανοητές, οι οποίοι δεν συμβιβάστικαν ποτέ με τα πολιτικά κόμματα ούτε και με το “φαύλο πολιτικό σύστημα”. Μόνον αυτή η εμπειρικώς υγιής πολιτική ομάδα, που θα εκφράζει το βίωμα του λαού, θα μπορέσει να προτείνει λύσεις για την επιβίωση του έθνους. Επιτάσει το εθνικό συμφέρον, ότι ο ίδιος ο λαός, οι ίδιες οι μάζες πρέπει να βγάλουν από το περιθώριο αυτούς τους διανοητές και επιστήμονες.
Σε αντίθεση μ’ αυτό, η απάθεια, η αδράνεια, η αποχαύνωση και η απαιδευσία των μαζών, χρησιμοποιείται από τους ελίτ για να δικαιολογηθεί η συνεχιζόμενη κυριαρχία τους. Αυτή η απάθεια διακυβεύει το εθνικό συμφέρον και την επιβίωση των ίδιων των ελλήνων. Οι πολίτες που είναι χειραγωγημένοι από τα «ιδεολογικοπολιτικά παράσιτα», που οι ιδεολογική εγκληματική πλάνη έχει κατασκευάσει, μέσω της «Απόλυτης Αλήθειας», μια ανελεύθερη κοινωνική και μια χειραγωγημένη πνευματική συνείδηση, πρέπει να αφυπνιστούν γιατί διακυβεύται η εθνική ανεξαρτησία της πατρίδας. Με βάση τη θεωρία της σχετικότητας, θα έχουν οι πολίτες τα ερμηνευτικά κλειδιά για να κατανοήσουν ποιές είναι οι δυνατότητες για να σωθή η εθνική ανεξαρτησία.
Η ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ: ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ
‘Ενα, επιπλέον, χαρακτηριστικό παράδειγμα που αξίζει ν’ αναφερθούμε είναι ότι εξετάζοντας την θεωρία της παγκόσμιας πολιτικής, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα το μεταβαλλόμενο διεθνές σύστημα. Πρόκειται για την θεωρία της σχετικότητας, που μας παρέχει την εμπειρική εξήγηση του διεθνούς συστήματος. Μας επιτρέπει να κατανοήσουμε αυτή την διαδικασία και πως αναπτύσσεται μια νέα τάξη μέσα στη παλιά. Και τελικά μας αποδεικνύει πως η υπάρχουσα κοινωνικο-οικονομική-πολιτική δομή πλησιάζει, με γοργό ρυθμό, σε ένα νέο ιστορικό στάδιο.
Επιπλέον, με βάση τη θεωρία της σχετικότητας, ερμηνεύοντας τα επιμέρους γεγονότα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το μεταβαλλόμενο διεθνές σύστημα εμφανίζει μια διαρκώς αυξανόμενη δυσλειτουργικότητα. Και βλέπουμε, πως το σύστημα παραγωγής της βιομηχανικής ελίτ, δεν είναι πλέον ικανό να στηρίξει κοινωνικο-οικονομικά τους πληθυσμούς των χωρών, που το έχουν υιοθετήσει. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός, ότι το σύστημα γρήγορα διαιρείται σε υποκοινωνίες, που ούτε έχουν ούτε κατέχουν διάφορα αγαθά, αλλά και σε ακόμη μικρότερες κοινωνικές ομάδες, που έχουν και κατέχουν, δηλαδή, αναφέρομαι στις φτωχές και στις πλούσιες κοινωνικές τάξεις.
Επιπροσθέτως, έχει καταστεί σαφές ότι ο κόσμος, σήμερα, βρίσκεται σε μια σημαντική ιστορική καμπή οδηγούμενος στη μεταβιομηχανική εποχή. ‘Εχουμε φθάσει σε ένα στάδιο στο οποίο το παρόν κοινωνικο-οικονομικό-πολιτικό σύστημα γίνεται όλο και λογότερο ικανό να διατηρήσει την κοινωνικοοικονομική θέση των ανθρώπων. Δεδομένου ότι κινούμαστε πλέον στα όρια του συστήματος, δημιουργείται μια διάσταση μεταξύ ενός αυξανόμενου αριθμού ατόμων που μπορούν να συντηρηθούν κοινωνικοοικονομικά μόνο με το μετασχηματισμό του συστήματος, και ενός διαρκώς μειούμενου αριθμού που θα αντιμετωπίσει μιαν απαράδεκτη μείωση όταν γίνει εκείνο το βήμα. Η κοινωνικοοικονομική επιβίωσή μας πρόκειται να απαιτήσει ένα πιο βιώσιμο σύστημα, απαραίτητο για την επίλυση των προβλημάτων και των δυσκολιών μας. Εν ολίγοις, βλέπουμε τη δημιουργία ενός νέου μεταβιομηχανικού συστήματος (μετακεφαλαιοκρατικό σύστημα) που αναπτύσσεται μέσα στην κεφαλαιοκρατική δομή με κάθε τρόπο. Είναι ακριβώς όπως το κεφαλαιοκρατικό σύστημα μεγάλωσε μέσα στη φεουδαρχική δομή.
Το ζητούμενο είναι, να προσδιορισθεί το που βρισκόμαστε, σήμερα, και που οδεύουμε, ώστε ο ερευνητής του μέλλοντος, καθώς και άλλοι, να είναι σε θέση να πετύχουν συνειδητές παρεμβάσεις στα γεγονότα, που μας πλαισιώνουν. Η θεωρία της σχετικότητας αναφέρεται στο πως θα είναι η πραγματικότητα του αύριο της ανθρώπινης εμπειρίας, εφόσον αυτή συνεχίζει να λειτουργεί μέσα από τις σημερινές παραμέτρους.
Είναι γεγονός ότι αντιμετωπίζουμε, σήμερα, μια αναπόφευκτη διαδικασία μέσα στο σύστημα και αυτές οι αλλαγές θα φέρουν τις νέες παγκόσμιες προκλήσεις στον κόσμο. Και το πλέον εκφοβιστικό στοιχείο είναι ότι, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω, το κεντρικό καθοριστικό φαινόμενο της εποχής μας είναι το ογκώδες παγκόσμιο πολιτικό αφύπνισμα της ανθρωπότητας. ‘Ενας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων αρχίζει να βλέπει ότι η λειτουργία της πολιτικής (αμυντική) συνέτεινε πάντα να προστατεύει τα υπάρχοντα οικονομικά-κοινωνικά συμφέροντα και δεν μπορεί να ζητείται λυση από την τάξη των ελίτ ή την κυβερνητική ελίτ για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματά τους.
Δεν πρέπει να λησμονούμε ακόμη ότι ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός νέων ανθρώπων, είναι ανίκανοι να βρούν μια θέση σε μια κοινωνία που αξαρθρώνεται όλο και περισσότερο από τις αντίθετες με την ιστορία και αναχρονιστικές πρακτικές. Στο παρόν στάδιο της κρίσης, εντούτοις, οι άνθρωποι άρχισαν να δοκιμάζουν και να κατανοούν τη σοβαρή κοινωνικοοικονομική υποβάθμιση. Ας είμαστε ειλικρινείς να αναγνωρίσουμε ότι κάθε ημέρα όλο και περισσότερο οι νέοι, σε παγκόσμιο επίπεδο, συνειδητοποιούν ότι οι κοινωνικές δυνάμεις στην εργασία, στο σύγχρονο βιομηχανικό κόσμο, εκβάλλουν τους νέους και τους φτωχούς από την κοινωνία και ότι η ίδια η κοινωνικοοικονομική επιβίωση αυτών των ανθρώπων απαιτεί μια όλο και περισσότερο ριζική, μια όλο και περισσότερο άμεση θεσμική εξέταση.
Είναι φανερό ότι μπαίνουμε σε έναν πολύ διαφορετικό εμπειρικό κόσμο. Και όταν τα μέλη μιας κοινωνίας διαμορφώνουν από κοινού εμπειρίες, διαμορφώνουν ομοίως από κοινού και έννοιες. Αυτό θα απαιτήσει την ανάπτυξη μιας πολύ διαφορετικής ιδεολογικής αντίληψης που θα αντανακλά τις οικονομικές παραχωρήσεις τους και θα είναι ανοικτή για επαναστατικές σκέψεις. Αλλά θα είναι μια επανάσταση όχι των αυξανόμενων προσδοκιών, αλλά των μειωμένων επιτευγμάτων. Αυτός ο παγκόσμιος αδικημένος πληθυσμός που αναπτύσσεται διακινδυνεύει τη διεθνή ειρήνη και την εσωτερική σταθερότητα και τινάζει τα υπάρχοντα οικονομικά και πολιτικά συστήματα του κόσμου. Η αστική αργατική τάξη και οι χαμηλότερες μεσαίες τάξεις των αναπτυσσόμενων χωρών είναι έτοιμες να δεχθούν ριζικές πολιτικές μεταβολές. Αυτό είναι μια αντιμετώπιση, η οποία διαμορφώνεται στο ίδιο το κατώφλι μας και το νερό είναι γύρω από τη μέση μας και ανέρχεται γρήγορα. Η ιστορία έχει λίγα σαφή μηνύματα, αλλά το πιο σημαντικό από αυτά είναι ότι όποτε ένα τμήμα της κοινωνίας βρίσκει ότι η υπάρχουσα κοινωνικοοικονομική θέση του δεν μπορεί να διατηρηθεί από τις καθιερωμένες δομές, απαιτεί αμέσως και θα υιοθετήσει βία, για άμεση επανοικοδόμηση εκείνων των δομών. Επιπλέον, η δυναμική και ο ριζοσπαστισμός των απαιτήσεών της, καθώς επίσης και ο βαθμός βίας που είναι πρόθυμη να χρησιμοποιήσει, είναι πάντα ευθέως ανάλογα με το εύρος της κοινωνικοοικονομικής αλλοτρίωσης που προκαλείται από τους προσβαλλόμενους θεσμούς. Δεδομένου ότι η ενίσχυση μιας όλο και περισσότερο στερημένης κοινωνικής ομάδας σε έμεσους αριθμούς απαιτεί τη μείωση κάποιας άλλης κοινωνικής ομάδας, εκείνοι των οποίων τα προσωπικά κοινωνικοοικονομικά συμφέροντα μειώνονται από τις ζητούμενες αλλαγές θα είναι πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν αντι-βία για να τους αποτρέψουν.
Κοιτάζοντας μπροστά, εντούτοις, η επιδείνωση των φτωχών κρατών και των περιθωριοποιημένων ανθρώπων μας διδάσκει ότι σε αυτόν τον κόσμο, τα έθνη θα αντιμετωπίσουν νέες προκλήσεις ασφάλειας. Η μέγιστη πρόκληση κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών θα είναι η μετάβαση στη μεταβιομηχανική τεχνολογική εποχή, ο περιφερειακός αντίκτυπος των υποχωρούντων και αποτυχημένων δομών της έννοιας κράτους, οι νέες προκλήσεις ασφάλειας που θα πρέπει να έρθουν αντιμέτωπες με τα κράτη, η παγκόσμια πολιτική αφύπνιση, και η παγκόσμια αναταραχή. Σε αυτήν την περίοδο της αυξανόμενης παγκοσμιοποίησης, η κυριαρχία του έθνους κράτους δεν θα είναι απόλυτη, και τα εθνικά όρια θα θολώσουν όλο και περισσότερο. ‘Ολες αυτές οι προκλήσεις απειλούν το καθεστός όλων των κρατών. Κατά συνέπεια, το μέλλον προσφέρει μεγάλες ευκαιρίες και προκλήσεις, αλλά τα συμφέροντα θα πρέπει να εξετάζονται πολύ προσεκτικά.
Επιλογικά, εκείνο το οποίο θα ήθελα να τονίσω, είναι ότι ο 21ος αιώνας, τον οποίο διανύουμε, υπόσχεται να αποτελέσει μια άλλη περίοδο ογκωδών τεχνολογικών και επιστημονικών αλλαγών. Πράγματι, αυτές βρίσκονται ,ήδη, σε εξέλιξη, με επιπτώσεις στους ανθρώπους, στον τρόπο ζωής, στη διάρκειά της, στην κινητικότητα, τα έθνη και στην κυριαρχία τους. Επίσης, η επανάσταση στην τεχνολογία της πληροφορικής ωθεί την γνώση να ξεπερνάει εύκολα τα εθνικά σύνορα και οφείλουμε να προσαρθούμε σε αυτές τις εξελίξεις. Συνεπώς, για να καταστήσουμε τον κόσμο μας πιο κατανοητό, πρέπει να μελετήσουμε το σύστημα, μέσα από την χαρτογράφηση των κυρίων δυνάμεων των ιστορικών αλλαγών, που πραγματοποιήθηκαν, γιατί εμείς, ως άνθρωποι οδηγούμαστε στην πρόοδο και γιατί εμφανίζονται όλα τα σημερινά προβλήματα. Για να καταλάβουμε όλα αυτά, πρέπει να μελετήσουμε το παγκόσμιο σύστημά μας ως σύνολο. Οφείλουμε να προσδιορίσουμε πρώτα τα συστηματικά προβλήματα και μετά να δώσουμε την συστηματική ανάλυση και να βρούμε τις λύσεις, αντί να εστιάζουμε το ενδιαφέρον μας στα άτομα και στις επιμέρους διαδικασίες μέσα στο σύστημα.
Συγκεφαλαιώνοντας, έχει καταστεί σαφές ότι, στο άρθρο αυτό εξηγήσαμε πως φθάσαμε από την θεωρία στην πράξη. Παρατηρήθηκε ότι, η θεωρία της σχετικότητας, ως εμπειρική ερμηνεία, που είναι σε διαλεκτική αντίθεση με την θεωρία του επιστημονικού απολύτου, ξεβολεύει τους ελίτ, τα κόμματα, την πολιτική εξουσία και πολλά ακαδημαικά συστήματα, γιατί είναι η “αλήθεια” της εμπειρίας του κοινωνικού συνόλου. Δηλαδή, απεικονίζει και τα συμφέροντα όλων των πολιτών. Επομένως, η επιλογή που έχουν οι κοινωνικές μάζες για να απαλλαγούν από την χειραγώγηση των ελίτ είναι να αντιληφθούν ότι ο σχετικισμός είναι η «αλήθεια» της εμπειρίας του κοινωνικού συνόλου και η απολυτότητα είναι η «αλήθεια» της εμπειρίας των ελίτ. Παρουσιάσαμε ότι η θεωρία της σχετικότητας, μας προσκομίζει τα ερμηνευτικά κλειδιά για να έχουμε πρόσβαση να προβούμε σε εμπειρικές αναλύσεις προκειμένου να κατανοήσουμε τη σχέση ανάμεσα στα συμφέροντα διαφορετικών ομάδων, και να αναλύσουμε τις πολιτικές, οικονομικές, ιστορικές και κοινωνικές δυνάμεις που ενθαρρίνουν τα κίνητρα των γεγονότων. Προκειμένου να προσδιοριστεί αυτό, εξηγήσαμε μελέτες περιπτώσεων για να αποκαλυφθεί το συμφέρον(τα κίνητρα) των γεγονότων, ο συντηριτικός χαρακτήρας της πολιτικής, και ο ρόλος της ιδεολογίας.
Νικόλαος Λ. Μωραίτης. Ph.D.
Διεθνείς Σχέσεις-Συγκριτική πολιτική-
Εξωτερική Πολιτική των ΗΠΑ.
Καλιφόρνια, U.S.A.
Member of International Hellenic Association (USA)