ΆρθροΑρχείο

Η ελληνική γεωργία στο μνημονιακό ναρκοπέδιο

Η ελληνική γεωργία βρίσκεται σε κρίση αρκετά πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Οι δείκτες για το γεωργικό εισόδημα, την αγροτική απασχόληση, τις καλλιεργούμενες εκτάσεις βαίνουν μειούμενοι για πολλά χρόνια. Οι αιτίες μπορούν να αναζητηθούν σε ένα στρεβλό αναπτυξιακό και παραγωγικό μοντέλο που υιοθετήθηκε, στην κομματική/πελατειακή διαχείριση του αγροτικού κόσμου και των συνεταιριστικών προσπαθειών, στις επιταγές της ΚΑΠ όπου ταυτόχρονα με τις ενισχύσεις είχαμε μια αποδιάρθρωση κλάδων, διόγκωση των εισαγωγών και του αρνητικού εμπορικού ισοζυγίου.

Τη μνημονιακή περίοδο, ο πρωτογενής τομέας παρόλο που θα μπορούσε να επανατοποθετηθεί με διαφορετικούς όρους στο αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας και να προσελκύσει νέους ανθρώπους στην παραγωγή φαίνεται να βουλιάζει στην αποεπένδυση και την απαξίωση. Όσοι θέλησαν να ασχοληθούν, τις περισσότερες φορές κόλλησαν στην ανυπαρξία υποστήριξης και σχεδιασμού, το ξανασκέφτηκαν όταν είδαν τα βάρη που επωμίζεται ο αγροτικός χώρος να είναι υπέρμετρα και η παραγωγή σε αβεβαιότητα, απογοητεύτηκαν όταν αντιλήφθηκαν την αδύναμη διαπραγματευτική θέση του παραγωγού στην εμπορική αλυσίδα.

Η πορεία των πραγμάτων, εφόσον διατηρηθούν έτσι, οδηγεί προς μια γεωργία των μερικών δεκάδων χιλιάδων εκμεταλλεύσεων. Παραγωγικές νησίδες μεγάλων εκμεταλλεύσεων και αγροδιατροφικών εταιρειών, επιβίωση συγκεκριμένων περιοχών με κάποια συγκριτικά πλεονεκτήματα, και ένα πέλαγος εγκατάλειψης και υποκαλλιέργειας που θα κυριαρχεί στον υπόλοιπο αγροτικό χώρο, συνοδευόμενο από κύματα εξόδου από την παραγωγή και συγκέντρωσης της αγροτικής γης.

 

Μαζική φτωχοποίηση και εξοστρακισμός από την παραγωγή

Τα τελευταία χρόνια το χτύπημα σε ό,τι παραγωγικό υπάρχει στη χώρα κλιμακώνεται. Τα μέτρα που επιβαρύνουν τα κόστη παραγωγής, τις φορολογικές/ασφαλιστικές υποχρεώσεις, την υπερχρέωση, είναι διαρκή και έρχονται να προστεθούν σε μια ήδη άσχημη πορεία της αγροτικής οικονομίας, με αρνητικούς τους περισσότερους δείκτες (Πίνακας 1 και 2).

Η απαρίθμηση μέτρων δεν έχει νόημα. Ενδεικτικά μόνο, στον τομέα της ενέργειας, που αποτελεί το 22% του κόστους παραγωγής, είχαμε αυξήσεις στο αγροτικό ρεύμα και την κατάργηση της επιστροφής στο αγροτικό πετρέλαιο. Φτάσαμε, έτσι, να είμαστε η μόνη χώρα στην Ευρώπη που ο αγρότης καλείται να πληρώσει 330 ευρώ/χιλιόλιτρο ως Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στο πετρέλαιο, τη στιγμή που ο Ισπανός αγρότης πληρώνει μόλις 78 και ο Γάλλος 108 ευρώ.

Εκείνο που ήρθε να μονιμοποιήσει και να διευρύνει βίαια τη φτωχοποίηση του αγροτικού τομέα είναι το νέο φορολογικό και ασφαλιστικό. Παρά την κυβερνητική παραπληροφόρηση που αγωνιά μονάχα για τη μακροημέρευση στην εξουσία η κατάσταση εξελίσσεται σε δραματική. Πιο συγκεκριμένα:

– Ο φτωχός αγρότης (η πλειοψηφία του αγροτικού πληθυσμού) παραμένει φτωχός ή γίνεται ακόμα φτωχότερος, ωθούμενος με το ένα πόδι έξω από την παραγωγή. Το άθροισμα της φορολογίας (παρά το αφορολόγητο) και των νέων ασφαλιστικών εισφορών, συγκριτικά με τη φορολογία και τις εισφορές ΟΓΑ που πλήρωναν οι περισσότεροι αγρότες έως το 2015, θα είναι υψηλότερο για τις περισσότερες εισοδηματικές κατηγορίες κάτω των 10.000 ευρώ. Οι μόνοι που θα έχουν μια μικρή μείωση σε σχέση με το 2015 είναι όσοι βρίσκονται στη ζώνη 4.000 έως 6.000 ευρώ, κι αυτό εφόσον ξεφύγουν από τις παγίδες των τεκμηρίων. Μάλιστα από φέτος θα φορολογείται και η βασική ενίσχυση που αποτελεί το 55% των συνολικών κοινοτικών ενισχύσεων.

– Ειδικά επιβαρύνονται οι οικογενειακές αγροτικές εκμεταλλεύσεις, όπου ασφαλισμένοι είναι και οι δύο σύζυγοι και τα ενήλικα παιδιά. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα φτάσει ο καθένας τους να πληρώνει τουλάχιστον 1.340 ευρώ (κατώτατη εισφορά). Δηλαδή, ένα αγροτικό ζευγάρι θα κληθεί να πληρώσει κατ’ ελάχιστον 2.680 ευρώ ως ασφαλιστική εισφορά και μια οικογένεια (δύο γονείς και ένα ενήλικο παιδί) τουλάχιστον 4.020 ευρώ/έτος ασφαλιστικής εισφορές, ανεξαρτήτως εισοδήματος!!!

– Τα μικρά προς μεσαία εισοδήματα συμπιέζονται βίαια προς τα κάτω, όπως φαίνεται και στα παραδείγματα του πίνακα 3. Η αφαίμαξη αυτών των ζωτικών κατηγοριών θα οδηγήσει σε ένταση της αποεπένδυσης, αδυναμία εκσυγχρονισμού και αναδιάρθρωσης των εκμεταλλεύσεων και μεγαλύτερη έκθεση των αγροτών σε όλα τα ρίσκα, τις ανασφάλειες και τους ανταγωνισμούς στους οποίους είναι εκτεθειμένη η παραγωγή.

– Εκεί που οι εξελίξεις θα είναι ραγδαίες είναι στους ετεροεπαγγελματίες. Και επειδή η κυρίαρχη αφήγηση, αλλά και όσοι επενδύουν σε διαιρετικές πολιτικές, παρουσιάζουν τους ετεροεπαγγελματίες ως μεγαλογιατρούς του Κολωνακίου που λαμβάνουν και αγροτικά εσοδήματα, η πραγματικότητα είναι ότι στην ελληνική ύπαιθρο σημαντικό κομμάτι συμπληρώνει τα χαμηλά του εισοδήματα από αγροτικές δραστηριότητες. Πλέον, με την αυστηροποίηση των κριτηρίων για τους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, την εξαίρεση των υπολοίπων από το αφορολόγητο, την αύξηση του φορολογικού συντελεστή στο 22% και την ασφαλιστική εισφορά στο αγροτικό εισόδημα μιλάμε για οικονομική ψυχρολουσία.

Οι αυτοαπασχολούμενοι ήδη πήραν τα ραβασάκια του ΕΦΚΑ και θα καλούνται να πληρώσουν 27% (προσωρινά είναι στο 20%) του καθαρού αγροτικού εισοδήματος ως ασφαλιστική εισφορά και 22% από το πρώτο ευρώ ως φόρο εισοδήματος. Δηλαδή, κάποιος που έβγαζε 5.000 ευρώ από τις ελιές του και έδινε μέχρι πέρυσι 650 ευρώ για φόρο, πλέον θα δίνει πάνω από 2.000 ευρώ ως ασφαλιστική εισφορά και φόρο, φιλεύοντας το υπουργείο Οικονομικών και τους δανειστές με περίπου 650 κιλά λάδι, για το καλό που του έκαναν να του αφήσουν τα υπόλοιπα 3.000 ευρώ…

Για τους μισθωτούς και συνταξιούχους που διατηρούν και αγροτική δραστηριότητα δεν έχουν αποσαφηνιστεί τα πράγματα, αλλά μάλλον δεν θα αποφύγουν μια σφαγή αντίστοιχη με αυτή των αυτοαπασχολούμενων.

Όσον αφορά στη φορολογία καθεαυτή, στον πίνακα 4 φαίνεται η ραγδαία αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των αγροτών τα τελευταία χρόνια. Ενδεικτικό, επίσης, είναι το ότι στην Ελλάδα (για τα έτη 2012-2014) το ύψος των φόρων στην αγροτική παραγωγή της χώρας αναλογεί στο 7,5% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της γεωργίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ-27 είναι 3% και στις γειτονικές Βουλγαρία και Ρουμανία, 0,1% και 0,3% αντίστοιχα (Εξελίξεις στην Αγροτική Οικονομία, Gaia Επιχειρείν, Νοέμβριος 2015)!

Τούτων δοθέντων, ολοένα και περισσότερα νοικοκυριά του αγροτικού χώρου θα εγκλωβίζονται κοντά στα όρια της φτώχειας. Κι αυτό, είτε κάποιος είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότης είτε όχι. Άλλοι δεν θα μπορέσουν να συνεχίσουν να καλλιεργούν και άλλοι δεν θα αξίζει τον κόπο να ασχολούνται με την παραγωγή. Αυτή είναι η κατεπείγουσα πραγματικότητα που δεν μπορεί να αποκρυφθεί πίσω από την άνεση και τον κυνισμό του αντιπροέδρου της κυβέρνησης απέναντι στους αγρότες, ή από τους πανηγυρισμούς του υπουργού για τη μεγάλη κατάκτηση του αφορολόγητου, ή από τις περισπούδαστες αρλούμπες βουλευτών περί «ταξικής μεροληψίας υπέρ των μικρών και μεσαίων αγροτών».

 

Για την τροφή μιλάμε

Κι επειδή η συζήτηση για το αγροτικό ζήτημα συχνά γίνεται σαν να πρόκειται μόνο για τις διεκδικήσεις μιας κοινωνικής κατηγορίας, το ζήτημα είναι πολύ πιο ευρύ. Αφορά, πέρα από την επιβίωση μιας κοινωνικής κατηγορίας που έχει γεωγραφικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες (ορεινές, ημιορεινές και νησιωτικές περιοχές, αποκλειστικό εισόδημα, κ.ά.), τη διατροφική εξάρτηση και ασφάλεια, το διατροφικό μοντέλο. Κι εδώ είναι που συναντά η κρίση του αγροτικού χώρου τη διατροφική κρίση που απλώνεται σε ολόκληρη την κοινωνία.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τη δημοσίευση της ΕΛΣΤΑΤ «Συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα» (05/01/2017) παρατηρούνται σοβαρές αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες, ή καλύτερα δυνατότητες, των νοικοκυριών με σημαντική μείωση της κατανάλωσης βασικών αγαθών όπως κρέας, ψάρι, γάλα, τυρί, φρούτα, και λαχανικά.

Μεγαλώνει και οξύνεται συνεχώς μια αντίφαση ανάμεσα στους πολίτες που αδυνατούν να καταναλώσουν βασικά προϊόντα του πρωτογενή τομέα και στους παραγωγούς που λόγω των πολλαπλών επιβαρύνσεων αδυνατούν να παράγουν σε τιμές πιο προσιτές. Αυτός είναι και ο λόγος που συνωστίζονται αγροτικά προϊόντα σε εξαγωγική κατεύθυνση, με την κυβέρνηση να επιχαίρει για την αύξηση των εξαγωγών, ενώ από την άλλη οι εισαγωγές αγροτικών προϊόντων παραμένουν σχεδόν σταθερές καλύπτοντας τις εγχώριες ανάγκες με φθηνότερα και χαμηλότερης συνήθως διατροφικής αξίας προϊόντα.

Ένας λαός που δυσκολεύεται να καταναλώσει από αυτά που παράγει και που δεν παράγει αυτά που θα μπορούσε να παράγει. Μια χώρα που αν στερεί τη δυνατότητα να παράγουν αυτοί που ξέρουν και μπορούν, τότε ποιος θα παράγει και για ποιον;

 

Κατακερματισμός, εμπαιγμοί και στο τέλος αποκλιμάκωση

Οι φετινές αγροτικές κινητοποιήσεις έδειξαν από νωρίς πως δεν θα μπορούσαν να συγκριθούν με αυτές του 2016, οι οποίες χρωματίστηκαν από το το υψηλό φρόνημα και την αγωνιστικότητα των παραγωγών. Τα μπλόκα εμφανίστηκαν με μικρότερη δυναμικότητα παρά την οργή που κυριάρχησε.

Όλα αυτά αντικατοπτρίστηκαν και στην εικόνα του πανελλαδικού συλλαλητηρίου της περασμένης Τρίτης. Συγκέντρωση χωρίς παλμό, με μικρή συμμετοχή αφού μόνο 40 μπλόκα συμμετείχαν. Η διάσπαση και ο κατακερματισμός χαρακτήρισαν εξαρχής τις φετινές κινητοποιήσεις.

Από τα μπλόκα που έδωσαν το παρόν στη διαδήλωση της Αθήνας οι εκπρόσωποι της Κεντρικής Μακεδονίας έθεσαν σαν βασικό αίτημα τη συνάντηση με τον πρωθυπουργό. Εντέλει συμβιβάστηκαν να συνομιλήσουν με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και να εισπράξουν στο τραπέζι του διαλόγου μόνο εμπαιγμό. Ο Γιάννης Δραγασάκης απάντησε πως φορολογικό και ασφαλιστικό δεν πρόκειται να τροποποιηθούν και πως θα προσπαθήσουν να λάβουν μέτρα ώστε να μειωθεί το κόστος παραγωγής. Χαρακτηριστική του εμπαιγμού είναι η δήλωση πως η πλειοψηφία των αιτημάτων των παραγωγών είτε έχουν ικανοποιηθεί ή τα αρμόδια υπουργεία εργάζονται προς αυτή την κατεύθυνση. Έτσι η συζήτηση αφορούσε ανταλλαγή απόψεων για το μέλλον της αγροτικής παραγωγής στη χώρα.

Λογικό επακόλουθο ήταν η συνάντηση να λήξει πριν την ώρα της αφού οι παραγωγοί αποχώρησαν τουλάχιστον απογοητευμένοι. Πρακτικά σε όλες τις περιοχές οι αγρότες σχεδιάζουν να αποχωρήσουν από τα μπλόκα, με αποφάσεις που λαμβάνονται στις συνελεύσεις της Πέμπτης και της Παρασκευής. Μπορεί οι συνδικαλιστές να κάνουν λόγο για συνέχιση του αγώνα τους με άλλες μορφές, όμως είναι ξεκάθαρο πως οδεύουν προς αποκλιμάκωση των κινητοποιήσεών τους.