Η πολιτική ως άσκηση προσωπικού ύφους
Από όσα έχω δει στην πολιτική μας ζωή και από όσα έχω διαβάσει για τα προηγούμενα χρόνια, νομίζω είναι η πρώτη φορά που παίζει τόσο αποφασιστικό ρόλο σε μια κυβέρνηση το προσωπικό ύφος των στελεχών της.
Δεν εννοώ ασφαλώς ότι οι προηγούμενοι είχαν απρόσωπη συμπεριφορά στην άσκηση της πολιτικής αλλά δεν είχαμε το φαινόμενο να παράγει το ύφος αποτέλεσμα, όπως συμβαίνει σήμερα τόσο συχνά. Υπήρχε ένα τυπικό συμπεριφοράς που ακολουθούσαν οι εκάστοτε Πρωθυπουργοί και υπουργοί, που συνήθως σου έδιναν την εικόνα ανθρώπων που υπέτασαν τις παρορμήσεις και το ταμπεραμέντο τους και δεν τους επέτρεπαν να δίνουν τον τόνο στις σοβαρές υποθέσεις που χειρίζονταν, ιδίως όταν οι συνομιλητές τους δεν μιλούσαν ελληνικά.Αυτό φυσικά δεν είχε να κάνει σε τίποτα με τη μαχητικότητά τους στη διεκδίκηση όσων θεωρούσαν ότι δικαιούτο η χώρα – υπήρξαν Έλληνες πολιτικοί που κέρδισαν υπέρ της πατρίδας μεγάλες μάχες χωρίς να αντιληφθούμε αυξομειώσεις στην ένταση του προσωπικού τους αισθήματος.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με τα σημερινά δεδομένα έβαλε τη χώρα στην ΕΟΚ σχεδόν αθόρυβα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου απέτρεψε την πολεμική εμπλοκή με την Τουρκία το 1987 σε χαμηλούς τόνους ήρεμης δύναμης. Ο Κώστας Σημίτης έβαλε την Κύπρο στην Ευρωπαική Ένωση σαν να ήταν σημείωση στο μπλοκάκι του. Αυτοί, και αρκετοί άλλοι, δεν άφηναν τον εαυτό τους να ξεχειλίζει και να χρωματίζει τα μεγάλα γεγονότα- στη διεθνή σκηνή πρωταγωνιστής ήταν η χώρα και η γλώσσα της, η γλώσσα της διπλωματίας.Ο κανόνας έσπασε με αυτήν την κυβέρνηση.
Ο κ.Τσίπρας πέρασε τους πρώτους κρίσιμους μήνες της διακυβέρνησής του περιφέροντας τον θρασύ νεαρό, γοητευτικό και αντισυμβατικό επαναστάτη στις Συνόδους Κορυφής, και όταν κατάλαβε ότι η ακτινοβολία του δεν είχε τα αποτελέσματα που είχε στη νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ήδη αργά. Οταν κατάλαβε ότι υπήρχε μία κοινή ρημάδα γλώσσα στόματος και σώματος στην οποία όφειλε να συνεννοηθεί με τους εταίρους, ασχέτως αν δεν ταίριαζε με το ατομικό του στυλ, η χώρα είχε ένα ακόμα μνημόνιο στην πλάτη.
Ο Γιάνης Βαρουφάκης ήταν ο κατεξοχήν που καθιέρωσε το ύφος ως πολιτική . Ανεξαρτήτως του οικονομικού του σχεδίου, ο ναρκισσισμός του επεσκίαζε και τις θεωρίες και τις επιδιώξεις του έτσι που γεγονός γινόταν η περσόνα του και όχι η οικονομική πολιτική της χώρας. Δεν έμοιαζε με κανέναν προκάτοχό ή συνάδελφό του, μπροστά του όλοι έμοιαζαν ομοιόμορφοι χαρτογιακάδες – τόσο συναρπαστικό αποτύπωμα της προσωπικής μενταλιτέ υπουργού δεν πρέπει να έχει αφεθεί σε Γιούρογκρουπ. Η τύχη του ήταν φυσικά η ίδια με εκείνη όλων των ειδών, όλων των βασιλείων, που δεν προσαρμόζονται στο περιβάλλον αφού δεν μπορούν να το αλλάξουν. Η εξαφάνιση.
Είναι κουραστικό να αραδιάζει κανείς πόσα από τα πρόσωπα αυτής της Κυβέρνησης θεώρησαν απαραίτητο να κάνουν πολιτική προσωπικού ύφους και ιδιοσυγκρασίας. Άλλοι ηρωικοί και ασυγκράτητοι χάρασσαν κόκκινες γραμμές διαφημίζοντας διεθνώς την ανυπότακτη φύση τους, άλλοι ευσυγκίνητοι και τρωτοί δάκρυζαν δημοσίως όταν οι γραμμές γίνονταν λάστιχο. Και εγώ δεν θα ασχολιόμουν σήμερα αν δε με τρόμαζε η κυριαρχία του προσωπικού ύφους στην άσκηση της πολιτικής μας απέναντι στους Τούρκους.
Ο Πάνος Καμμένος, όπως τον ξέρουμε από τη δημόσια παρουσία του είναι ένας παρορμητικός και χειμαρρώδης πολιτικός, με συναισθηματικές φορτίσεις του λόγου του, χωρίς δισταγμούς σε χρησιμοποίηση χαρακτηρισμών η υπερβολικών ρητορικών σχημάτων για τους αντιπάλους του, γενικά ένα πολιτικός που δεν θα τον έλεγε κάποιος φλεγματικό. Σε άλλους κάνει σε άλλους δεν κάνει. Προκειμένου όμως για θέματα εξωτερικής πολιτικής η έντονη χροιά των ατομικών του χαρακτηριστικών που κυριαρχούν στην αντιπαράθεση με του Τούρκους αξιωματούχους, δεν κάνει σε κανέναν. Εδώ τα στοιχεία της προσωπικότητάς του, τα οποία δεν τιθασεύει λόγω της θέσης του όπως θα όφειλε, παροξύνουν το κλίμα και κλιμακώνουν αχρείαστα τον πόλεμο λέξεων με τους γείτονες.
Μοιάζει σαν να έχει στήσει με τους Τούρκους ομολόγους του έναν καυγά ενυπώσεων, με νικητή αυτόν που θα πει τις πιο ατρόμητες εκφράσεις, κάτι που φυσικά ποτέ δεν ισχύει στην εξωτερική πολιτική. Τρομάζω, όπως τότε μικρή άκουγα ορισμένες φορές καυγάδες στο δρόμο, όταν παλικαράδες να αλληλοαπειλούνται του στυλ «θα σου δείξω εγώ», και έφτανε η στιγμή που η μόνη φυσιολογική εξέλιξη ήταν ή η βία ή η αυτοταπείνωση. Σε τέτοιες οριακές καταστάσεις τεχνητής έντασης που μπορεί να εγκυμονεί απρόβλεπτους κινδύνους δεν σε οδηγεί ποτέ η απρόσωπη γλώσσα της διπλωματίας.
Και αυτήν οφείλει να χρησιμοποιεί ο Υπουργός Άμυνας, όσο και αν τη θεωρεί αταίριαστη στο προφίλ του.
Λίνα Παπαδάκη