Σε προηγούμενο στιχουργικό αφιέρωμα στον «Αναγνώστη»
για το Λυγουριάτικο Καρναβάλι είχαμε σημειώσει ότι :
«Μια χρονιά μονάχα χάσαμε το καρναβάλι αυτό
ήταν ακριβώς το Χίλια Εννιακόσια Εξήντα Οκτώ».
-Τι έγινε όμως τότε;
-Τότε στο Λυγουριό ο πέλεκυς του Χάροντα έπεσε βαρύς.
Ήταν Γενάρης, ο μήνας δώδεκα και πήγαινε προς δεκατρείς.
-Τότε το χωριό σκεπάστηκε με στέφανα άγριου θανάτου.
Ήταν η κρύα νύχτα μιας Παρασκευής, ξημέρωμα Σαββάτου.
-Τότε που με το «Εύελπις» χάθηκαν τρία δικά μας παιδιά
στης Πύλου τ΄ αφρισμένα κύματα και τα βαθιά νερά.
Τους πήρε το πλοίο και τους σήκωσε ο άγριος ο μπάτης,
δεν βρέθηκε γι΄ αυτούς ούτε ένας άγιος προστάτης.
Ο Γιάννης ο «Φλέσσας» πάλεψε και σφήνωσε γερά
νεκρός σε παγωμένα βράχια, μαύρα μυτερά.
Ο υποπλοίαρχος Βασίλης κι ο ναυτόπαις Παναγιώτης
πήραν παραμάσχαλα το ρεύμα τ΄ αλμυρό
και μας αποχαιρέτησαν εις τον ανθό της νιότης.
Φύγανε και σαλπάρανε με κύματα θεόρατα βουνά
σ΄ ένα ατέρμονο ταξίδι στης Μεσογείου τα νερά.
(Αν και είχαν περάσει δυο μέρες από την ώρα της τραγωδίας,
κανένας αρμόδιος του Υπουργείου ή της Ναυτιλιακής Εταιρείας
δεν ενημέρωσε τις οικογένειες για το συμβάν του ναυαγίου.
-Τυχαία το είδε κάποιος και το διάβασε σ΄ εφημερίδα καφενείου…)
Στο Λυγουριό νεκρός επέστρεψε ένας από τους τρεις
κι ο θρήνος δεν ξεχώριζε γειτόνους, φίλους, συγγενείς.
Μια κοινωνία για μερόνυχτα στο πένθος βουτηγμένη
ο ένας το βήμα του άλλου στήριζαν σφιχταγκαλιασμένοι.
Απλωμένα χέρια «ξύλινα» που δείχνανε ψηλά τον ουρανό,
πυρακτωμένα στόματα και βλέμματα σαν τον κεραυνό.
-Που ΄σαι, Βασίλη; -Που ΄σαι, Γιάννη; -Που ΄σαι φίλε Παναγιώτη;
..σπάραζαν οι φωνές που έρχονταν απ΄ της καρδιάς τα σκότη.
Τί λόγια να διαλέξεις, τι νάβρεις χρήσιμο να πεις;
Ποιόνε να παρηγορήσεις και που να παρηγορηθείς;
Τα δάκρυα τρέχανε και βρέχανε χάρτινες φωτογραφίες
και οι στεναγμοί συνόδευαν του παρελθόντος ιστορίες.
Κανένας εδώ στο Λυγουριό δε χόρεψε εκείνη τη χρονιά…
Κανένας ποτήρι με κρασί δεν τσούγκρισε για την Αποκριά…
Κανένας, τέλος δεν κατάλαβε, κανένας δεν μας το ΄πε
πότε στ΄ αλήθεια πέρασαν πενήντα χρόνια από τότε…