Το άρθρο 50 ορίζει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσει ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να αποχωρήσει από αυτή. Κάθε κράτος μέλος μπορεί να λάβει, με βάση τις πρόνοιες του δικού του συντάγματος, την απόφαση να αποχωρήσει από την Ένωση. Μόλις ενεργοποιηθεί το άρθρο 50, οι δύο πλευρές έχουν δύο χρόνια διαπραγματεύσεων. Ωστόσο, η περίοδος αυτή μπορεί να επεκταθεί με ομόφωνη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Στόχος είναι η επίτευξη συμφωνίας, χωρ΄ςι αυτό να αποκλείει το ενδεχόμενο να μην υπάρξει, τελικά, τέτοια συμφωνία.
Δύο συμφωνίες
Η ΕΕ και η Βρετανία, έχουν δύο χρόνια για να διαπραγματευτούν τη συμφωνία αποχώρησης, που θα ορίζει τις ρυθμίσεις για την αποχώρηση της χώρας από την Ένωσης και λαμβάνοντας ταυτόχρονα το πλαίσιο των μελλοντικών τους σχέσεων. Οι συμφωνίες που θα καθορίζουν το πλαίσιο των μελλοντικών σχέσεων των δύο πλευρών θα είναι μέρος ξεχωριστής συμφωνίας, την οποίας οι διαπραγματεύσεις ενδέχεται να διαρκέσουν περισσότερο.
Αν οι διαπραγματεύσεις ολοκληρωθούν επιτυχώς, η συμφωνία αποχώρησης θα πρέπει να επικυρωθεί από τη Βρετανία, να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καθώς και από τουλάχιστον 20 από τα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ, εκπροσωπούμενα στο Συμβούλιο της Ένωσης.
Η συμφωνία για το πλαίσιο των μελλοντικών σχέσεων των δύο πλευρών θα πρέπει να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και από όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης.
Τι καλύπτει η συμφωνία αποχώρησης;
Η συμφωνία αποχώρησης καλύπτει ζητήματα όπως:
-
Τα δικαιώματα των Ευρωπαίων πολιτών στη Βρετανία
-
Τα δικαιώματα των Βρετανών πολιτών στην ΕΕ
-
Οι οικονομικές υποχρεώσεις που ανέλαβε η Βρετανία ως κράτος μέλος
-
Συνοριακά ζητήματα (ειδικά μεταξύ Βρετανίας και Ιρλανδίας)
-
Η έδρα των ευρωπαϊκών οργανισμών
-
Οι διεθνείς δεσμεύσεις που έλαβε η Βρετανία ως κράτος μέλος της Ένωσης (για παράδειγμα η συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα)
Τι καλύπτει η συμφωνία για το μελλοντικό πλαίσιο συνεργασίας;
Η συμφωνία για το μελλοντικό πλαίσιο συνεργασίας θα καθορίζει τις προϋποθέσεις για τη συνεργασία των δύο πλευρών σε διάφορα θέματα, όπως η άμυνα, η καταπολέμηση της τρομοκρατίας, η προστασία του περιβάλλοντος, η έρευνα και η εκπαίδευση.
Βασικό κομμάτι της συμφωνίας θα αφορά τις μελλοντικές εμπορικές σχέσεις.
Οι διαπραγματεύσεις
Με την ανακοίνωση της επίκλησης του άρθρου 50, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, όπου εκπροσωπούνται οι κυβερνήσεις των κρατών μελών, ορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές που θα αποτελέσουν τη βάση της διαπραγμάτευσης. Επικεφαλής των διαπραγματεύσεων από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ο πρώην επίτροπος Μισέλ Μπαρνιέ. Οι διαπραγματεύσεις αναμένεται να ξεκινήσουν μέσα στις επόμενες εβδομάδες.
Κατά την παρουσίασή του στο ΕΚ, ο κ. Μπαρνιέ, απαρίθμησε σειρά αρχών που θα τηρηθούν κατά τις διαπραγματεύσεις: οι τέσσερις ελευθερίες της Ένωσης, πρέπει να μείνουν αδιαίρετες, οποιαδήποτε μεταβατική συμφωνία πρέπει να είναι χρονικά περιορισμένη, το να αποτελεί μια χώρα μέλος της Ένωσης θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να προσφέρει σαφώς μεγαλύτερα πλεονεκτήματα απο οποιαδήποτε άλλη μορφή σχέσης, κάθε νέα μορφή σχέσης θα πρέπειθ να βασίζεται στον αμοιβαίο σεβασμό και το σεβασμό των κανόνων περί ανταγωνισμού, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουνβ απο συμφωνίες με τρίτες χώρες πρέπει να γίνονται σεβαστά και, τέλος, η στενή συνεργασία στο τομέα της άμυνας και της ασφάλειας είναι σε κάθε περίπτωση επιθυμητή.
Τι συμβαίνει σε περίπτωση που δεν υπάρξει συμφωνία;
Αν δεν υπάρξει συμφωνία ούτε και παράταση των διαπραγματεύσεων, τότε η Βρετανία εγκαταλείπει αυτόματα την ΕΕ μετά την παρέλευση ακριβώς δύο ετών. Επίσης, αν δεν επιτευχθεί συμφωνία για τις μελλοντικές σχέσεις των δύο πλευρών, οι συναλλαγές της Βρετανίας με την ΕΕ θα γίνονται σύμφωνα με τους κανόνες του ΠΟΕ.
Ο ρόλος του ΕΚ
Η συμφωνία αποχώρησης δεν μπορεί να τεθεί σε ισχύ χωρίς τη συγκατάθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Τις επόμενες εβδομάδες οι ευρωβουλευτές αναμένεται να υιοθετήσουν ψήφισμα με τις κόκκινες γραμμές του Κοινοβουλίου.
Επικεφαλής των διαπραγματεύσεων από την πλευρά του ΕΚ έχει διοριστεί ο Βέλγος επικεφαλής της ομάδας των Φιλελευθέρων και πρώην πρωθυπουργός, Γκι Φερχόφσταντ, στο δε ΕΚ δίδεται η δυνατότητα αν επηρεάσει τις διαπραγματεύσεις με την υιοθέτηση ψηφίσματος που καθορίζει τη θέση του.