Νίκος «Φαγουλής» ο μπεκρής!
Τον Νίκο λίγοι γνώριζαν γιατί τον φώναζαν και «Φαγουλή»
όλοι όμως ήξεραν πως το κρασί το έπινε πολύ.
Γι΄ αυτό η γυναίκα του η Βαγγελιώ τον κατηγορούσε,
ενώ εκείνος ορκιζότανε πώς να το κόψει προσπαθούσε.
-Πανάθεμά σε, άσωτε, πότε πρόλαβες πάλι να μεθύσεις;
-Ο καιρός κρυάδησε πιες και συ, να μην κρυολογήσεις.
-Δε μου λες με τόση ζέστη πώς το πίνεις το ρημάδι;
-Το καλοκαίρι, το πίνω στη σκιά και στο βαθύ σκοτάδι…
Μια «Πρωτάγιαση» πήγε τον παπά τα βαρέλια να βλογήσει
και πίνανε μαζί μέχρι που ο ήλιος έφτασε στη δύση.
Αυτή η κραιπάλη που έγινε στο υπόγειο βαγεναριό
ήταν η αιτία να μη λάβει αγίασμα το μισό Λυγουριό.
Αυτά έγιναν το «Χίλια Εννιακόσια Σαράντα Οκτώ»
από τον «Φαγουλή» και τον Παπαλέξη τον αλκοολικό.
Η Βαγγελιώ πάντα έψαχνε υποθέσεις να τον ξεγελάσει
μήπως κι ο άσωτος Νίκος την ασωτία του ξεχάσει.
-Σήμερα, τον καλόπιανε, μην πιείς’ θα πάμε εκκλησία.
Έχουμε το μνημόσυνο της Πινιώς και είναι αμαρτία.
-Η Πινιώ, ανόητη, όσο ζούσε, το΄ πινε το κρασί της
και μεις με κρασί θα τιμήσουμε τη μεγάλη εορτή της.
Οι καβγάδες τους πολλές φορές ήταν καθημερινοί
και η ακρόαση της γειτονιάς σε μετάδοση κανονική.
Μια Μεγαλοβδομάδα όμως οι συνθήκες γίναν τραγικές.
Ήτανε τότε που η Βαγγελιώ έκανε δηλώσεις αυστηρές.
-Νίκο, αυτές τις Άγιες Μέρες για σένα «τέρμα» το κρασί.
Θα πηγαίνεις στο βουνό να κόβεις για το σπίτι ξύλα και κλαρί.
Αν αυτό δε γίνει φέτος και συ δεν πρόκειται ν΄ αλλάξεις,
εγώ φεύγω από το σπίτι και μονάχος θα ρημάξεις…
Οι απειλές μάλλον φόβισαν τον Νίκο και πήγε στο βουνό
χωρίς κρασί αλλά με μια «μπουράσκα» άχρηστο νερό.
Η μέρα όταν προχώρησε χωρίς να πιεί κρασί,
τα νεύρα του τον πρόδωσαν και είχε «σφόδρα» απελπιστεί.
-Πανάθεμα την ώρα που άκουσα την πονηρή γυνή…
…και κει που καταριότανε άκουσε μια δυνατή φωνή.
Γύρισε να δει ποιος φώναξε από το μονοπάτι.
Εκεί στέκονταν δυο ζώα φορτωμένα μ΄ έναν αγωγιάτη.
Ο ξένος ρώτησε αν πορευότανε σωστά για το Αδάμι.
Πήγαινε, λέει, έξι ασκούς κρασί στου «Καραφωτιά» το Χάνι.
Όταν άκουσε ο Νίκος για κρασί, δεν πίστευε στ΄ αυτιά του.
Πίστεψε όμως πως «υπάρχει θεός» και βρίσκεται κοντά του.
Αμέσως άδειασε τη «μπουράσκα» από το άχρηστο νερό
και την έδωσε να του τη γεμίσει με κρασάκι ιερό…
Έτσι το βράδυ γύρισε στο σπίτι και πάλι μεθυσμένος
αλλά ετούτη τη φορά αρκούντως δικαιολογημένος.
-Σήμερα, μολόγησε, πήρα τα βουνά για να μην πιώ κρασί
μα κείνο αγγάρεψε το διάβολο και ήρθε να με βρει…
Απρίλης 2017