Τη Σοφούλα τη μοναχοκόρη του παπά μας του Σαρρή
όλοι τη φώναζαν «μακροΣοφιά» γιατί ήτανε ψηλή.
Από μικρή έχασε τη μάνα της κι έμεινε ορφανή
μεγαλώνοντας όμως έγινε όμορφη πολύ και ικανή.
Τα μάτια της σαν φλόγιστρα πετάγανε μικρές φωτιές,
τα φρύδια της δυό κύματα ζωγράφου πινελιές…
Μαλλιά κοτσίδες μακριές τυλιγμένες μες΄ τη μπόλια
αυτά είδε και θαμπώθηκε ο Ανδριανός του Τόλια.
Χωρίς πολύ να το σκεφτεί και περισσότερο να το αντέξει
είπε στον πατέρα του να στείλει και να την προξενέψει.
Αυτό όμως δεν ήταν εύκολο και τα εμπόδια πολλά…
γιατί ο Τόλιας με τον παπά ποτέ δεν τα ΄χανε καλά…
Οι Τολιαίοι ψήφιζαν Θεόδωρο Δηλιγιάννη διαρκώς
ενώ ο παπάς Χαρίλαο Τρικούπη ιδεολογικώς .
Αλλά και στις τοπικές εκλογές είχανε κόντρα από παλιά
γιατί ο παπάς δεν ψήφιζε Τολιαίους, αλλά Σταύρο Ξυπολιά.
Ανταγωνισμό είχανε και στο οικονομικό πεδίο
αφού για χρόνια πολλά δανειστές ήτανε και οι δύο.
Αυτές τις διαφορές όμως ο Αντρέας και η μακρο-Σοφιά
εύκολα τις ξεπέρασαν γιατί αγαπήθηκαν βαθιά.
Άλλωστε και ο Αντρέας ήτανε ωραίο παλικάρι
και της μικρής Σοφίας την καρδούλα δεν άργησε να πάρει.
Όταν είδε ο παπάς πως η κόρη του «κοιτούσε» τον Ανδρέα
έβαλε σ΄ ενέργεια σχέδια δραστικά και πολύ ακραία.
Πρότεινε στον Ξυπολιά την κόρη του ν΄ αρραβωνιαστεί
προκειμένου το αίσθημα με τον Τόλια ταχέως να σβηστεί.
Αυτή όμως η απόφαση δεν άρεσε στη Σοφία,
η οποία «έβλεπε» τον Αντρέα σε κάθε ευκαιρία…
Ο λόγος ήταν αιτιολογημένος και αντικειμενικός
γιατί ο Ξυπολιάς ήταν ασχημομούρης και κοντακιανός…
Κι ενώ όλα έγιναν όπως ο παπάς τα είχε σχεδιάσει,
η Σοφία σκεφτότανε με ποιο τρόπο να του τα χαλάσει.
Η γκρίνια ανάμεσα στους δύο ήταν καθημερινή
ποτέ τους δεν συμφώνησαν και η ρήξη φαινόταν πιθανή.
Κλάματα, φωνές άκουγαν υπηρέτες και γειτόνοι
κι έβλεπαν το αρχοντικό η στεναχώρια να κυκλώνει.
Η Σοφία εύκολα έλυσε τον αταίριαστο αρραβώνα
και κλειδωμένη σπίτι της πέρασε ολόκληρο χειμώνα.
Την άνοιξη όμως αποφάσισε να γίνει το δικό της
για να βρεθεί πιο σύντομα κοντά στον αγαπητικό της.
«Φύλαξε» κι όταν ο παπάς έφυγε για τον εσπερινό,
εκείνη πήγε στ΄ «Αλώνια» και βρήκε του Τόλια ένα βοσκό,
του πήρε την κάπα και τη φόρεσε με πονηρό σκοπό…
…Να πάει να πει στον Ανδρέα να έρθει να την πάρει.
Αυτή θα τον περίμενε στου «Στυλιανού το Πουρνάρι».
Κανένας δεν πρόβλεψε της κόρης την αποκοτιά
ενώ πολλοί εθαύμασαν την τολμηρή μακροΣοφιά.
Ο παπα-Σαρρής τι νάκανε… υποχώρησε κάποια στιγμή
και ζήσανε με αγάπη στο αρχοντικό του όλοι μαζί
…αφού και ο γιός του ο Μέλτος τον είχε εγκαταλείψει
όταν πήγε στην Αμερική χωρίς ποτέ πίσω να γυρίσει.
Η Σοφία κι ο Ανδρέας απόχτησαν πολλά παιδιά
που τα προίκισαν με σπουδές και πλούτη πολλά.
Έζησαν μια άνετη ζωή με δύναμη κι ενδιαφέρον
προασπίζοντας εξουσία και οικονομικό συμφέρον.
Ο Ανδρέας ήτανε σκληρός κι απόλυτος πραγματευτής
ενώ η Σοφία είχε συμπόνια σε γειτόνους και συγγενείς.
Αυτή ήταν ο σύνδεσμος των δύο συνεταίρων και αδελφών
-Γιώργη και Ανδρέα- που είχαν σχέσεις αιώνιων εχθρών…
Όλα όμως αυτά χάθηκαν και δεν τα κράτησε τύχη καμιά
όταν η Σοφία πέθανε απροσδόκητα το «Είκοσι Εννιά» .
Μια απροσεξία έφερε το κακό, που δεν είχε γυρισμό…
Έκοψε το χέρι της μ΄ ένα μπουκάλι από τοματοχυμό.
Αυτός ο θάνατος όρισε της οικογένειας την παρακμή
που έναν αιώνα εξουσίαζε τη Λυγουριάτικη ζωή.
ΙΟΥΝΙΟΣ 2017