Μετά τον πόλεμο οι Ευρωπαίοι όλοι ανοικοδομούσαν
ενώ οι Έλληνες «μεταξύ τους» με λύσσα πολεμούσαν.
Όποιοι κι αν νικούσανε είχαμε γιορτές μεγάλες
ενώ η Ελλάδα βούλιαζε σε πένθη και μπελάδες.
Από τα χωριά τους έφευγαν κυνηγημένοι οι ανθρώποι
κουρέλι η ψυχούλα του κάθε πολεμιστή στρατιώτη.
Δυο στρατοί στον πόλεμο, «Εθνικός» και «Δημοκρατικός»,
ποιος θα νικήσει για να ορίσει το δικό του καθεστώς.
Έτσι το «Σαράντα Επτά» κάλεσαν και το Γιώργη στο στρατό
ένα ψηλό ξανθό παιδί γερό από το Λυγουριό
που άφησε το κοπάδι του, τ΄ αμπέλι του και τις ελιές
και του ΄δωσαν ντουφέκι να πολεμήσει τους κομμουνιστές.
Βέβαια αν δεν σκότωνες εσύ σε σκότωναν οι άλλοι.
Αυτά στη Γιάλτα αποφάσισαν του κόσμου οι Μεγάλοι…
Δημιούργησαν εμφύλιο σε μια χώρα αποδεκατισμένη
για να παραδοθεί στους «Σύμμαχους» φτωχή και διχασμένη.
Ο Γιώργης με το φόβο στο λαιμό και την ψυχή του άδεια
στρατεύτηκε κι έμπλεξε στου Γράμμου τα… πουρνάρια.
Τα βιώματα εφιαλτικά στο θάνατο αντάμα
να βλέπεις φίλους και γνωστούς ανάσκελα στη γράνα…
-Ποιας Ελληνίδας μάνας είναι το παιδί το σκοτωμένο;
-Ποιος γιός, ποιανού πατέρα βλαστάρι κλαδεμένο;
…και κει που όλοι πίστεψαν ότι ο πόλεμος τελειώνει
σε μια επίθεση των ανταρτών βρέθηκαν να είναι μόνοι.
Αρκετοί πιάστηκαν στο δόκανο της αιχμαλωσίας
και μαζί με τον Γιώργη βρέθηκαν στα έγκατα της Αλβανίας…
Ήταν «Τριάντα Μαϊου» του «Σαράντα Εννέα» ακριβώς
κι ο δρόμος τους προς το Δυρράχιο ήτανε…περπατιστός.
Όσο προχωρούσαν, οι ντόπιοι τους κοίταζαν «μ΄ ένα μάτι»
και οι φρουροί για να μην ξεφύγουν από το μονοπάτι.
Όταν έφτασαν σώοι και «κουτσοί» στον προορισμό τους
εκεί τους είπαν πως όλα θα κριθούν από το… σκάψιμό τους.
Από το πρωί μέχρι το βράδυ να εκχερσώνουν στα βουνά
και πότε στους κάμπους ν΄ ανοίγουν κανάλια αρδευτικά.
Τα φαγητά χωρίς λάδι, άνοστα, μπιζέλια και χόρτα,
σπασμένο ρύζι, μαύρα μακαρόνια και ψωμί μπομπότα.
Κάποιες νύχτες που δεν είχε ο ουρανός φεγγάρι
έβγαιναν απ΄ το φεγγίτη να μην τους πάρουνε χαμπάρι
κι έκλεβαν από τα κρατικά, πότε κότα, πότε χήνα
κι όλη τη νύχτα βράζανε για να καλμάρουνε την πείνα.
Το ωράριο «βρέξει χιονίσει» ήτανε κανονισμένο
«ήλιο με ήλιο» μες΄ στη σκόνη και τις λάσπες, ματωμένο.
Ευτυχώς ο Γιώργης ήταν δυνατός κι άντεχαν οι ώμοι
μα όλα έδειχναν πως θα ζούσε για λίγο καιρό ακόμη…
Εδώ στο χωριό το Γιώργη τον είχανε για πεθαμένο
και το σπίτι έπαιρνε μισθό για «στρατιώτη σκοτωμένο».
Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ, σαν χειμερινή λιακάδα.
Κάποιος που όταν δραπέτευσε και ήρθε στην Ελλάδα,
είπε πως ο Γιώργης ζούσε «μια χαρά» στην αιχμαλωσία
και το κράτος τους «έκοψε» τη σύνταξη με… αναισθησία.
Όταν μάθανε ότι «ο Γιώργης ζει» πολύ χαρήκανε
μα όταν τους «κράτησαν» τη σύνταξη όλοι πικραθήκανε.
Μια Πατρίδα που αλλόκοτα συναισθήματα μας χαρίζει
τη μια μας «ανεβάζει» και την άλλη μας καταποντίζει…
Τα βάσανα των αιχμαλώτων δεν κράτησαν αιώνια
αλλά τέλειωσαν μετά από επτάμιση μαύρα χρόνια.
Ήταν «Είκοσι Δύο» Αυγούστου του «Πενήντα Έξι»
και αναχώρησαν την επομένη λίγο πριν να φέξει.
Τους φόρτωσαν σ΄ ένα πλοίο που έπιασε Αλβανική στεριά
και σε σαράντα ώρες έφτασαν στο Φάληρο του Πειραιά.
Από κει για μια ακτινογραφία στο ΚΕΒΟΠ Χαϊδαρίου
και λίγες δραχμές στο χέρι για τα ναύλα του λεωφορείου.
Ο Γιώργης εδώ που γύρισε δεν ξεκουράστηκε πολύ
αλλά δημιούργησε όσα του ΄λειψαν, σαν ελεύθερο πουλί.
Απόχτησε ελαιώνες, περιβόλια, δούλεψε σκληρά,
έφτιαξε καινούργιο σπίτι, έβαλε νοικοκυρά…
Το «Εξήντα» ζήτησε αρχαιοφύλακας να διοριστεί,
αλλά το αίτημα δεν έγινε καν δεκτό γιατί :
Δεν είχε γνώσεις από του Δημοτικού περισσότερες,
αν και μετά διόρισαν άλλους που είχανε λιγότερες…
Ο Γιώργης ο «Βλαχούλης» πέθανε «πλήρης ημερών»
…ενενήντα και πλέον ετών…
εν μέσω της οικογένειάς του, τέκνων και εγγονών.
ΙΟΥΛΙΟΣ 2017