Θα είναι υποψήφιος για το νέο φορέα ο Μανιάτης;
Συνέντευξη στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» έδωσε ο βουλευτής Αργολίδας Γιάννης Μανιάτης, αφήνοντας ανοιχτό το θέμα της υποψήφιοτητάς του για την ηγεσία του νέου φορέα της κεντροαριστεράς, χωρίς να αποκαλύψει ακόμα τις προθέσεις του.
Η συνέντευξη Μανιάτη στη Σάσα Σταμάτη:
– Σας εκφράζει η πρόσφατη παρέμβαση Λαλιώτη ότι πρέπει να διαμορφωθεί ένα αντί-νεοφιλελεύθερο μέτωπο, φωτογραφίζοντας ουσιαστικά μια μελλοντική συνεργασία της Δημοκρατικής Συμπαράταξης με τον ΣΥΡΙΖΑ;
Με εκφράζει μια μεγάλη δημοκρατική μεταρρυθμιστική παράταξη η οποία θα προσδιορίσει το μέλλον της χώρας και που αναπόφευκτα θα εμπεριέχει πρόταση για μια Ελλάδα που ξεπερνά τα μνημόνια. Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα και ταυτόχρονα ο πήχης του προοδευτικού κόσμου σήμερα. Να μιλήσουμε για το μετά. Το θέμα λοιπόν δεν είναι εμείς με ποιον θα πάμε, αλλά ποιοι άλλοι θα συμπορευτούν με τις προοδευτικές μας προτάσεις.
– Έχετε ξεκινήσει τις διαδικασίες για τη δημιουργία του νέου φορέα της Κεντροαριστεράς . Πόσο αισιόδοξος είστε ότι θα καταφέρετε να ενώσετε τα διάσπαρτα κομμάτια της;
Είμαι εξαιρετικά αισιόδοξος και το στηρίζω στο ότι πριν 2 χρόνια ήμουν ο άνθρωπος που ως επικεφαλής της επιτροπής για την ανασυγκρότηση της σοσιαλδημοκρατίας φτιάξαμε τη «Δημοκρατική Συμπαράταξη». Σήμερα όλοι έχουν καταλάβει ότι η ενότητα είναι το μοναδικό στοιχείο που μπορεί να δώσει λύση στη χώρα. Όλοι έχουν καταλάβει ότι πρέπει να ενώσουμε τις δυνάμεις μας. Δεν χωρούν πια ούτε μικροκομματισμοί ούτε προσωπικές φιλοδοξίες, ούτε οτιδήποτε άλλο. Το μεγάλο μας περιμένει. Το μεγάλο το έχει ανάγκη η Ελλάδα.
– Θα είσαστε υποψήφιος για την ηγεσία του νέου φορέα;
Όταν θα έρθει η κατάλληλη στιγμή, θα απαντήσω με το θεσμικό τρόπο που αρμόζει.
– Είσαστε ο άνθρωπος που χειριστήκατε το καλοκαίρι του 2015, με απόφαση της Φ. Γεννηματά, την υπόθεση της Κεντροαριστεράς, η οποία οδήγησε στη δημιουργία της Δημοκρατικής Συμπαράταξης. Πόσο δύσκολο ήταν το εγχείρημα;
Ήταν ένα πρωτοποριακό εγχείρημα, γιατί τότε υπήρχε μεγάλη καχυποψία από όλες τις πλευρές. Καταφέραμε και το υλοποιήσαμε γιατί χειρίστηκα και χειριστήκαμε το θέμα με απόλυτη ειλικρίνεια, χωρίς καμία σκοπιμότητα καπελώματος κανενός από κανέναν και με απόλυτη ισότητα. Όταν σέβεσαι το λόγο σου και είσαι ειλικρινής, τότε κερδίζεις τον συνομιλητή σου.
– Ο πατέρας σας ήταν σιδεράς. Τον βοηθούσατε ως παιδί ή ως φοιτητής τα καλοκαίρια;
Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα όλα τα καλοκαίρια στο σιδεράδικο του παππού μου και του πατέρα μου, στο Άργος. Εκεί έμαθα τι σημαίνει το καμίνι που κοκκινίζει το σίδερο και μετά το σφυρί με το αμόνι, που γυρνάς το σίδερο για να του δώσεις το σχήμα που θέλεις. Έχει δίκιο ο λαός μας που λέει ότι μέσα από τη σκληρή δουλειά σφυρηλατείται ο χαρακτήρας του ανθρώπου και ο σεβασμός απέναντι στους ανθρώπους του μόχθου, που δεν τους χαρίστηκε τίποτα στη ζωή. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι κάποτε μας ανατέθηκε να φτιάξουμε την κεντρική πόρτα του Αρχαιολογικού Μουσείου Άργους. Μεγάλη τιμή για τον παππού μου, αλλά και για μένα που ήμουν ο πιο μικρός βοηθός του. Είμαι πολύ περήφανος που μετά από πολλές δεκαετίες, ακόμα και σήμερα, η πόρτα αυτή κοσμεί την είσοδο του Μουσείου. Την πόρτα αυτή την έχουμε φτιάξει με τα χέρια μας εγώ και ο παππούς μου.
– Μαθαίνουμε ότι στην εφηβεία σας ήσασταν πρωταθλητής στίβου στα 100 μέτρα στην Πελοπόννησο. Σας κέρδισε η πολιτική και δεν συνεχίσατε;
Στις 3 τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου ήμουν πρωταθλητής Αργολίδας και Πελοποννήσου στα 100 μέτρα. Ήμουν κατοστάρης και μάλιστα για δύο χρονιές ταυτόχρονα ήμουν πρώτος και στο 400αρι. Μετά μπήκα στο Πολυτεχνείο και έμπλεξα με τα μαθήματα, οπότε επέλεξα το Μαραθώνιο της ακαδημαϊκής ζωής και αριστείας.
– Θα ξυρίζατε το μουστάκι σου και για ποιο λόγο;
Δεν θα το ξύριζα για τίποτα. Εξάλλου, σήμερα όλα τα νέα παιδιά με το δικό τους, ωραίο στυλ, έχουν γένια και μουστάκι.
– Έχετε κάπου πάθος;
Ως έφηβος, όπως όλα τα παιδιά της επαρχίας, το πάθος μου ήταν να ακούω ροκ και ταυτόχρονα λαϊκή μουσική και τα καλοκαίρια ξημεροβραδιαζόμουν με τις παρέες μου στα πανηγύρια, τα μπουζουξίδικα και τις συναυλίες της περιοχής. Σήμερα μου αρέσει πολύ να πηγαίνω με τα παιδιά μου σε συναυλίες και να παρακολουθώ τη νέα γενιά των μουσικών. Τα νέα παιδιά έχουν ένα δικό τους, μοναδικό τρόπο να διασκεδάζουν. Ο,τι ήταν αληθινό τότε κι έβγαινε από την ψυχή μας, εξακολουθεί και σήμερα να συγκινεί τα νέα παιδιά.
– Ποιος είναι ο αγαπημένος σας χορός;
Το ζεϊμπέκικο. Το τραγούδι που μου βάζουν οι φίλοι μου για να χορέψω είναι το «Εγώ είμαι αϊτός και εσύ είσαι τα φτερά μου». Με έμαθε να χορεύω ο παππούς μου ο Κωνσταντινουπολίτης. Το πραγματικό ζεϊμπέκικο δεν έχει καμία σχέση με τις χορευτικές φιοριτούρες των επαγγελματιών χορού, χωρίς πολλές φιγούρες, με πολύ καλό βηματισμό.
– Ο αγαπημένος σας τραγουδιστής;
Από Μπρούμπεκ μέχρι Σαντάνα και από Στέλιο Καζαντζίδη, μέχρι Γιώργο Μαργαρίτη, Αλκίνοο Ιωαννίδη και Δήμητρα Γαλάνη. Μεγάλωσα με ρεμπέτικα, με Μάρκο Βαμβακάρη.
– Μαγειρεύετε καθόλου;
Ναι. Ανέπτυξα την τέχνη μου στη διάρκεια της φοιτητικής ζωής, όταν έπρεπε να μαγειρεύουμε μόνοι μας. Κάνω καλό κόκορα κρασάτο, με χυλοπίτες της πατρίδας μου.
– Γυρίζοντας το χρόνο πίσω, θυμάστε κάποια στιγμή που δυσκολευτήκατε;
Θα σου φανεί λίγο παιδικό, αλλά με χάραξε. Όλα τα χρόνια ήμουν άριστος στην οργανική χημεία και έγραφα πάντα 19 και 20. Ήμουν άριστος και στην έκθεση. Για μοναδική φορά στη ζωή μου όταν έδωσα πανελλήνιες εξετάσεις πήγα πολύ άσχημα και στην οργανική χημεία και στην έκθεση, με αποτέλεσμα να μην μπω στις σχολές του Πολυτεχνείου υψηλής βαθμολογίας. Γύρισα στο χωριό μου και δεν ήθελα καν να δώσω τα επόμενα μαθήματα. Τελικά, για να μην το βάλω κάτω στα δύσκολα, πήγα να δώσω τα επόμενα μαθήματα και σ αυτά αρίστευσα και πέρασα στο Πολυτεχνείο. Εκ των υστέρων, τώρα κρίνοντας, νομίζω ότι αυτή τότε η ατυχία αποδείχτηκε σωτήρια για μένα, γιατί πέρασα σε μια σχολή (τοπογράφος μηχανικός) την οποία στην αρχή δεν την ήξερα, αλλά ειδικά τα τελευταία χρόνια ανακάλυψα μαθήματα που προσδιόρισαν και την ζωή μου.
– Σε ποιόν έχετε μεγάλη αδυναμία;
Η μεγάλη μου αδυναμία είναι η κόρη μου, η Μαρία, έχω όμως και το γιό μου τον Τάσο, που με κάνει συνέχεια περήφανο. Καμαρώνω και για τα δυο παιδιά μου. Είναι το πιο σπουδαίο πράγμα στη ζωή μου. Και η γυναίκα μου και ο γιος μου μού λένε μπροστά στη Μαρία ότι με κοροϊδεύει και με κάνει ό,τι θέλει, αλλά δεν με πτοεί καθόλου αυτό.
– Η γυναίκα σας, η Βίκυ, είναι παιδίατρος και έμαθα ότι είναι ο παιδικός σας έρωτας.
Από 18 χρονών είμαστε μαζί. Ήταν ο έρωτας του σχολείου. Εγώ παρορμητικός. Τα ήθελα όλα, την ήθελα. Εκείνη σοβαρή κοπέλα με απέφευγε (γέλια). Κάποια στιγμή, στο τέλος της 3ης Λυκείου ενέδωσε με την τότε έννοια. Αρχίσαμε δηλαδή να βγαίνουμε μαζί.
– Η πρόταση γάμου πως έγινε;
Της έδωσα ένα ωραίο λουλούδι στο σπίτι της παρουσία του πατέρα της και της μητέρας της. Δεν το ήξερε η ίδια. Απευθύνθηκα στον πατέρα της και του είπα: «Έχεις το πιο υπέροχο κορίτσι που έχω γνωρίσει». Είμαστε μαζί 30 χρόνια.
– Έχετε περάσει κρίση;
Δεν υπάρχει ζευγάρι χωρίς προβλήματα. Όταν εγώ έχω μια δουλειά η οποία σε υποχρεώνει να μένεις μακριά από το σπίτι σου και η ίδια έχει μια δουλειά με πολλές απαιτήσει καθώς 24 ώρες το 24ωρο είναι σε επιφυλακή, κάνει εφημερίες στα νοσοκομεία, ενώ όταν αρρωσταίνει ένα παιδάκι το οποίο παρακολουθεί, αυτό είναι πολύ πιο σπουδαίο από οτιδήποτε άλλο, ενώ ταυτόχρονα έχεις και δύο δικά σου παιδιά στο σπίτι, είναι λογικό να περάσει το ζευγάρι κρίσεις. Οι δικές μας κρίσεις πάντα ξεπερνιούνταν όταν πάντα κάναμε και οι δυο ένα βήμα πίσω.
– Διακοπές που θα πάτε; Τι σας αρέσει να κάνετε;
Φέτος, ενώ είχα προγραμματίσει να πάω εκτός Αργολίδας, θα μείνω τελικά γιατί θέλω να ξεκουραστώ. Στις διακοπές μου παίρνω δύο πολύ καλά βιβλία και φροντίζω να έχω το κινητό μου όσο το δυνατόν περισσότερες ώρες κλειστό. Δεν μπορώ όμως να μην μπαίνω στο i-pad και να μη βλέπω τι γίνεται σε όλο τον κόσμο. Κάνω πολύ κολύμπι. Το μεσημέρι, μεζεδάκια, τσίπουρο, παραλία . Το απόγευμα, ύπνο. Και το βράδυ clubbing και μπαράκια. Μπαράκι, ποτό, παρέα και κανένα νυχτερινό μπανάκι.