Το καλοκαίρι του 2007 καταγράφεται στην Ελλάδα μία από τις μεγαλύτερες φυσικές καταστροφές στην ιστορία της. Οι εκτεταμένες πυρκαγιές σε πολλά μέρη της χώρας, θα κάνουν στάχτη περισσότερα από 2,5 εκατομμύρια στρέμματα δάσους και αγρών, προκαλώντας τεράστια οικολογική καταστροφή και τον θάνατο 63 συνανθρώπων μας.
Από τις 23 Αυγούστου έως τις αρχές Σεπτεμβρίου, ήταν η σειρά του Πάρνωνα να δοκιμαστεί. Μια μεγάλη πυρκαγιά έκαψε 39.000 περίπου στρέμματα μεικτού δάσους μαύρης πεύκης, ελάτης και χαλεπίου πεύκης, από τα οποία τα 19.000 ήταν δάσος μαύρης πεύκης, ένα δάσος που δύσκολα αναγεννάται φυσικά. Η τεράστια αυτή έκταση μαζί με τις εκτάσεις που κάηκαν την ίδια περίοδο στον Ταΰγετο αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 3% της έκτασης των δασών μαύρης πεύκης στις προστατευόμενες περιοχές του ευρωπαϊκού Δικτύου Natura 2000 στη χώρα.
Το επόμενο έτος το Δασαρχείο Σπάρτης, το Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων-Υγροτόπων, ο Φορέας Διαχείρισης Όρους Πάρνωνα και Υγροτόπου Μουστού και η Διεύθυνση Αναδασώσεων Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, άρχισαν τη μεγάλη προσπάθεια υποβοήθησης της φυσικής αναγέννησης, μέσω του σχεδιασμού και της εφαρμογής προγράμματος φύτευσης 5.300 στρεμμάτων δάσους μαύρης πεύκης. Ο σχεδιασμός του προγράμματος και οι πρώτες φυτεύσεις σε έκταση 2.800 στρεμμάτων χρηματοδοτήθηκαν από το πρόγραμμα LIFE, μέσω του έργου LIFE+ ΦΥΣΗ LIFE07 NAT/GR/000286 με τίτλο «Αποκατάσταση των δασών Pinus nigra στον Πάρνωνα (GR2520006) μέσω μιας δομημένης προσέγγισης» και από τη Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος. Η αποκατάσταση των υπόλοιπων 2.500 στρεμμάτων του καμένου δάσους χρηματοδοτήθηκε από το χρηματοδοτικό μέσο ΕΟΧ, μέσω του έργου «Αποκατάσταση δασών Όρους Πάρνωνα και κατευθύνσεις διατήρησης Όρους Ταΰγετου στη Λακωνία».
Σήμερα, 10 χρόνια μετά την καταστροφική πυρκαγιά, το δάσος μαύρης πεύκης, αργά αλλά σταθερά, καλύπτει ξανά τις πλαγιές του Πάρνωνα. Οι μαυρισμένες από την πυρκαγιά πλαγιές απέναντι από το Πολύδροσο (Τζίτζινα) αποκτούν και πάλι το πράσινο των μαυρόπευκων και των ελάτων, κάνοντας απτά τα αποτελέσματα της συλλογικής προσπάθειας, εκπέμποντας ισχυρό το μήνυμα για τις δυνατότητες που παρέχουν ο ρεαλιστικός και επιστημονικά στέρεος σχεδιασμός και η συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες. Η αναγέννηση του δάσους δείχνει επίσης ότι ακόμη και κάτω από ιδανικές συνθήκες χρηματοδότησης και συνεργασίας, η αποκατάσταση είναι ιδιαίτερα απαιτητική και είναι επιτακτική η ανάγκη να ενταθούν σε όλα τα επίπεδα οι προσπάθειες για την αποτροπή αντίστοιχων μεγάλων δασικών πυρκαγιών.