Στον μάλλον προκλητικό αφορισμό «Υγεία, καύλα και επανάσταση» και στην ευχετήρια αντίληψη της πρότασης, μπορεί να περνάει κάπως απαρατήρητο το ερώτημα αν η λέξη «Επανάσταση», που διακρίνεται με τον συμπλεκτικό σύνδεσμο «και» από τις λέξεις «Υγεία» και «Καύλα», θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το αποτέλεσμα μιας συνάρτησης της οποίας μεταβλητές είναι οι άλλες δυο λέξεις: η «Υγεία» και η «Καύλα».
Με άλλα λόγια, η «Επανάσταση» θα μπορούσε άραγε να θεωρηθεί ως συνεπαγωγή της «υγείας» και της «καύλας»; Ή αντιστρόφως, οι δυο αυτές «θέσεις» -και προφανώς οι τιμές που λαμβάνουν- μπορεί να είναι τα προαπαιτούμενα της «Επανάστασης»; Γιατί, είναι μάλλον εύλογο η υγεία να είναι μια αναγκαία προϋπόθεση, καθώς ένας «μη υγιής» άνθρωπος είναι εξαιρετικά δυσχερές -ως (α)-σθενής δεν έχει το σθένος- να επαναστατήσει. Γιατί όμως η «καύλα» να ορίζεται και αυτή, σ’ αυτόν τον λαϊκό αφορισμό, σαν επαναστατικό προαπαιτούμενο;
Αν προσπεράσει κανείς το κάπως ενοχικό-ηθικιστικό φορτίο της λέξης -ενοχικό με βάση την κυρίαρχη κοινωνικά κορεκτίλα- που ορίζει τη λέξη ως τη χυδαία σεξουαλική ευχαρίστηση ή ως την ίδια τη σεξουαλική διέγερση και στύση ή ακόμη ως την προκλητική και έντονη σεξουαλική διάθεση, μπορεί να αντιληφθεί ότι η λέξη εκτός από το σεξουαλικό ή και σεξιστικό της σημαινόμενο, φέρει και άλλες ενδιαφέρουσες σημασίες.
«Η Κάβλα γράφεται με «β» γιατί έχει βογγητό και όχι ορθογραφία» ορίζει ένα σύνθημα, εντοπίζοντας την «εξέγερση» της ίδιας της λέξης ενάντια στην ορθότητα της γραφής. Ένα πιστοποιητικό ζωής, όπως το βογγητό, μια τέτοια γνησιότητα έκφρασης, ενάντια στην κανονιστικότητα της ορθογραφίας. Η ίδια η ζωή ενάντια στην κανονιστική της περιχαράκωση. Το αίτημα της ελευθερίας ορίζεται εδώ ως αντίσταση στην ορθότητα της γραφής. Αναδεικνύεται έτσι μια άλλη σημειολογία της λέξης «καύλα» και αυτή δεν είναι άλλη από την έντονη, και ακράτητη, ακατανίκητη επιθυμία. Τη σφοδρή ερωτική επιθυμία. Την επιθυμία με ερωτικό, μανικό τρόπο! Τη συγκρότηση, τη σύσταση του υποκειμένου και την εκ νέου ύπαρξη του, στο πλαίσιο της σφοδρής επιθυμίας για τον Άλλο, εντός των ορίων μιας Σχέσης, στον «τόπο του Άλλου», σύμφωνα με τον Λακάν. Πρόκειται, δηλαδή, για την κίνηση επανασύστασης της πρωταρχικής ικανοποίησης (Freud), για την άρθρωση της πυρηνικής ανάγκης ως αίτημα αναντίρρητο. Η «καύλα» ως επιθυμία, είναι ταυτόχρονα μια έκφραση για ικανοποίηση της ανάγκης, αλλά και ένα αίτημα για αγάπη. Τελικά, η «καύλα» προϋποθέτει τον Άλλο και αυτό είναι βαθύτατα αντι-αυτοναφορικό! Η «καύλα» είναι ένα αντίδοτο στο ναρκισσιστικό δηλητήριο του αντεπαναστατικού ατομοκεντρισμού.
Αλλά η λέξη έχει και ένα άλλο αξιοπρόσεκτο σημαινόμενο, που αναδύεται καθαρά στην έκφραση «για την καύλα μου». Με μια πρώτη ματιά, μπορεί κανείς να διακρίνει το εγωτικό «μου» να είναι αυτό που κυριαρχεί, ιδιαίτερα όταν προηγείται μια ερώτηση «γιατί», στην οποία η έκφραση «για την καύλα μου», έρχεται ως απάντηση. Όμως, όπως αναδείχθηκε και στην προηγούμενη παράγραφο, αν υπερβεί κανείς την υπεραναπλήρωση που υποβόσκει στη φράση, αρχίζει να αχνοφαίνεται η ά-λογη ή υπέρ-λογη επιθυμία. «Για την καύλα μου» στην πραγματικότητα σημαίνει «γιατί έτσι», «γιατί γουστάρω», «για το έτσι», «για ένα τίποτα», ακόμη και «για ένα πουκάμισο αδειανό». Πρόκειται για την πλήρη ρήξη με την κυρίαρχη αποθέωση της αποτελεσματικότητας. Ασχέτως αποτελέσματος, ελεύθερα από τους καταναγκασμούς της χρησιμοθηρίας, η επιθυμία κατατίθεται, η «καύλα» κατέχεται, αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες. Η «καύλα» είναι, μ’ αυτήν την έννοια, ο ορισμός της από-διανοητικοποιημένης ελευθερίας. Ο ορισμός της απελευθέρωσης από τα δεσμά της ντε και καλά αποτελεσματικής, αλλά εργαλειακής, λογικότητας. Η «καύλα» είναι η δραπέτευση από τη φυλακή της διανοητικοποίησης. Η «καύλα» συστήνει με τον τρόπο αυτό μια άλλη λογική. Μια λογική του έρωτα και της σχέσης.
Παραφράζοντας κάπως τον Καροτενούτο: «Το σώμα γίνεται εμφανές, υποστασιάζει υπαρξιακά όταν ο άλλος μας πληροφορεί ότι το σώμα μας τον συγκινεί». Αλίμονο σε εκείνους που δεν το έχουν ζήσει. Τι πόνος!
Το ίδιο και με την επανάσταση. Το κοινωνικό σώμα γίνεται εμφανές, συγκροτείται, όταν αλληλοπληροφορούμαστε ότι το σώμα αυτό μας συγκινεί. Όταν μας καυλώνει από κοινού. Και, βέβαια, αυτό το «από κοινού», ξεκινά πάντα από τον διπλανό μας.
Να γιατί η «καύλα» είναι προϋπόθεση της Επανάστασης. Γιατί χωρίς αυτή την υπερ-λογη απελευθερωτική επιθυμία, η ίδια η επανάσταση εκπίπτει σε μια λογικοφανή διαδικασία που δεν ξεκινάει ποτέ, περιμένοντας τις συνθήκες να ωριμάσουν. Αλλά ακόμη και οι συνθήκες μπορούν να ωριμάσουν σε μια στιγμή. Σε μια στιγμή καύλας.
Και όπως ορίζει ο Λακάν, «η επιθυμία του ανθρώπου είναι η επιθυμία του Άλλου». Αλλά, τον επιθυμείς ρε συ, ή απλά εκπαιδεύτηκες συστημικά να τον επι-κρίνεις;
Έτσι κι αλλιώς, όπως λέει ακόμη ένα σλόγκαν αγνώστου, «η μισή καύλα της αγκαλιάς είναι ότι μπορείς να παίρνεις τεράστιες τζούρες μυρωδιάς του άλλου». Η άλλη μισή, είναι ότι μαζί μπορείτε να αλλάξετε τα πάντα.
Ως εκ τούτου, όταν θα μου ξαναπείς ότι «η περιρρέουσα ήττα τελματώνει το είναι σου» ή πως «η αντίσταση, σαν τη ζωή μας, είναι μάταιη», εγώ απλά θα σε ρωτήσω, «γιατί καύλα μου;». Κι΄ εσύ ξανά, όπως παλιά, θα καταλάβεις…