Πότε η καταχρηστική συμπεριφορά της τράπεζας οδηγεί στην ακύρωση διαταγής πληρωμής
Είναι πραγματικά ενθαρρυντικό και πολύ θετικό που υπάρχουν δικαστές που λαμβάνουν υπόψη τους την γενική κατάσταση της υπό εξέταση περίπτωσης και τις ειδικές περιστάσεις που τυχόν υπάρχουν.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση η τράπεζα ως συνήθως μετά από ρυθμίσεις που αύξανε το οφειλόμενο σε αυτήν κεφάλαιο και τμηματικές καταβολές, εξέδωσε δγη πληρωμής κατά του οφειλέτη. Ο οφειλέτης ευτυχώς δεν τα παράτησε αλλά αντέδρασε και άσκησε ανακοπή κατά της δγης πληρωμής με σκοπό να την ακυρώσει.
Έτσι όταν υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο, ο δικαστής έκρινε ότι σε περίπτωση δυσχέρειας του οφειλέτη της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την δανειακή σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη, από την πλευρά της Τράπεζας, συμπεριφορά, επιβάλλει σ’ αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια.
Κατά την έννοια αυτή η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους δανειακής σύμβασης, προπάντων όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση απ’ αυτή και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειές της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα.
Κρίθηκε ότι η συμπεριφορά της τράπεζας να πετύχει την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι καταχρηστική. Και αυτό, διότι από τη συμπεριφορά της Τράπεζας, δημιουργήθηκε στον οφειλέτη-δανειολήπτη η εντύπωση ότι αυτή δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά της, εφόσον η τράπεζα διά μέσω των προστηθέντων από αυτήν υπαλλήλων αρχικά κατανόησε το οικονομικό πρόβλημα του οφειλέτη και ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις μεταξύ των διαδίκων μερών προς ρύθμιση της ένδικης οφειλής, με παράλληλη καταβολή από τον οφειλέτη προς την τράπεζα συγκεκριμένων ποσών κάθε μήνα.
Η δε μεταγενέστερη έκδοση της ανακοπτόμενης καθιστά για τους ως άνω λόγους, ενόψει της οικονομικής αδυναμίας του οφειλέτη, μη ανεκτή την άσκησή της κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου συνετού κοινωνικού ανθρώπου και αντιτιθέμενη στις αρχές του άρθρου 281 ΑΚ. Και ναι μεν η τράπεζα ασκώντας συμβατικό δικαίωμά της επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής της και ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός της, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας της, πλην όμως κρίνεται ότι ενόψει της κάλυψης μεγάλου μέρους εκ του οφειλόμενου από οφειλέτη ποσού σε συνδυασμό με τις συστηματικές προσπάθειές του προς ρύθμιση της οφειλής του, εν προκειμένω υπάρχει προφανής υπέρβαση των διαγραφομένων κατά τα άνω ορίων από το νόμο.
Κατά συνέπεια προκύπτει ότι η τράπεζα καταχρηστικά προέβη στην έκδοση της ανακοπτόμενης και πρέπει γι’ αυτό το λόγο να γίνει δεκτή η κρινομένη ανακοπή και να ακυρωθεί η εκδοθείσα διαταγής πληρωμής.
Τα ειδικότερα πραγματικά περιστατικά της επίδικης περίπτωσης είναι τα εξής: Το 2007 συνήφθη δάνειο, για αγορά αυτοκινήτου, σε 72 δόσεις, ποσού 1.241,09 ευρώ έκαστη. Ο ανακόπτων μέχρι και τον Μάιο του 2010 κατέβαλε κανονικά τις δόσεις και συνολικά 42.197,06 ευρώ. Την 31-1-2011, όμως, και μετά από οκτάμηνη καθυστέρηση η τράπεζα, προέβη στην καταγγελία της σύμβασης, κηρύσσοντας ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το άληκτο κεφάλαιο ύψους 43.180,68 ευρώ. Η καθυστέρηση του οφειλέτη στην καταβολή των οφειλομένων δόσεων οφειλόταν σε οικονομικά προβλήματα, που αντιμετώπιζε, λόγω της δραστικής μείωσης του δικού του κύκλου εργασιών και των περικοπών στο μισθό του. Στη συνέχεια προσπάθησε να δείξει διάθεση συνεργασίας με την τράπεζα, προβαίνοντας στην καταβολή διαφόρων χρηματικών ποσών έναντι της ανωτέρω οφειλής. Συγκεκριμένα στις 25-2-2011 κατέβαλε το ποσό των 650 ευρώ, στις 19-4-2011 το ποσό των 650 ευρώ και στις 6-5-2011 το ποσό των 932 ευρώ.
Ακόμη απευθύνθηκε στον αρμόδιο υπάλληλο της τράπεζας προκειμένου να ρυθμίσει το χρέος του, πλην όμως δεν κατέστη δυνατή η επίτευξη συμφωνίας. Στις 10-9-2011 άγνωστος αφαίρεσε από την πυλωτή της πολυκατοικίας το επίδικο αυτοκίνητο γεγονός, που κατήγγειλε στις Αρχές. Εν συνεχεία ζήτησε από την τράπεζα να άρει την παρακράτηση της κυριότητας για να εισπράξει το ποσό των 23.000 ευρώ από την Εθνική Ασφαλιστική, στην οποία ήταν ασφαλισμένο το όχημα, για λογαριασμό της τράπεζας, πράγμα που κατόπιν δυσχερειών έγινε στις 28-06-2013, το δε ποσό εισέπραξε άλλη εταιρεία, στην οποία είχε εκχωρηθεί η απαίτηση. Ακόμη αποδείχτηκε ότι ο οφειλέτης το 2013 κατέβαλε έναντι της ένδικης οφειλής κι άλλα ποσά: στις 11-1-2013 το ποσό των 200 ευρώ, στις 6-2-2013 το ποσό των 150 ευρώ, στις 12-3-2013 το ποσό των 150 ευρώ και στις 30-12-2013 το ποσό των 150 ευρώ.
Παράλληλα στις 16-7-2013 απηύθηνε έγγραφο αίτημα διακανονισμού της οφειλής στην τράπεζα, προτείνοντας τη διαγραφή των τόκων, πλην όμως έλαβε προφορικά και μόνον αρνητική απάντηση από τον αρμόδιο υπάλληλο του καταστήματος, με το οποίο συνεργαζόταν. Μάλιστα της προτάθηκε, προφορικά και πάλι, η καταβολή 72 δόσεων ποσού 656 ευρώ έκαστη. Οταν, όμως, στη συνέχεια ο οφειλέτης απευθύνθηκε εγγράφως στην τράπεζα στις 2-8-2013, ζητώντας να λάβει συγκεκριμένη γραπτή απάντηση επί του ως άνω αιτήματος της, η τελευταία δεν ανταποκρίθηκε. Αντιθέτως, η τράπεζας αιτήθηκε ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και πέτυχε την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής με την οποία επιτάχθηκε ο οφειλέτης να της κάταβάλει το ποσό των 34.775,46 ευρώ για κεφάλαιο εντόκως με το ισχύον τραπεζικό επιτόκιο υπερημερίας με εξάμηνο ανατοκισμό τόκων από 1-1-2014 μέχρι εξόφλησης.
* Η Αναστασία Μήλιου είναι δικηγόρος παρ’ εφέταις Αθηνών