Ο Παναγιώτης Ν. Χουντάλας, Επιμελητής Ανηλίκων Ναυπλίου σχολιάζει την απόφαση για ευρύτερη εφαρμογή του μέτρου της κοινωφελούς εργασίας για ανήλικους παραβάτες:
«Δημοσιεύτηκε πριν λίγες ημέρες η κοινή υπουργική απόφαση που ορίζει το πλαίσιο της εφαρμογής του αναμορφωτικού μέτρου της παροχής κοινωφελούς εργασίας ανηλίκων παραβατών καθώς και ο πίνακας φορέων που συμμετέχουν στην εφαρμογή του μέτρου.
Σύμφωνα με την απόφαση, ο βασικός στόχος της παροχής της κοινωφελούς εργασίας ως αναμορφωτικού μέτρου κατά τα άρθρα 122 και 130 του Ποινικού Κώδικα και κατά τα άρθρα 45Α και 282 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας είναι η κοινωνικοποίηση του ανηλίκου μέσω της κοινωνικής ένταξής του, της ανάπτυξης μιας επανορθωτικής δράσης, της ευεργετικής επίδρασης της εργασίας στην προσωπικότητά του και της διευκόλυνσης των μαθησιακών διαδικασιών για την απόκτηση γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων.
Αυτό που πρέπει να γίνει ξεκάθαρο από την αρχή είναι ότι δεν πρόκειται ούτε για κάποιο καινούριο αναμορφωτικό μέτρο, ούτε, πολύ περισσότερο για μέτρο που θα τύχει στην πράξη ευρείας εφαρμογής από τα Ελληνικά Δικαστήρια αφού ο νομοθέτης προβλέπει με σαφήνεια ότι «αποτελεί την έσχατη επιλογή πριν από την επιβολή της ιδρυματικής μεταχείρισης στον ανήλικο». Καθίσταται λοιπόν πρόδηλο ότι η κοινωφελής εργασία των ανηλίκων συναρτάται αυτομάτως με παραβάσεις αυξημένης βαρύτητας και απαξίας σε συνδυασμό με μία ιδιαίτερη προσωπικότητα και προβλήματα συμπεριφοράς από την πλευρά του δράστη. Το μέτρο προτείνεται από τον Επιμελητή Ανηλίκων, εξειδικεύεται ως προς τις λεπτομέρειές του από την δικαστική απόφαση με τους περιορισμούς που προβλέπει ο νόμος (εκτός σχολικού ωραρίου, μέγιστη διάρκεια 150 ώρες κ.α.), ενώ προϋποθέτει πάντοτε τη συναίνεση του ανηλίκου. Αυτό το τελευταίο είναι εύλογο, όχι μόνο βάσει του Ελληνικού Συντάγματος, αλλά με δεδομένο ότι δεν μιλάμε για κάποιο είδος «ποινής» αλλά ουσιαστικά για ένα μέσο δίκαιης εξιλέωσης του ανηλίκου απέναντι στην κοινωνία και αποκατάστασης των σχέσεών του με αυτή. Η ενίσχυση του συναισθήματος του «ανήκειν» σε μία κοινότητα είναι πολύ βασικό στοιχείο της επιχειρούμενης από το δικαστικό σύστημα αναμόρφωσης της προσωπικότητας του ανήλικου παραβάτη.
Ίσως βέβαια όλα αυτά μοιάζουν πολύ θεωρητικά και ηχούν περισσότερο ως «ευχολόγιο» παρά ως πρακτικά εφαρμόσιμες λύσεις, όπως συμβαίνει εξάλλου και με άλλα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα για ανηλίκους που προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα, όπως π.χ. η συνδιαλλαγή μεταξύ δράστη και θύματος και αποζημίωση του τελευταίου ή παρακολούθηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων και προγραμμάτων κυκλοφοριακής αγωγής, τα οποία στην πραγματικότητα εφαρμόζονται από ελάχιστα έως καθόλου εξαιτίας των ανύπαρκτων υποδομών, της υποστελέχωσης των αρμοδίων υπηρεσιών ή/και της συχνής απροθυμίας των τελευταίων να επιλέξουν πιο ρηξικέλευθες λύσεις. Από την άλλη, η ευρεία και, σε γενικές γραμμές, επιτυχημένη εφαρμογή της κοινωφελούς εργασίας σε ενήλικες σύμφωνα με τις διατάξεις του αρθρ. 82 ΠΚ, ίσως μας επιτρέπει να είμαστε αισιόδοξοι ότι το συγκεκριμένο αναμορφωτικό μέτρο θα τύχει εφαρμογής αντί της ιδρυματικής μεταχείρισης και θα εξυπηρετήσει τους σκοπούς του προς το συμφέρον τόσο του ανηλίκου όσο και της κοινωνίας.
Τέλος, ένα επίσης ενθαρρυντικό στοιχείο που αφορά την περιοχή μας είναι το γεγονός ότι οι φορείς υποδοχής σε περίπτωση που παραστεί ανάγκη επιβολής του μέτρου (Τομέας Καθαριότητας Δ. Ναυπλιέων, Νοσοκομείο Ναυπλίου, Γηροκομείο Ναυπλίου, Ιερά Μητρόπολη Αργολίδας, Κ.Α.Π.Η. Ναυπλίου, «Ψυχαργώ Ναυπλίου») έχουν τα χαρακτηριστικά εκείνα που μπορούν πράγματι να έχουν θετική διαπλαστική επίδραση στην προσωπικότητα του ανηλίκου. Τελικά όμως το «κλειδί» που θα κρίνει την επιτυχία του μέτρου είναι να γίνει ουσιαστικά κατανοητό από όλους τους εμπλεκόμενους (δικαιοσύνη, γονείς, φορείς υποδοχής) αλλά κυρίως από τον ίδιο τον ανήλικο παραβάτη ότι πράγματι δεν πρόκειται για ποινή, αλλά για μία επανεκκίνηση από καλύτερη αφετηρία».