ΠολιτισμόςΑρχείο

Σαν σήμερα η μάχη στο χάνι Αχλαδοκάμπου

Το 1944 είναι ο χρόνος των παθών για την Χιτλερική Γερμανία. Τα συμμαχικά στρατεύ­ματα προελαύνουν σε ό­λα τα μέτωπα και οι α­ντιστασιακές οργανώσεις στην κατεχόμενη Ευρώπη με καθημερινές πράξεις σαμποτάζ, με ενέδρες και φονικές μάχες καθιστούν τη θέση των στρατευμά­των κατοχής απελπιστι­κή. Εκείνο όμως που ιδιαίτε­ρα απασχολεί τη Γερμανική διοίκηση στην Ελλά­δα είναι η με πάση θυσία διατήρηση ανοιχτής της οδού διαφυγής των Γερμανικών στρατευμά­των απ’ το Μωριά προκειμένου έτσι ν’ αποφύγουν τον εγκλωβισμό τους από τις προελαύνουσες προς νότο Ρωσικές στρατιές. Για τον λόγο αυτόν οι Γερμανικές αρχές θα εξαπολύσουν αιματηρές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σ’ ολόκληρο το Μωριά την άνοιξη του ’44 με στόχο βασικό να κάμψουν το ηθικό του μαχόμενου για την ελευθερία του Ελληνικού λαού, και να αποδυναμώσουν έτσι την πολεμική δραστηριότητα των πατριωτικών δυνάμεων.

Στο αιματηρό αυτό όργιο κατά του Ελληνικού λα­ού θα τους συμπαραστα­θούν ολόψυχα και οι Έλληνες συνεργάτες τους ά­τομα αυστηρά επιλεγμέ­να από το βούρκο του υ­ποκόσμου με ανεπάρκεια πνευματική και ανύπαρ­κτη εθνική συνείδηση. Αποκαλυπτική της απόγνωσης στην οποία έχουν περιέλθει οι δυνάμεις κα­τοχής στο Μωριά είναι και η πιο κάτω έκθεση απ’ τα μυστικά αρχεία του Γ. Ράϊχ της 25-5- 44 η οποία λέει: Έκθεσις της Γερμανι­κής υπηρεσίας πληροφοριών της αντικατασκοπείας Αϊνς Τσέ, εξ’ Ελλάδος της 25-5-44. Η κατάστασις εις Πελοπόννησον κατέ­στη τόσον σοβαρά από πολυπληθείς πράξεις σαμποτάζ στις μεταφορές μας, και επιθέσεις στρατηγι­κών θέσεων, ώστε απέβη αναγκαίον να χαρακτηρισθή ολόκληρος η περιο­χή ως πεδίον επιχειρήσεων.

Η ίδια αυτή Γερμανική υπηρεσία σε άλλη της έκ­θεση αναφέρει: Εις Πελοπόννησον η παρουσία του Αρχηγού των Ελλήνων ανταρτών Άρη Βελουχιώτη οδηγεί εις περαιτέρω έντασιν της δρα­στηριότητος των   ανταρτών… Υπό την καθοδήγησίν του οργανώθησαν επιθέσεις που εστοίχισαν πολλάς απώλειας εις τους αντάρτας… Συνεχείς ανα­τινάξεις επί των σιδηροδρομικών γραμμών και αιματηραί συμπλοκαί μεταξύ των ημετέρων κομάντος και Ταγμάτων Ασφαλείας.

Από τα πιο πάνω κείμενα βλέπει κανείς την έκταση  του ψυχολογικού αδιέξοδου στο  οποίο έ­χουν περιέλθει οι Γερμανοί κατακτητές και οι συνεργάτες   τους… Κι ακόμα την παραδοχή των αρχών κατοχής ότι (η κατάστασις στην Πελοπόννησο κατέστη τόσο σοβαρά από την πολεμική δραστη­ριότητα των Ελλήνων ώ­στε απέβη αναγκαίο να χαρακτηρισθεί ολόκληρη η περιοχή της Πελοποννήσου ως πεδίον επιχειρήσεων). Και την εφιαλτική αυτή κατάσταση της δραστηριότητας των Ελλή­νων ανταρτών θα την ζήσουν οι Γερμανοί στρατιώτες μέχρι την πλήρη απο­χώρησή τους από την Ελλάδα.

Μέσα λοιπόν σ’ αυ­τό το γενικό περίγραμμα της πολεμικής δραστηριότητας των Ελλήνων αντα­ρτών συγκαταλέγεται και η μάχη στο χάνι Αχλαδοκάμπου της 17-5-44 που σε γενικές  γραμμές και με πολύ συγκίνηση μου αφηγήθηκε πριν λί­γες μέρες ο Ανθυπολοχαγός Γ. Αγγελίδης από τους πρωταγωνιστές της μά­χης εκείνης.

Τον τελευταίο καιρό στην ορεινή ιδιαίτερα Αργολίδα, οι Γερμανοί και οι Έλληνες συνεργάτες τους στοχεύοντες στην καθυπόταξη του πληθυσμού της υπαίθρου είχαν επιδο­θεί σ’ ένα χωρίς προηγούμενο αιματηρό όργιο. Η οργάνωση του ΕΑΜΆργους σ’ αυτήν την οργανωμένη αιματηρή επι­χείρηση αντιδρά με την είσοδο αντάρτικων ομά­δων κρούσης μέσα στην πόλη του Άργους, που τα χαράματα της 15ης Μαΐου συλλαμβάνουν έ­ναν Αργίτη συνεργάτη του εχθρού, και την επο­μένη πυροβολούν και τραυματίζουν έναν άλλον σε κεντρικό δρόμο της πόλης.

Η στιγμή εκείνη που οι κλαγγές των όπλων θα στείλουν στους αετούς του Ολύμπου για ν’ ακουστούν στα πέρατα της γης χαιρετισμό περήφανο απ’ τους αντρειωμένους του Μωριά. Παντού σιωπή… Το ίδιο σιωπηλή και η θά­λασσα εκεί κάτω στον Αργολικό έτσι όπως φαίνε­ται από ψηλά σαν ένα τε­ράστιο απλωμένο σεντόνι κεντημένο από χιλιάδες κίτρινα φαναράκια πού ‘ναι τ’ αστέρια τ’ ουρα­νού… Παντού σιωπή… Κάπου- κάπου ένα τριζόνι τα­ράζει την ησυχία της νύ­χτας και την  ακοή  των παλικαριών, που κάνει την προσοχή τους σαν αφηνιασμένο άλογο, αχαλί­νωτη να καλπάζει σε κιν­δύνους φανταστικούς, και την ματιά τους να ψαχου­λεύει τον εχθρό μέσα απ’ τα αδιαπέραστα σκοτά­δια του μακρινού τοπίου.  Άλλοτε πάλι η σκιά ε­νός αγγελιοφόρου που γλιστράει μέσα στη νύ­χτα για να φέρει κάποιο μήνυμα απ’ τη διοίκηση, αποσπά την προσοχή και χαλαρώνει τα νεύρα των ανδρών του αποσπάσματος απ’ την υπερένταση.

Και περνάνε οι ώρες και περνάνε οι στιγμές πού ‘ναι τόσο άδειες, τόσο ατέλειωτες και βασανιστι­κές…Και κάποτε θα ‘ρθει η χαραυγή… Ένα χρυσοκόκκινο φως εκεί προς την ανατολή… Μήνυμα πως σε λίγο θα φέξει… Σε λίγο.. Και το ξημέρωμα θα φέρει μαζί του εκείνο το παγωμένο ανοιξιάτικο αγιάζι, που θα κάνει τα κορμιά των ανδρών να τρέμουν από το κρύο… Και τα πουλιά από θάμνο σε θάμνο πετώντας παρακολουθούν σαστισμένα ε­κείνες τις περίεργες σι­λουέτες που ώρες τώρα στέκουν ακίνητες και σιωπηλές, και που έχουν γί­νει ένα με το χώμα…

Ώρα 6η πρωινή. Ο βόμ­βος μιας μηχανής ταρά­ζει την πρωινή ησυχία και κάνει τις ματιές όλων σαν φωτεινοί προβολείς ν’ ανιχνεύουν το θαμπό ορίζοντα. Ένα μαύρο πουλί που όσο πλησιάζει παίρνει τεράστιες διαστάσεις έτσι όπως περνάει ξυστά πάνω απ’ τους γύ­ρω λόφους και χάνεται πίσω τους, εκεί προς την πλευρά της Τρίπολης. Είναι ένα ανιχνευτικό αεροπλάνο που πριν από λίγο απογειώθηκε από τ’ αεροδρόμιο του Άργους για κάποια ποιος ξέρει απο­στολή. Ώρα 8.30 πρωινή. Απ’ τη πλευρά του Άργους έρ­χεται ένα γερμανικό αυτοκίνητο με κατεύθυνση την Τρίπολη. Σε λίγο έ­να άλλο αυτοκίνητο από Τρίπολη αυτή τη φορά προς Άργος. Και στις δυο περιπτώσεις τ’ αυτοκίνητα πέρασαν ανενόχλητα. Ώρα 9η πρωινή. Το παρατηρητήριο απ’ την πλευρά της Τρίπολης επι­σημαίνει φάλαγγα γερμανικών φορτηγών αυτοκινήτων που προηγούνται, μια μοτοσικλέτα και ένα μι­κρό κλειστό αυτοκίνητο. Η είδηση σαν αστραπή μεταφέρεται στους άνδρες του λόχου. Έτοιμοι σε θέση μάχης. Αγωνία και νευρικότητα…

Όλων οι ματιές είναι στραμμένες εκεί ψηλά στην τελευταία στροφή του δρόμου που σε λίγο θα φανεί η φάλαγγα των αυτοκινήτων. Έτοιμοι όλοι με το χέρι στη σκανδάλη. Και να τώρα, η μοτοσικλέτα που προηγείται της φάλαγγας κάνει την εμφάνισή της και πί­σω της μια κλειστή κούρ­σα που την ακολουθούν σ’ απόσταση σαράντα πε­ρίπου μέτρων τ’ άλλα αυτοκίνητα. Στρίβουν αριστερά στη στροφή, και πάλι δεξιά στην άλλη στροφή. Αλλά κάτι περίεργο συμβαίνει. Η φάλαγγα των αυτοκινήτων προχωράει ασυνήθιστα αργά. Τι να συμβαίνει άραγε… Μπορεί μήπως τ’ αεροπλάνο, ή κάποιο απ’ τ’ αυτοκίνητα που πέρασαν πριν από λίγο να διέκριναν κάτι το ύποπτο και να ειδοποίη­σαν τη φάλαγγα, ή μήπως πάλι αυτό μπορεί να οφείλεται σε κάποια μη­χανική βλάβη ενός αυτοκινήτου, ή μήπως αυτό είναι δημιούργημα της ταραγμένης τους φαντασίας από κάποιο συναίσθημα φόβου και πανικού. Είναι δυνατόν κάτι τέτοιο;.

Μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο σ’ αυτούς τους άν­δρες που ματωμένοι και νηστικοί, πήραν τα όπλα και διάβηκαν βουνοκορ­φές και λαγκάδια, κι ανέβασαν ψηλά στους ουρα­νούς τ’ όραμα της λευτε­ριάς και που για χάρη της στερήθηκαν τα πά­ντα, και που ποτέ δε ζή­τησαν γι’ αυτό ούτε δό­ξες ούτε τιμές. Είναι δυ­νατόν αυτοί οι σταυραε­τοί να δείλιασαν μπρο­στά στην ιδέα του θανά­του, αυτοί που χιλιάδες φορές έσφιξαν στις χού­φτες τους τ’ αστροπελέ­κια της καταιγίδας   και που χιλιάδες νύχτες ξά­πλωσαν κάτω στο χώμα να κοιμηθούν αγκαλιά με το θάνατο… Μπορεί να δείλιασαν οι αντρειωμένοι, που ο λαός σ’ αυτούς έ­χει εναποθέσει τις ελπίδες του για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά… Ή μή­πως πάλι ο φόβος της αποτυχίας στην αποστολή τους. Τα δευτερόλεπτα περ­νάνε τόσο αργά που οι λεπτοδείχτες των ρολογιών μοιάζουν να είναι καρφωμένοι στις θέσεις τους… Ακόμα και οι αναπνοές είναι σταματημένες σαν να υπάρχει κίνδυνος ν’ ακουστούν απ’ τον εχθρό…

Μονάχα οι καρδιές των παλικαριών χτυπάνε τόσο δυνατά λες και εί­ναι ξεκολλημένες απ’ τη θέση τους… Και οι ματιές ορθάνοιχτες παρακολου­θούν εκεί πάνω τον κινούμενο στόχο τους και που τις κάνει να δακρύζουν απ’ τον πόνο και τα δά­κρυα να γίνονται ένα με τον ιδρώτα που τρέχει στα φλογισμένα απ’ την αγωνία πρόσωπά τους. Και τεντωμένη η ακοή τους μήπως και χαθεί μέσα στον θόρυβο των αυ­τοκινήτων εκείνος ο πυροβολισμός πού ‘ναι το σύν­θημα για την επίθεση… Τώρα ολόκληρη η φάλα­γγα των αυτοκινήτων βρίσκεται μέσα στο στόχαστρο των ντουφεκιών… Σε λίγες στιγμές… Σε λίγα δευτερόλεπτα μονάχα.. Κι αυτές τις μεγάλες στιγμές της ανείπωτης αγωνίας, της νευρικότητας και της υπέρτατης από πατριωτικό παλμό ψυχι­κής ανάτασης, δυο ανύποπτοι χωρικοί της περιο­χής με φορτωμένα τα ζώ­α τους από ξύλα θα μπούνε μέσα στον κλοιό της ε­νέδρας. Ανάθεμά τους… Βλαστήμιες και κατάρες, ακούγονται… Να πάρει η ορ­γή… Τώρα τι θα γίνει.. Είναι δυνατόν να ματαιωθεί η επιχείρηση… Η φά­λαγγα προχωράει αργά, και να που τώρα η μοτοσικλέτα βγαίνει από την ενέδρα… Τώρα βγαίνει α­πό την ενέδρα και η κούρσα… Δεν απομένουν παρά μονάχα δέκα μέτρα για να βγει και ολόκληρη η φάλαγγα των αυτοκινή­των… Δέκα μέτρα μονάχα… εν­νέα… οχτώ.. επτά.. έξι.. πέντε… τέσσερα…

Οι Γερμανικές αρχές μπροστά στην παράτολμη αυτή ενέργεια των ανταρτών καταλαμβάνονται α­πό πανικό και επιβάλλουν περιορισμό της κυκλοφορίας του πληθυσμού της πόλης από της 6ης απο­γευματινής μέχρι της 6ης πρωινής. Δεν έφτανε όμως η τιμω­ρία των συνεργατών του εχθρού. Έπρεπε να υποστούν τις συνέπειες αυτού του αιματηρού οργίου κατά του λαού της υπαί­θρου, και οι ίδιοι οι Γερμανοί. Την αποστολή αυ­τή η οργάνωση του Άργους ανέθεσε στη διοίκη­ση του 6ου Συντάγματος.

Η Οργάνωση του ΕΑΜ της Τρίπολης πληροφορεί το Σύνταγμα ότι μεταξύ της 16ης και 20ης Μαΐου (χωρίς ν’ αναφέρεται η ώρα) θα κινηθεί από Τρίπολη προς Άργος φάλαγγα Γερμανικών φορτηγών αυτοκινήτων με 100 περίπου εφέδρους αξιωματικούς του πυροβολικού της 117 μεραρχίας (άλ­λες πληροφορίες έλεγαν ότι επρόκειτο για υπαξιωματικούς της τοπογραφι­κής υπηρεσίας).

Η εντολή για την εκτέλεση της επιχείρησης ανετέθη στο διοικητή του 6ου λόχου του 6 τάγματος μόνιμο υ­πολοχαγό Τούτουνα Τά­σο και στον επίσης μόνι­μο Ανθυπολοχαγό Άρχον Στέφανον, οι οποίοι δια προσωπικής αναγνώρισης και με την βοήθεια Εφεδροελασιτών των γύρω χωριών που γνώριζαν σ’ όλες τις λεπτομέρειες τη μορφολογία του εδάφους της περιοχής, καθόρισαν απ’ την παραμονή τις λε­πτομέρειες της μάχης που είχε επιλεγεί η θέση ΧΑ­ΝΙ και πιο συγκεκριμένα η θέση Ντούλια, μια τοποθεσία στο δημόσιο δρόμο Άργους – Τρίπολης και σε απόσταση 4 περίπου χιλιόμετρα από τον Αχλαδόκαμπο προς την πλευ­ρά του Άργους.

Ο λόχος που βρισκόταν στο χωριό Λαύκα, ξεκίνησε από κει στις 15 Μαΐου και πεζοπορώντας μέσω Καρυάς – Κρυάβρυσης φτάνει τη νύχτα στη θέση εκείνη που από την ιστο­ρία είχε επιλεγεί για να γραφτεί εκεί μια σελίδα ηρωισμού και δόξας για τα Ελληνικά όπλα. Η κύρια δύναμη του λόχου α­πό 80 περίπου άνδρες, ή­ταν πλαισιωμένη και από 8 – 10 Ιταλούς στρατιώ­τες από κείνους που προσχώρησαν στο αντάρτικο μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας, τον Σεπτέμβρη του ’43. Ακόμα ο λόχος ενισχύ­θηκε και με καμιά τριανταριά εφεδροελασίτες της περιοχής που προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες με τον ηρωισμό τους.

Εκτός από τον ατομικό τους οπλισμό οι Έλληνες πολεμιστές διέθεταν επτά οπλοπολυβόλα και αρκετές επιθετικές χειρο­βομβίδες. Το σχέδιο διά­ταξης της δύναμης, προέβλεπε την κάλυψη απ’ το μεγαλύτερο μέρος της, μιας έκτασης 200 περί­που μέτρων επί του δημο­σίου δρόμου και στην βορεινή πλευρά του. Δυο άλλες μικρές ομάδες από 10 περίπου άνδρες η κάθε μια θα ‘παιρναν  θέσεις, η μια προς την πλευρά της Τρίπολης και σε απόστα­ση500 μέτρων απ’ την ε­νέδρα, και η άλλη το ίδιο προς της πλευρά του Άργους. Αυτές οι δυο μικρές δυνάμεις ανέλαβαν τα καθή­κοντα του παρατηρητή και ακόμα την παρεμπό­διση γερμανικών ενισχύ­σεων στη διάρκεια της μάχης.

Η διοίκηση του λόχου από 15 άνδρες και 4 Ιτα­λούς τραυματιοφορείς με καθήκοντα εφεδρικής δύ­ναμης θα ‘παιρνε θέση 50 -60 μέτρα μακριά από την ενέδρα. Στους άνδρες του λόχου δίνονται οι τελευταίες λε­πτομέρειες δράσης, και στο κάθε τμήμα χωριστά γίνεται η κατανομή των αποστολών τους. Αυστηρή εντολή… Απόλυ­τη σιωπή… Καμιά μετα­κίνηση… Ένα με το χώ­μα… Το σύνθημα της επί­θεσης θα δινόταν αποκλειστικά και μόνο από τον διοικητή του λόχου με έ­ναν πυροβολισμό και η α­ποχώρηση με μια πράσι­νη φωτοβολίδα,.. και οι ώρες μέσα στην ανοιξιάτικη νύχτα περνά­νε γεμάτες αγωνία και νευρικότητα… Παντού βασιλεύει μια απέραντη σιωπή… Μια σιωπή τόσο μο­νότονη, τόσο κουραστική, που τσακίζει τα νεύρα ό­λων εκείνων που ώρες τώρα ακίνητοι στις θέσεις τους και που έχουν γίνει ένα με το χώμα, καρτεράνε να ‘ρθη εκείνη η μεγάλη στιγμή…

Ένας ξερός πυροβολι­σμός ακούγεται, κι αμέ­σως μετά ομοβροντίες ό­πλων και πολυβόλων συγκλονίζουν τα βουνά και τις χαράδρες της περιο­χής και σηκώνουν σύννε­φα μαύρου καπνού που φτάνουν στους ουρανούς και φλόγες φωτιάς που ξεπηδάνε απ’ τα αυτοκίνητα που τινάζονται στον αέ­ρα από τις εκρήξεις των πυρομαχικών. Τ’ αυτοκίνητα αμέσως με τους πρώτους πυροβολι­σμούς ακινητοποιούνται και οι Έλληνες μα­χητές κατευθύνουν τώρα τα πυρά τους επί ακινή­του στόχου.

Οι Γερμανοί πανικόβλη­τοι από τον αιφνιδιασμό, παίρνουν θέσεις άμυνας κάτω απ’ τα καιόμενα αυ­τοκίνητα ή στην άκρη του δρόμου πλάι στα βράχια. Η μάχη διεξάγεται με τρομερό πείσμα και απίθανη γενναιότητα και απ’ τις δυο πλευρές. Χαρακτηριστική είναι και η περί­πτωση ενός Γερμανού που μάχεται ηρωικά με το ένα χέρι γιατί το άλλο κρέμεται φρικτά ακρωτηριασμένο από χειροβομβίδα… Και τη στιγμή που η μάχη βρίσκεται στο αποκορύφωμά της, ένα πολυβό­λο των Ελλήνων θα υπο­στεί εμπλοκή. Ο εχθρός εκμεταλλευόμενος αυτό το κενό θα εξαπολύσει σφοδρή αντεπίθεση.

Οι στιγμές είναι κρίσιμες λόγω της υπεροχής πυρός του εχθρού, και οι Έλληνες κάτω από το βάρος αυτής της υπεροχής αρχίζουν να κάμπτονται. Η διοίκηση μπροστά στον κίνδυνο ολοκληρωτικής καταστροφής, ρίχνεται και αυτή στις φλόγες και η σάλπιγγα δίνει το σύν­θημα δια της εφ’ όπλου λόγχης επίθεσης. Οι Έλληνες αφού πρώτα χρησιμοποιούν επιθετι­κές χειροβομβίδες μ’ α­στραφτερά σπαθιά που αυλακώνουν τον άνεμο σαν γίγαντες φτερωτοί ορμά­νε στις φλόγες κι έρχο­νται στα χέρια με τον εχθρό. Τώρα η μάχη διεξά­γεται σώμα με σώμα και η αγριότητά της παίρνει απίθανες διαστάσεις σφαγής που κάνει το αίμα να βάφει κόκκινη την άσφαλτο και να τρέχει ποτάμι κάτω στη χαράδρα… Τι φρίκη… Τι παραφροσύνη… Τι όργιο αίματος…Τι απαίσιο πράγμα ο πόλεμος… Το θέαμα είναι τόσο φρικιαστικό, τό­σο απάνθρωπο, που κα­μιά ανθρώπινη δύναμη δε θ’ άντεχε για να το περι­γράψει…

Μέσα σ’ αυτήν την τιτανομαχία, μέσα σ’ αυτό το όργιο της σφα­γής, τραυματίζεται βαριά ο ανθυπολοχαγός Α­γγελίδης και μεταφέρε­ται αιμόφυρτος από Ιτα­λούς τραυματιοφορείς μακριά απ’ αυτήν την κόλαση. Μια και πλέον ώρα κράτησε αυτή η ιστορική μάχη της 17ης Μαΐου του ’44 στο Χάνι Αχλαδοκάμπου.

Οι απώλειες του εχθρού ήσαν βαρύτατες… 67 νεκροί και τραυματίες και 6 αιχμάλωτοι. Λάφυρα, 4 μυδραλιοβόλα, 2 τη­λέφωνα, 2 ασύρματοι, 1 διόπτρα, 56 τουφέκια μάουζερ, 2 βαρείς όλμοι, 18 πιστόλια, 52 φωτοβολί­δες, 13 προσωπίδες και 5000 φυσίγγια. Οι απώλειες των Ελλήνων ήσαν 4 νεκροί και 9 τραυματίες. Έτσι τέλειωσε η ιστορική μάχη εκείνη, για να προστεθεί ακόμα μια σελίδα άφθαστου ηρωι­σμού, μεγαλείου και δό­ξας στους αιματοβαμμένους τόμους της Ελληνικής ι­στορίας. Μια μάχη γιγάντων… Μια μάχη υπεράν­θρωπη σε αγωνιστικότη­τα και δυναμισμό, το ίδιο μεγάλη, το ίδιο γενναία όπως και κάποια άλλη σε κάποιο άλλο χάνι, σε κάποιες άλλες εποχές, ε­κεί πάνω στη Γραβιά… Και που το τέλος αυτών των συντελεστών της νί­κης, αυτών των γενναίων παλικαριών και στις δυο αυτές περιπτώσεις ήταν (τι σύμπτωση) το ίδιο τραγικό, από τους ίδιους (τι σύμπτωση) άκαπνους προσκυνημένους δήθεν (ε­θνικόφρονες) …

Ο πατριωτισμός και η τιμιότητα εχάθησαν κι όποιος τα έχει  αυτά, τον κιντυνεύουν. Κι όθεν  προδότης, κλέ­φτης και κατεργάρης εκείνος έχει την τύχη του». Στρατηγός Μακρυγιάννης.

 

Το παραπάνω κείμενο παραθέτει η Αργολική Βιβλιοθήκη Ισρτορίας και Πολιτισμού και πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Φείδων» στο φύλλο Ιανουαρίου- Φεβρουαρίου του 1984. Ο Κ. Κυριαζόπουλος περιγράφει με γλαφυρότητα όσα ο Ανθυπολοχαγός Γ. Αγγελίδης – ένας από τους πρωταγωνιστές  της συγκεκριμένης μάχης – του αφηγήθηκε.