Δεν θα διεκδικήσει τελικά τον Δήμο Ναυπλιέων ο Θέμος Γκουλιώνης, κάνοντας λόγο για νομικά εμπόδια που τον οδήγησαν σε αυτή του την απόφαση. Πλέον οι υποψήφιοι για τον δήμο Ναυπλιέων από πέντε, μένουν τέσσερις. Μένει να δούμε ποιόν θα ωφελήσει αυτή η εξέλιξη.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι το προηγούμενο διάστημα υπήρξε έντονος προβληματισμός στα επιτελεία Κωστούρου και Αναγνωσταρά, αφού η υποψηφιότητα Γκουλιώνη θα επηρέαζε και τους δύο. Με την ανακοίνωση παραίτησης του οφθαλμίατρου πλέον οι κινήσεις γίνονται με στόχο την προσέγγιση των ψηφοφόρων του.
Όπως σημειώνει ο ίδιος σε ανακοίνωσή του:
«Έβλεπα με πόνο ψυχής τήν γενέτειρά μου, το Ναύπλιον, να αργοπεθαίνει, τα σοκάκια με τα πέτρινα σκαλιά να αδειάζουν από παιδιά, οι κανταδόροι του να έχουν προ πολλού ξεχασθεί, τα σπίτια να ερημώνουν, οι εκκλησιές να καταρρέουν, η ακοίμητη κανδήλα τού κυρ Γιάννη τού Καποδίστρια να έχει γίνει λαμπιόνι συνήθως σβηστό και ο ανδριάντας του να παραμένει εδώ και χρόνια ακρωτηριασμένος, το μνημείο τού Νικήτα Σταματελόπουλου ξεχασμένο σε μια σκοτεινή γωνιά πίσω από δύο χημικές τουαλέτες, το παλικάρι από τη Ζάτουνα, ο Στάικος Σταϊκόπουλος, να κρατάει ένα σπαθί με σπασμένη τη λαβή του, το παλιό Ξενία με τήν μοναδική του θέα να βανδαλίζεται κατά τρόπο σκαιό και βάναυσο, ο πανέμορφος κήπος τού «Αμφιτρύωνα» με υπόγεια διάβαση συνδεδεμένος από 70ετίας με το ιστορικό ξενοδοχείο, τήν πίστα τού χορού που ξυπνά στους παλαιότερους μνήμες από άλλες εποχές, το βάθρο τής ορχήστρας από κόκκινο μάρμαρο, και τήν υπέροχη πισίνα του, όλα να έχουν μετατραπεί σε ένα ελεεινό σκουπιδότοπο, οι μπανιέρες και ο ναυτικός όμιλος να ξεψυχούν, το ξακουσμένο και εμβληματικό επιθαλάσσιο κάστρο του, το Μπούρτζι, να στέκει εδώ και δεκαετίες έρημο και βουβό, στην πλατεία Συντάγματος ο κόσμος να γίνεται ολοένα και λιγότερος, ολοένα και περισσότερο θλιμμένος, ο ρομαντικός περίπατος που τόν λέγαμε «περιφερειακό» να είναι κλειστός γιατί έπεσε ένας βράχος και ουδείς ενδιαφέρθηκε να παρέμβει, το κτίριο στην πλατεία τής Αρβανιτιάς όπου μέχρι πρίν λίγα χρόνια γινόντουσαν αμέτρητοι χοροί και γλέντια, να μην θέλει κανείς να δεί το πώς έχει καταντήσει, η μετατροπή τού «πάρκου κυκλοφοριακής αγωγής» σε σημείο αποθέσεως σκουπιδιών, η κατάντια τού ιστορικού κτιρίου τού Τελωνείου, η απομάκρυνση όλων τών προτομών τών ηρώων που προσέφεραν τήν ζωή τους για τήν ελευθερία τής πατρίδας και η τοποθέτησή τους σε έναν δρόμο δίχως σπίτια, κάτω από βαθύσκιωτα δένδρα, η άρνηση τής πολιτείας για τήν ανέγερση ενός εγκεκριμένου κατόπιν πανελλήνιου διαγωνισμού (από 15ετίας), μνημείου τού Κωνσταντίνου Κανάρη, η επίσημη απαγόρευση ονοματοδοσίας μιάς οδού με το όνομα τού Θεοδώρου Κολοκοτρώνη (ναι καλά ακούσατε!
Στην πρώτη πρωτεύουσα του ελευθέρου Ελληνικού κράτους, δέν υπάρχει οδός στο όνομα τού Γέρου τού Μωριά), και άλλα πολλά και απίστευτα, με ώθησαν να θέσω υποψηφιότητα για τήν θέση τού δημάρχου, πιστεύοντας ότι ίσως κάτι θα μπορέσω να προσφέρω.
Όμως σιγά σιγά έβλεπα κατάματα τήν εν μέσω ερειπίων αλήθεια τής ανείπωτης παρακμής που βιώνουμε στις μέρες μας: Τά αξεπέραστα εμπόδια που συνεχώς ορθωνόντουσαν μπροστά μου, δέν προερχόντουσαν από ανθρώπους κυρίως ή θεσμούς, αλλά από ένα πλέγμα νόμων και διατάξεων που καθηλώνει όποιον προσπαθήσει κάτι να κάνει, ενώ αφήνει υπό τόν μανδύα τής νομιμοφάνειας χώρο διασπάθισης τών οικονομικών πόρων ή διαπράξεως οικονομικών ατασθαλιών. Οι νόμοι βέβαια είναι κατασκευασμένοι από ανθρώπους, μόνο που στην προκειμένη περίπτωση δέν γνωρίζουμε καν τα ονόματά τους.
Δέν είναι τού χαρακτήρος μου και τής προσωπικής μου αξιοπρέπειας τέτοιου είδους αγώνας λοιπόν. Γι’ αυτό αποχωρώ με θλίψη ψυχής και με απαισιόδοξες σκέψεις για το μέλλον τού τόπου μας.
Τέλος ζητώ συγγνώμη από όλους όσους στήριξαν με καθαρούς και ενάρετους τρόπους τα ανεκπλήρωτα όνειρά μας, και εύχομαι να σφάλω στις προβλέψεις μου».