«Τὶ ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλʼἠγέρθη».
Τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, βαθιὰ χαράματα, ἦλθαν γυναῖκες στὸ μνῆμα τοῦ Ἰησοῦ, φέρνοντας ἀρώματα, ποὺ εἶχαν ἑτοιμάσει, γιὰ νὰ προσφέρουν στὸν νεκρὸ Διδάσκαλό τους. Βρῆκαν τότε, τὴν πέτρα, ποὺ ἔφραζε τὸ μνημεῖο, νὰ εἶναι κυλισμένη μακριὰ ἀπʼ αὐτό. Κι ὅταν μπῆκαν στὸ μνημεῖο, δὲν βρῆκαν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Κι ἐνῶ ἀποροῦσαν γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, ξαφνικὰ δύο ἄγγελοι παρουσιάστηκαν μπροστά τους, ὡς ἄνδρες μὲ στολὲς ποὺ ἄστραφταν ἀπὸ λαμπρότητα. Κι ἐνῶ οἱ γυναῖκες, κατατρομαγμένες, ἔγερναν τὸ πρόσωπο πρὸς τὴ γῆ ἀπὸ εὐλάβεια κι ἐπειδὴ δὲν ἄντεχαν τὴ λάμψη τῶν ἀγγέλων, εἶπαν οἱ ἄγγελοι σʼαὐτές: «Τὶ ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλʼ ἠγέρθη».
Οἱ μυροφόρες γυναῖκες ἦταν πρόσωπα σεβαστά. Ἀνῆκαν στὸν ἰδιαίτερο κύκλο τῶν γυναικῶν, ποὺ ὑπηρετοῦσαν τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς μαθητές Του ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά τους. Δὲν ἐγκατέλειψαν τὸν Κύριο οὔτε στὸ Σταυρό. Τὸ πρωὶ τῆς «μιᾶς τῶν σαββάτων», πρὶν ξημερώσει, βρίσκονταν στὸ δρόμο κρατώντας τὰ πολύτιμα μύρα τους, γιὰ νὰ ἀλείψουν τιμητικὰ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
Πήγαιναν στὸ μνημεῖο, σύμφωνα μὲ τὰ ἔθιμα τῆς ἐποχῆς, γιὰ νὰ μυρώσουν τὸν πεφιλημένο νεκρό τους. Καθὼς βάδιζαν μὲ βῆμα γοργό, ἀναρωτιόντουσαν ποιὸς θὰ τὶς βοηθοῦσε νὰ ἀποκυλίσουν «τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου». Ἀλλὰ ἐκεῖ, τοὺς περίμενε ἡ μεγάλη ἔκπληξη: Βρῆκαν τὴν ταφόπετρα παραμερισμένη καὶ τὸν τάφο ἀδειανό. Οἱ νεκρικοὶ ἐπίδεσμοι, ποὺ εἶχαν χρησιμοποιηθεῖ κατὰ τὴν ταφὴ, ὑπῆρχαν στὸ μνημεῖο καὶ «τὸ σουδάριον… ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον», ἀλλὰ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ δὲν βρισκόταν ἐκεῖ, διότι ὁ Κύριος εἶχε ἀναστηθεῖ.
Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε καὶ ἀναδείχθηκε ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου! Πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ κρατήσει ὁ τάφος «τὸν ἀρχηγὸν τῆς ζωῆς»; Ὁ ἄγγελος εἶπε στὶς Μυροφόρες: Γιατί ζητᾶτε ἀνάμεσα στοὺς νεκροὺς Αὐτὸν ποὺ τώρα πλέον εἶναι ζωντανός; Δὲν εἶναι ἐδῶ, ἀλλὰ ἀναστήθηκε! Θυμηθεῖτε πώς, ὅταν ἀκόμη ἦταν στὴ Γαλιλαία, σᾶς εἶπε ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ προκαθορισμένο σχέδιο τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ παραδοθεῖ σὲ χέρια ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καὶ νὰ σταυρωθεῖ, καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τὸν θάνατό Του νὰ ἀναστηθεῖ.
Τὸ ἀδιαμφισβήτητο κοσμοϊστορικὸ καὶ κοσμοσωτήριο γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ βεβαιώνει πανηγυρικὰ τὴ θεότητα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ στηρίζει τὴν πίστη μας σʼαὐτήν. Ὁ θάνατος δὲν ἔχει πιὰ ἐξουσία ἐπάνω Του, δὲν μπορεῖ νὰ τὸν κυριεύσει. «Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκ έτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει».
Ἀναστήθηκε! Καὶ μὲ τὴν Ἀνάστασή Του ἄνοιξε τὸν δρόμο καὶ γιὰ τὴ δική μας ἀνάσταση. Ἔγινε ἡ ἀρχὴ τῆς ἀναστάσεως ὅλων τῶν νεκρῶν. «Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο». Μὲ πόση ἐλπίδα καὶ φῶς λούζει τοὺς τάφους τῶν προσφιλῶν μας ἐκεῖνο τὸ «οὐκ ἔστιν ὧδε» ποὺ ἄκουσαν οἱ Μυροφόρες ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἀγγέλου!
Ὁ Κύριος μὲ τὴν Ἀνάστασή Του ἄνοιξε τὸν δρόμο, γιὰ νὰ ζοῦμε κι ἐμεῖς ἀναστημένη ζωή, «ἐν καινότητι ζωῆς». Ἐγκαινιάζει «ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν», γιὰ νὰ σκιρτοῦμε ἀπὸ ἀγαλλίαση καὶ χαρὰ καὶ εὐγνωμόνως νὰ «ὑμνοῦμεν τὸν αἴτιον, τὸν μόνον εὐλογητὸν τῶν πατέρων, Θεὸν καὶ ὑπερένδοξον»!
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Μέ τήν ἀγάπη τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ
καί ἐγκάρδιες εὐχές
Ὁ Μητροπολίτης
† ὁ Ἀργολίδος Νεκτάριος