Ένα ιδιαίτερο πουλί έκανε την εμφάνισή του στον υγροβιότοπο Ναυπλίου Νέα Κίου. Ο Θάνος Κομνηνός φωτογράφησε και ηχογράφησε τον Καλαμοκανά, χαρίζοντας μας μερικές πολύ όμορφες εικόνες.
Ο Καλαμοκανάς είναι παρυδάτιο καλοβατικό πτηνό της οικογενείας των Ανωραμφιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Himantopus himantopus.
Πρόκειται για μεταναστευτικό πτηνό το οποίο έρχεται τα καλοκαίρια για αναπαραγωγή και μεταναστεύει τους χειμερινούς μήνες στα νότια, στις αντίστοιχες επικράτειες της Αφρικής και της Ασίας.
Στην Ελλάδα, ο καλαμοκανάς είναι αποδημητικό πτηνό που, έρχεται από το Μάιο μέχρι το Σεπτέμβριο, για να φωλιάσει τοπικά, σε υγροτόπους της βόρειας και κεντρικής χώρας, κυρίως. Εκτός από κάποια μεγάλα νησιά, φωλιάζει σε παράκτιες περιοχές στην ηπειρωτική χώρα και, πιο σπάνια, σε εσωτερικούς υγροτόπους στην Πελοπόννησο.
Ζει μερικούς μήνες στον βάλτο όπου και αναπαράγεται σε γλυκό ή υφάλμυρο νερό και μικρή αναδυόμενη βλάστηση, συνήθως σε θέσεις με καλάμια και βούρλα. Περιστασιακά, συχνάζει σε ορυζώνες.
ως προς τη μορφολογία του ο καλαμοκανάς είναι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα παρυδάτια πτηνά και, με το χαρακτηριστικό ασπρόμαυρο πτέρωμα και τους, επίσης χαρακτηριστικούς, εξαιρετικά μακρείς ταρσούς του, δύσκολα συγχέεται με άλλο είδος. Από μακριά, δίνει την εντύπωση μικρού πελαργού.
Τα ενήλικα πουλιά, έχουν ομοιόμορφη χαρακτηριστική «ενδυμασία», στην οποία δεσπόζει η αντίθεση μεταξύ λευκού και μαύρου χρώματος. Τα αρσενικά διαφέρουν από τα θηλυκά, αυτό όμως είναι έκδηλο κυρίως στο καλοκαιρινό τους πτέρωμα. Η πλάτη είναι μαύρη, συχνά με κάποια πρασινωπή γυαλιστερή απόχρωση, ενώ το στέμμα του κεφαλιού είναι μαυριδερό το καλοκαίρι και γκριζόλευκο τον χειμώνα. Ο μανδύας των θηλυκών είναι μαυριδερός με καφέ απόχρωση, κάνοντας αντίθεση με τα μαύρα πρωτεύοντα ερετικά φτερά, ενώ υπάρχει λιγότερο μαύρο στο κεφάλι και τον λαιμό όλο το χρόνο χωρίς, ωστόσο, αυτή η διαφορά να είναι πάντοτε ξεκάθαρη.
Η διατροφή του καλαμοκανά εξαρτάται άμεσα από τα εκάστοτε εποχικά θηράματα, αλλά γενικά περιλαμβάνει υδρόβια έντομα (π.χ. Κολεόπτερα, Εφημερόπτερα, Τριχόπτερα, Ημίπτερα, Οδοντόγναθα, Δίπτερα, Νευρόπτερα και Λεπιδόπτερα) και τις προνύμφες τους, Μαλάκια, Καρκινοειδή, Αράχνες, Δακτυλιοσκώληκες (Ολιγόχαιτοι, Πολύχαιτοι), γυρίνους και γόνους Αμφιβίων, μικρά ψάρια, αυγά ψαριών και, περιστασιακά, σπέρματα.
Το πτηνό αυτό κατά την πτήση, πέρα από το χαρακτηριστικό ασπρόμαυρο χρωματισμό, διακρίνεται από τις μαύρες, τριγωνικές πτέρυγες και από τα πόδια που, τα κρατάει τεντωμένα και ασυνήθιστα μακριά από το άκρο της ουράς. Συνήθως πετάει κατά μκρά σμήνη, μέχρι 15 άτομα.
Η φωνή του είναι χαρακτηριστική και αποτυπώνεται στο παρακάτω ηχητικό:
Το είδος απειλείται κυρίως από την αποξήρανση και την εκμετάλλευση των υγροτόπων του, αλλά και από το παράνομο κυνήγι, σε μικρότερο βαθμό. Για την προστασία του απαιτούνται, η λεπτομερής καταγραφή του αναπαραγόμενου πληθυσμού, η μελέτη της οικολογίας του και η διατήρηση ικανού μεγέθους εκτάσεων με ρηχά νερά, υγρολίβαδα κλπ.