Η υποδιεύθυνση Ασφάλειας Νοτιοανατολικής Αττικής κατάφερε, μετά από πολύμηνη έρευνα, να εξαρθρώσει τρεις πολυμελείς, αυτοτελείς και ιεραρχικά διαρθρωμένες εγκληματικές οργανώσεις, αποτελούμενες από 54 μέλη, τα οποία συνεργάζονταν με σκοπό την τέλεση, κατά κύριο λόγο, εγκλημάτων απάτης και πλαστογραφίας, αλλά και κλοπών και εκβιάσεων σε Πανελλαδικό επίπεδο.
Για την αποδόμηση των ανωτέρω εγκληματικών οργανώσεων, πραγματοποιήθηκαν πρωινές και μεσημβρινές ώρες της 20-6-2019, παράλληλες επιχειρήσεις αστυνομικών της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Νοτιοανατολικής Αττικής από κοινού με το Τ.Α Αλίμου και τη συνδρομή ενισχυτικών αστυνομικών δυνάμεων της Ο.Π.Κ.Ε, της Υ.Α.Τ, της Διεύθυνσης Αστυνομίας Αργολίδος και της Διεύθυνσης Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, στις περιοχές Αθήνας, Ασπροπύργου, Κινέττας, Αχαρνών, Γέρακα, Κορυδαλλού Αττικής, καθώς και Νέας Κίου Αργολίδος και Θεσσαλονίκης, κατά τη διάρκεια των οποίων συνελήφθησαν συνολικά 14 μέλη των εγκληματικών οργανώσεων.
Ταυτοποιήθηκαν επιπλέον και αναζητούνται, 18 μέλη των εγκληματικών οργανώσεων, ενώ η έρευνα για την ταυτοποίηση και των υπολοίπων, συνεχίζεται.
Όπως διαπιστώθηκε από το σύνολο του προανακριτικού υλικού, την φυσική επιτήρηση των υπόπτων και την συνολική έρευνα, οι τρείς εγκληματικές οργανώσεις, είχαν δομημένη ιεραρχία και διαρκή δράση και συνεργάζονταν μεταξύ τους, ανταλλάσσοντας πληροφορίες και τεχνογνωσία με σκοπό την διάπραξη εγκλημάτων απάτης, πλαστογραφιών, εκβιάσεων και διακεκριμένων περιπτώσεων κλοπών, δρώντας χωρίς εδαφικό περιορισμό σε όλη την Ελληνική Επικράτεια.
Ως έδρα-ορμητήριο των εγκληματικών οργανώσεων ήταν, για την μία εξ’ αυτών η περιοχή Νεόκτιστα Ασπροπύργου και για τις άλλες δύο η περιοχή Νέας Κίου Αργολίδας.
Ως προς τον τρόπο δράσης, τα αρχηγικά μέλη, αρχικά, εντόπιζαν μέσω διαδικτύου και κάποιες φορές μέσω έντυπου τύπου, τα υποψήφια θύματά τους, πωλητές εμπορευμάτων, προϊόντων, οχημάτων και άλλων αντικειμένων.
Στη συνέχεια, άλλα μέλη προσέγγιζαν τα υποψήφια θύματα τους τηλεφωνικά και προσποιούμενοι τους ενδιαφερόμενους αγοραστές, κατόρθωναν να κλείσουν συμφωνία για την αγοραπωλησία.
Ακολούθως και προκειμένου να κατορθώσουν την παραπλάνηση, κατάρτιζαν πλαστό αποδεικτικό κατάθεσης χρηματικού ποσού τραπεζικού λογαριασμού πάντα διαφορετικής τράπεζας από αυτή που υποδείκνυε το θύμα, μέσω της ηλεκτρονικής διαδικασίας (e-banking ) και στη συνέχεια τους απέστελλαν με e-mail το αποδεικτικό.
Κατόπιν αυτού και εκμεταλλευόμενοι την υπάρχουσα διαδικασίας VALEUR του τραπεζικού συστήματος, κατά την οποία το ποσό πιστώνεται σε χρονική διάρκεια περίπου δύο ημερών και όχι άμεσα, παραλάμβαναν το συμφωνηθέν εμπόρευμα, πριν ο πωλητής αντιληφθεί την απάτη.
Τα παραπάνω παράνομα αποκτηθέντα εμπορεύματα στη συνέχεια τα εκποιούσαν σε ενδιαφερόμενο αγοραστή, σε τιμή πολύ μικρότερη της πραγματικής , έχοντας ως σκοπό την άμεση αποκόμιση χρηματικού ποσού.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της δράσης τους ήταν η συνεχής αλλαγή των τηλεφωνικών συνδέσεων που χρησιμοποιούσαν, η χρησιμοποίηση κωδικών ονομασιών αντί των πραγματικών ονομάτων στις μεταξύ τους συνομιλίες και τα μέτρα αντιπαρακολούθησης που λάμβαναν.
Συνολικά εξιχνιάστηκαν διακόσιες πενήντα πέντε (255) αξιόποινες πράξεις, κυρίως απάτες καθώς και εκβιάσεις, πλαστογραφίες και κλοπές, ενώ από τη συνεχιζόμενη έρευνα θεωρείται βέβαιη η περαιτέρω ταυτοποίηση και εξιχνίαση και άλλων υποθέσεων.
Η συνολική περιουσιακή ζημία που προκάλεσαν στα θύματά τους, υπολογίζεται ότι υπερβαίνει το ποσό του 1.200.000 ευρώ.
Από τις διενεργηθείσες έρευνες σε 12 κατοικίες, μεταξύ άλλων βρέθηκαν και κατασχέθηκαν, το χρηματικό ποσό των 35.900 ευρώ, πλήθος συσκευών κινητής τηλεφωνίας, εκατοντάδες πακέτα καρτών τηλεφωνικών συνδέσεων, πιστόλι, δύο (2) αεροβόλα όπλα, φυσίγγια, δεκατέσσερις (14) φορητοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές, βιβλιάρια καταθέσεων, κάρτες ανάληψης διαφόρων Τραπεζών και τέσσερα (4) Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα.
Λεπτομέρειες για την υπόθεση θα δοθούν από την Εκπρόσωπο Τύπου της Ελληνικής Αστυνομίας.
Δηλώσεις της Εκπροσώπου Τύπου της Ελληνικής Αστυνομίας, Αστυνόμου Β΄ Ιωάννας Ροτζιώκου:
Από την Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Νοτιοανατολικής Αττικής εξαρθρώθηκαν τρεις (3) πολυμελείς εγκληματικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνταν σε πανελλαδικό επίπεδο, με σκοπό την τέλεση απατών, πλαστογραφιών, κλοπών και εκβιάσεων.
Την Πέμπτη, 20 Ιουνίου 2019, πρωινές και μεσημβρινές ώρες, πραγματοποιήθηκαν παράλληλες επιχειρήσεις σε διάφορες περιοχές της Αττικής (Αθήνα, Ασπρόπυργο, Κινέττα, Αχαρνές, Γέρακα, Κορυδαλλό), της Αργολίδας (Νέα Κίος) καθώς και της Θεσσαλονίκης, από αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Νοτιοανατολικής Αττικής και του Τμήματος Ασφαλείας Αλίμου, με τη συνδρομή ενισχυτικών αστυνομικών δυνάμεων της Ομάδας Πρόληψης Καταστολής Εγκληματικότητας Αττικής (Ο.Π.Κ.Ε), της Υποδιεύθυνσης Αποκατάστασης Τάξης (Υ.Α.Τ), της Διεύθυνσης Αστυνομίας Αργολίδας και της Διεύθυνσης Ασφαλείας Θεσσαλονίκης.
Στο πλαίσιο αυτό, συνελήφθησαν συνολικά 14 μέλη των παραπάνω εγκληματικών οργανώσεων (11 άντρες και 3 γυναίκες), μεταξύ των οποίων και οι αρχηγοί των δύο εγκληματικών οργανώσεων. Παράλληλα, συγκατηγορούμενοι είναι 18 ακόμα άτομα.
Σε βάρος τους σχηματίσθηκε ποινική δικογραφία για τα -κατά περίπτωση- αδικήματα που αφορούν εγκληματική οργάνωση που διαπράττει διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής, απάτες, πλαστογραφίες και εκβιάσεις.
Από τη μέχρι τώρα έρευνα προέκυψε ότι έδρα της πρώτης εγκληματικής οργάνωσης ήταν η περιοχή του Ασπροπύργου Αττικής και έδρα της δεύτερης και τρίτης εγκληματικής οργάνωσης ήταν η περιοχή της Νέας Κίου Αργολίδας, ενώ η δράση τους υπολογίζεται να έχει ξεκινήσει τουλάχιστον από το έτος 2018.
Πρόκειται για εγκληματικές οργανώσεις που από τη μία πλευρά λειτουργούσαν αυτοτελώς, ενώ από την άλλη πλευρά συνεργάζονταν σε επίπεδο ανταλλαγής πληροφοριών, τεχνογνωσίας και τεχνοτροπίας.
Μέχρι στιγμής έχουν συνολικά εξιχνιαστεί 255 αξιόποινες πράξεις, που αφορούν κυρίως απάτες και εκβιάσεις, πλαστογραφίες και κλοπές.
Ειδικότερα:
78 από αυτές αφορούν την πρώτη εγκληματική οργάνωση,
15 τη δεύτερη και
92 την τρίτη.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι το παράνομο περιουσιακό όφελος που αποκόμισαν και αντίστοιχα η περιουσιακή ζημία που προκάλεσαν οι εγκληματικές οργανώσεις, υπερβαίνει το χρηματικό ποσό του 1.200.000 ευρώ.
Οι εγκληματικές οργανώσεις διέθεταν ιεραρχική δομή, κατανεμημένους και διακριτούς ρόλους, διαρκή δράση καθώς και συγκεκριμένη μεθοδολογία δράσης, ενώ οργάνωναν τις ενέργειες τους με σχεδιασμό και μεθοδικότητα.
Ως προς τη δομή, σημειώνεται ότι σε αρχηγικό επίπεδο αρχικά βασίστηκε στις συγγενικές και διαπροσωπικές σχέσεις των μελών τους, ενώ η στρατολόγηση πραγματοποιήθηκε με διάφορους κατά περίπτωση τρόπους.
Ως προς τη μεθοδολογία που ακολουθούσαν οι εγκληματικές οργανώσεις, αναφέρεται ότι κατά κύριο λόγο τα αρχηγικά μέλη, εντόπιζαν μέσω αγγελιών (στο διαδίκτυο ή στον έντυπο τύπο) προϊόντα προς πώληση. Στη συνέχεια, προσποιούμενοι τους ενδιαφερόμενους αγοραστές έρχονταν σε επαφή με το υποψήφιο θύμα και αφού το έπειθαν, συμφωνούσαν προφορικά για την αγοροπωλησία του προϊόντος.
Προκειμένου να γίνουν ακόμα πιο πειστικοί, κατάρτιζαν πλαστό αποδεικτικό κατάθεσης χρηματικού ποσού σε τραπεζικό λογαριασμό με αποδέκτη το υποψήφιο θύμα, μέσω ηλεκτρονικής διαδικασίας (e – banking). Έπειτα, απέστελλαν με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή μέσω διαδικτυακών εφαρμογών το πλαστό αποδεικτικό στον παθόντα, στο οποίο ουδέποτε αναφέρονταν τα πραγματικά στοιχεία του καταθέτη.
Αξίζει να τονιστεί ότι, οι δράστες εκμεταλλευόμενοι τη διαδικασία VALEUR του τραπεζικού συστήματος, φρόντιζαν πάντα η υποτιθέμενη κατάθεση χρημάτων να γίνεται από διαφορετική τράπεζα σε σχέση με αυτή που διατηρούσε τραπεζικό λογαριασμό το θύμα, ώστε να είναι αδύνατο να ελεγχθεί η πίστωση του χρηματικού ποσού στο λογαριασμό του, εφόσον το χρονικό διάστημα που απαιτείται σε αυτή τη διαδικασία είναι περίπου δύο ημέρες.
Μάλιστα, δεν ήταν λίγες οι φορές που οι δράστες στα πλαστά αποδεικτικά ηλεκτρονικής πληρωμής που απέστελλαν στους παθόντες, σκοπίμως ανέγραφαν μεγαλύτερο χρηματικό ποσό από αυτό που είχε ήδη συμφωνηθεί, προσποιούμενοι ότι πρόκειται για λάθος χρηματική κατάθεση, ζητώντας από το θύμα να καταβάλλει, πέραν του βασικού αντικειμένου της απάτης και το ποσό της διαφοράς μετρητοίς.
Η παράδοση των εμπορευμάτων – προϊόντων γινόταν είτε από τους ίδιους τους παθόντες, είτε σε προκαθορισμένα σημεία, καθ’ υπόδειξη των άμεσων και βασικών μελών των εγκληματικών οργανώσεων, οι οποίοι ακολούθως απέστελλαν άλλο μέλος της εγκληματικής οργάνωσής να παραλάβει το εμπόρευμα – προϊόν και να το μεταφέρει. Το μέλος αυτό ήταν επιφορτισμένο αποκλειστικά με αυτό το ρόλο στη λειτουργία των οργανώσεων (κατά κανόνα επρόκειτο για ανήλικα άτομα ή γυναίκες).
Χαρακτηριστικό στοιχείο του υψηλού επαγγελματισμού των εν λόγω εγκληματικών οργανώσεων, είναι ότι τα μέλη που ενεργούσαν τις παραλαβές και μεταφορές των εμπορευμάτων γνώριζαν μόνο τα ψευδώνυμα των αρχηγών και των άμεσων συνεργατών τους, ενώ πολλές φορές εμπλέκονταν τρίτα άτομα, επίσης μέλη της οργάνωσης, τα οποία το άτομο που πραγματοποιούσε τη μεταφορά δεν γνώριζε.
Επιπλέον τα αρχηγικά μέλη συντόνιζαν τη δράση των οργανώσεων αποκλειστικά μέσω τηλεφωνικών συσκευών, τις οποίες άλλαζαν αρκετά συχνά, καθιστώντας έτσι αδύνατη την αναγνώρισή τους.
Επίσης, αφού πραγματοποιούνταν η συναλλαγή τα μέλη των εγκληματικών οργανώσεων φρόντιζαν να απενεργοποιήσουν την τηλεφωνική σύνδεση που χρησιμοποιούσαν για την επικοινωνία τους με τα θύματα.
Αναφορικά με τα είδη των εμπορευμάτων ή προϊόντων στα οποία στόχευαν τα μέλη των εγκληματικών οργανώσεων, σημειώνεται ότι επεδίωκαν να αποκτήσουν οποιοδήποτε αντικείμενο ανεξάρτητα από την αντικειμενική αξία του, τη χρηστικότητα ή τη λειτουργικότητά του.
Σε περίπτωση που τα υποψήφια θύματα ήταν ιδιώτες, τα αντικείμενα στα οποία στόχευαν ήταν για παράδειγμα φορτηγά και επαγγελματικά οχήματα, αυτοκίνητα, ακίνητα, φωτογραφικά είδη, drones , διάφορα προσωπικά αντικείμενα, κ.α.
Ενώ όταν ο στόχος τους αφορούσε επιχειρήσεις, αυτές ήταν κυρίως κάβες ποτών, τουριστικά γραφεία, ξενοδοχεία, συναλλακτήρια, μάντρες οικοδομικών υλικών, καταστήματα εμπορίας υδραυλικών ειδών, ψησταριές, ζαχαροπλαστεία, καταστήματα τροφίμων, κ.α.
Αφού αποκτούσαν παράνομα από τον εκάστοτε παθόντα τα διάφορα αντικείμενα, στη συνέχεια τα εκποιούσαν σε ενδιαφερόμενο αγοραστή, σε τιμή πολύ μικρότερη της πραγματικής του, έχοντας ως σκοπό την άμεση αποκόμιση χρηματικού ποσού.
Η δράση των εν λόγω εγκληματικών οργανώσεων αφορούσε το σύνολο της ελληνικής επικράτειας, γεγονός που καταδεικνύει τη διάσταση και την εμβέλεια της υποδομής που είχαν διαμορφώσει τα μέλη τους, τα οποία δρούσαν κατ’ επάγγελμα, με σκοπό η εγκληματική τους δραστηριότητα να αποτελεί τη μοναδική βιοποριστική τους ασχολία, μέσω της οποίας αποκόμιζαν παράνομο περιουσιακό όφελος.
Πέρα από τα παραπάνω, ιδιαίτερα γνωρίσματα της δράσης των εγκληματικών οργανώσεων ήταν:
- Η συνεχής αλλαγή των τηλεφωνικών συνδέσεων και συσκευών που χρησιμοποιούσαν. Μάλιστα, οι τηλεφωνικές συνδέσεις ήταν ονομαστικοποιημένες κατά κανόνα σε «πλασματικά» ονόματα αλλοδαπών και δεν αντιστοιχούσαν στα στοιχεία ταυτότητας των δραστών-χρηστών.
- Η μεταξύ τους επικοινωνία με κώδικες ονομασίες ακόμα και «παρατσούκλια», αντί των πραγματικών ονομάτων τους.
- Τα μέτρα αντιπαρακολούθησης και εποπτείας του χώρου κατά την παραλαβή των εμπορευμάτων ή προϊόντων από τους παθόντες ή τους εκάστοτε μεταφορείς αυτών, ώστε να αποφευχθεί ο εντοπισμός και η σύλληψή τους από τις διωκτικές αρχές.
- Η χρήση πλαστών στοιχείων ταυτότητας άλλα και η μη χρήση ονομάτων κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής επικοινωνίας τους με τα υποψήφια θύματα.
Τέλος, στο πλαίσιο της αστυνομικής επιχείρησης, πραγματοποιήθηκαν συνολικά 12 παράλληλες έρευνες σε οικίες με παρουσία δικαστικού λειτουργού, κατά τις οποίες βρέθηκαν και κατασχέθηκαν, συνολικά:
- πιστόλι διαμετρήματος 8 mm ,
- κυνηγετική καραμπίνα,
- 15 αβολίδοτα φυσίγγια των 9 mm ,
- 2 αεροβόλα όπλα,
- σιδηρογροθιά,
- πλήθος συσκευών κινητής τηλεφωνίας και εκατοντάδες πακέτα καρτών τηλεφωνικών συνδέσεων,
- 14 φορητοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές και tablet ,
- 2 τηλεοράσεις μεγάλων διαστάσεων,
- 4 αυτοκίνητα και 10 πινακίδες κυκλοφορίας Βουλγαρικών αρχών,
- το χρηματικό ποσό των 35.900 ευρώ
- βιβλιάρια καταθέσεων, κάρτες ανάληψης διαφόρων τραπεζών καθώς και πλήθος Υπεύθυνων Δηλώσεων, για ονομαστικοποίηση και ενεργοποίηση τηλεφωνικών συνδέσεων
Οι συλληφθέντες με τη δικογραφία που σχηματίσθηκε σε βάρος τους οδηγήθηκαν στον κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών.