Επί των αναθεωρητέων Διατάξεων του Συντάγματος τοποθετήθηκε ο βουλευτής Αργολίδας Ανδρέας Πουλάς, στη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής.
Όπως σημειώσε:
«Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η παρούσα Βουλή έχει την τιμή και την ευθύνη να ψηφίσει μία συνταγματική αναθεώρηση, η οποία θα έπρεπε να σηματοδοτεί την είσοδο της Χώρας μας σε μία νέα εποχή. Στην εποχή της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης, με την έξαρση της τεχνολογίας και την ευρεία διάδοση του διαδικτύου, με την συρρίκνωση των αποστάσεων και την ανεμπόδιστη διάδοση των ιδεών και των πληροφοριών. Αλλά και στην εποχή, που επιφυλάσσει στους πολίτες την οικονομική παγκοσμιοποίηση, την υπερσυγκέντρωση της οικονομικής εξουσίας στα χέρια των ολιγότερων, την πολιτική καταπίεση, την αθρόα μετανάστευση, την συμπίεση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Μετά από μία δεκαετία περιορισμού αφενός κεκτημένων λόγω της οικονομικής κρίσης και αφετέρου των δημοσιονομικών μεγεθών του κεντρικού κράτους, οι πολίτες ανέμεναν εύλογα μία αναθεώρηση, η οποία θα συμβάδιζε με τις προσδοκίες τους να έχουν μερίδιο ευημερίας στη νέα εποχή και να διοικούνται από ένα κράτος αποτελεσματικό, δυναμικό και ευέλικτο.
Οι διατάξεις που θα μπορούσαν να εισάγουν μία καινοτομία όπως οι νέες μορφές άμεσης δημοκρατίας μένουν δυστυχώς, ημιτελείς. Ο διάλογος δε, που θα έπρεπε να πυροδοτηθεί μέσα στην ελληνική κοινωνία για την αναθεώρηση του συντάγματος δεν ξεκίνησε ποτέ. Με αποτέλεσμα η όλη αναθεωρητική διαδικασία να μείνει εντός των θυρών και εκτός της κοινωνίας. Και εμείς ως βουλευτές αυτή την ώρα, αντί να ανταποκρινόμαστε στις ανάγκες του μέλλοντος, να είμαστε πολιτικά αθέατοι. Επιπλέον, το σύντομο χρονικό διάστημα προετοιμασίας της Επιτροπής Αναθεώρησης και η επί τροχάδιν συζήτηση του σημαντικού αυτού πολιτειακού εγχειρήματος, καταδεικνύει μία αναίτια βιασύνη της κυβέρνησης, να τελειώνει με την συγκεκριμένη κοινοβουλευτική υποχρέωση το συντομότερο δυνατό.
Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, ταυτίζομαι πλήρως με την εκτίμηση του γενικού αγορητή του Κινήματος Αλλαγής κυρίου Λοβέρδου, ότι το εγχείρημα της παρούσας αναθεώρησης συνιστά μία ακόμα χαμένη κοινοβουλευτική ευκαιρία χωρίς τόλμη και όραμα. Ακολουθώντας την πολιτική παράδοση του ΠΑΣΟΚ, που υπερασπίστηκε με πράξεις τη δημοκρατία, τις μεταρρυθμίσεις, την πρόοδο και τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, το Κίνημα Αλλαγής κατέθεσε συγκεκριμένες προτάσεις θεωρώντας το αναθεωρητικό εγχείρημα ως μοναδική ευκαιρία για μία γενναία αλλαγή σε τομείς όπως:
• Την ενίσχυση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου
• Την αναβάθμιση του νομοθετικού έργου
• Την θέσπιση του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών
• Τον έλεγχο των οικονομικών των κομμάτων
• Την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής
• Τα μη κρατικά και μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια.
Ειδικά ως προς το τελευταίο την ώρα που στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης –και στην πολύ κοντινή μας Κύπρο- συνυπάρχουν κρατικά και μη κρατικά πανεπιστήμια, η Ελλάδα για μία ακομα φορά έχασε το τρένο. Η άρνηση μας στο αυτονόητο – παρά την προσπάθεια του Κινήματος Αλλαγής για αναθεώρηση του άρθρου 16- πάει τη Χώρα αναμφισβήτητα πίσω. Επί του προκειμένου, έχουμε δώσει ως κόμμα επανειλημμένως τις εξετάσεις μας στην εμπέδωση του δικαιώματος της κοινωνικής ασφάλισης, της προστασίας της οικογένειας και της υγείας των πολιτών, που αποτελούν τους κύριους πυλώνες του κοινωνικού κράτους, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 21 του Συντάγματος.
Η διασφάλιση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος είναι εξαιρετικά σημαντική, εάν αναλογιστούμε ότι στα χρόνια της κρίσης, εν μία νυκτί ανατράπηκαν οικογενειακοί προγραμματισμοί και διπλασιάστηκε το ποσοστό των νοικοκυριών που διαβιούσαν κάτω από το επίπεδο της φτώχιας.
Βεβαίως, ο εθνικός νομοθέτης υποχρεούται -ακολουθώντας την συνταγματική αυτή επιταγή- να προσδιορίσει νομοθετικά το εισοδηματικό όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης (τόσο σε επίπεδο μισθού όσο και σύνταξης) και να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την διασφάλιση του. Αναμένουμε να διαπιστώσουμε λοιπόν, σε ποιο επίπεδο η θέσπιση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος θα μετουσιωθεί σε εθνική νομοθεσία, σε νομολογία των δικαστηρίων και εν γένει σε στοχευμένες κοινωνικές παροχές.
Επιπροσθέτως, η κατοχύρωση του δικαιώματος στην υγεία συνίσταται στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του ανθρώπου να του παρέχει το κράτος ποιοτικές υπηρεσίες υγείας. Με άλλα λόγια το κράτος είναι υποχρεωμένο σε θετικές ενέργειες που να διασφαλίζουν την πρόληψη, αλλά και την θεραπεία της σωματικής και ψυχικής του υγείας. Εναπόκειται στον εθνικό νομοθέτη να εξειδικεύει κάθε φορά το δικαίωμα αυτό με συγκεκριμένα μέτρα και πρωτοβουλίες. Η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος στην υγεία είναι σαφώς σε σωστή κατεύθυνση.
Όμως στα χρόνια της κρίσης, ο τομέας της υγείας ήταν εκείνος που υπέστη την μεγαλύτερη δυνατή δημοσιονομική προσαρμογή.
1. Από το ουσιαστικό πάγωμα των προσλήψεων μόνιμου προσωπικού στο ΕΣΥ επί μία δεκαετία
2. το πετσόκομα των πιστώσεων στα δημόσια νοσοκομεία για προμήθειες φαρμάκων και υλικού,
3. τη υπολειτουργία των δομών ψυχιατρικής υγείας,
4. την αδυναμία χρηματοδότησης της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας
5. τη μεταφορά μεγάλου μέρους του κόστους στο φάρμακο από το κράτος στον πολίτη
6. την αδυναμία ολοκλήρωσης της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης
7. την αδυναμία εφαρμογής του ηλεκτρονικού φακέλου ασθενούς
8. την καθυστέρηση ενοποίησης των ηλεκτρονικών συστημάτων ΕΦΚΑ και ΗΔΙΚΑ,
όλα αυτά τα προβλήματα της υγείας οφείλονται στην ανεπαρκή κρατική χρηματοδότηση.
Πως λοιπόν, θα εκπληρωθεί η συγκεκριμένη συνταγματική επιταγή εάν η κυβέρνηση δεν χρηματοδοτήσει γενναία τον χώρο της υγείας;
Επιπλέον, δε νοείται συνταγματική προστασία της υγείας εάν δεν θεσπιστούν από τον εθνικό νομοθέτη μέτρα αυξημένης προστασίας για τους υπερήλικες, τους πολύτεκνους και τα άτομα με ειδικές ανάγκες.
Σε μία χώρα που γερνά, με νέους επιστήμονες που εγκαταλείπουν τη χώρα, με μεγάλο αριθμό μεταναστών, η προστασία της μεγάλης ηλικίας, της πολυτεκνίας και των ΑΜΕΑ συνιστά αναγκαιότητα.
Συνεπώς, για την προστασία της υγείας των πολιτών δεν χρειάζονται συνταγματικά ευχολόγια, αλλά πολιτική βούληση ώστε η συνταγματική επιταγή να γίνει πράξη.
Και τέλος, είμαι υπέρ της προστασίας των δημόσιων αγαθών. Θεωρώ αυτονόητο ότι τα βασικά κοινωνικά αγαθά, όπως το νερό και η ηλεκτρική ενέργεια, αλλά και οι υδρογονάνθρακες και εν γένει ο φυσικός πλούτος της Χώρας, πρέπει να τελούν σε δημόσιο έλεγχο και το κράτος να διασφαλίζει ότι όλοι οι πολίτες μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτά.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, οι συνταγματικές διατάξεις οφείλουν να είναι λιτές και σαφείς, προκειμένου να μην καταστούν ευχολόγια και κενές περιεχομένου.
Αναλαμβάνουμε την πολιτική ευθύνη να στηρίξουμε τις διατάξεις που θεωρούμε ότι είναι σε θετική κατεύθυνση και διασφαλίζουν πολιτική σταθερότητα και ισχυρή δημοκρατία.
Και σε αυτό το πλαίσιο θα δώσουμε την ψήφο μας.»