ΟικονομίαΑρχείο

Ειδικά φορολογικά κίνητρα για τη Μεγαλόπολη προανήγγειλε ο Χατζηδάκης

Επενδύσεις στο χώρο των ΑΠΕ, φορολογικά κίνητρα για την εγκατάσταση επιχειρήσεων στην περιοχή, ειδικά φορολογικά κίνητρα για τους κατοίκους που θα χάσουν την δουλειά τους και ειδικά κίνητρα για όσους θα συνδεθούν με τα δίκτυα του φυσικού αερίου που θα γίνουν στην περιοχή, ανακοίνωσε από την Πτολεμαΐδα ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κωστής Χατζηδάκης κατά την διάρκεια της ημερίδας που πραγματοποιείται εκεί με θέμα την απολιγνιτοποίηση της περιοχής.

Πιο συγκεκριμένα ο υπουργός ανέφερε ότι: «με την τεράστια επένδυση στην εγκατάσταση των νέων φωτοβολταικών συστημάτων θα ξεκινήσουν το ταχύτερο όλες οι αναγκαίες χωματουργικές εργασίες και τα συναφή τεχνικά έργα έτσι ώστε εργαζόμενοι που δουλεύουν σήμερα σε υπεργολάβους να μπορέσουν να βρουν δουλειά χωρίς να δημιουργηθεί κενό μετάβασης στην ευρύτερη περιοχή».

Ανακοίνωσε ότι στις 17 Φεβρουαρίου στην Αθήνα «υπογράφεται συμφωνία μεταξύ των ΕΛΠΕ στην οποία το Δημόσιο έχει συμμετοχή, και μιας μεγάλης γερμανικής εταιρείας για την εγκατάσταση στην περιοχή της δυτικής Μακεδονίας ενός μεγάλου φωτοβολταϊκού πάρκου ισχύος 205ΜW». 
Δήλωσε ότι δεν θα υπάρξει καμία αλλαγή σε σχέση με το εκπτωτικό τιμολόγιο της ΔΕΗ (ΠΟΤ) για τις λιγνιτικές περιοχές διότι «αποτελεί σημαντική ενίσχυση για τους κατοίκους της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας και του Δήμου Μεγαλόπολης». 

Διαβεβαίωσε ότι οι λιγνιτικές περιοχές «θα συνεχίσουν να λαμβάνουν χρηματοδότηση από τους πλειστηριασμούς δικαιωμάτων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέσω του Πράσινου Ταμείου και ότι θα γίνουν όλες οι ενέργειες για να αξιοποιηθούν τα κονδύλια αυτά με το βέλτιστο τρόπο».

Έκανε ξεχωριστή αναφορά στα συστήματα των Τηλεθερμάνσεων όπου εξαρτάται η θέρμανση των κάτοικων σε Κοζάνη, Πτολεμαΐδα, Αμύνταιο, Φλώρινα και Μεγαλόπολη υπογραμμίζοντας  ότι «είναι αυτονόητη απόφασή μας να μην υπάρξει κανένα απολύτως κενό σε σχέση με την τηλεθέρμανση της περιοχής». Τόνισε ότι έχουμε ενθαρρύνει τη ΔΕΔΑ να προσαρμόσει το πρόγραμμά της για την ανάπτυξη των δικτύων φυσικού αερίου στα νέα δεδομένα που δημιουργεί η αποποινικοποίηση και ανακοίνωσε ότι το νέο business plan της εταιρείας δίνει προτεραιότητα στις περιοχές της Φλώρινας, της Κοζάνης και του Αμύνταιου. Διευκρίνισε ότι οι πόλεις και οι τοπικές κοινωνίες θα είναι αυτές που θα διαλέξουν την τηλεθέρμανση η την χρήση του φυσικού αερίου αφού πρώτα τους παρουσιαστεί η σχέση κόστους/όφελος της κάθε επιλογής.

Ανακοίνωσε ακόμη ότι «θα αποδοθεί άμεσα από τη ΔΕΗ στις λιγνιτικές περιοχές ο πόρος της τάξεως των 130 εκατ. ευρώ». Σημείωσε ότι για 5 ολόκληρα χρόνια με ευθύνη της προηγούμενης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ο πόρος δεν αποδιδόταν στις λιγνιτικές περιοχές και ότι τα χρήματα που έδωσε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2019 αφορούσαν πόρο την περίοδο του 2014. Η Επιτροπή Κατανομής του πόρου συνεδριάζει την Πέμπτη για να ξεμπλοκάρει την διανομή των χρημάτων ενώ ο υπουργός κάλεσε τους δημάρχους της περιοχής τα χρήματα «να κατευθυνθούν σε project υψηλής προστιθέμενης αξίας για τις λιγνιτικές περιοχές, κάτι που δεν ήταν ο κανόνας στο παρελθόν». 

Μίλησε για αλλαγές που προωθούνται στον χωροταξικό σχεδιασμό της περιοχής  ώστε να προσαρμοστούν τα πράγματα στις νέες συνθήκες της απολιγνιτοποιησης καθώς θα αποσαφηνίζονται  ποιες δραστηριότητα μπορεί να γίνουν σε ποιες περιοχές ενώ προβλέπονται χρήσεις γης για τη ΒΙΠΕ και το Πανεπιστήμιο.

Ανακοίνωσε ότι σε συνεννόηση με το υπουργείο Οικονομικών θα ζητήσουμε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή: «να κηρύξει τις λιγνιτικές περιοχές Δυτικής Μακεδονίας και Μεγαλόπολης ως ειδικές φορολογικές ζώνες με ειδικά φορολογικά κίνητρα». 

Μίλησε για ειδικά φορολογικά κίνητρα για τη θέρμανση π.χ. σε σχέση με το φόρο φυσικού αερίου και «ειδική φορολογική μεταχείριση για όσους χάνουν τη δουλειά τους και μέχρι να προσληφθούν σε νέα».

Υπογράμμισε ότι ξεκινάει άμεσα η επεξεργασία του νέου αναπτυξιακού προγράμματος των λιγνιτικών περιοχών με χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ, από το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, εργαλεία όπως το InvestEU (το λεγόμενο Πακέτο Γιούνκερ), με εθνικούς και ιδιωτικούς πόρους.  Τα ποσά ανέρχονται μεταξύ των 3,7 και 4,4 δισ. ευρώ.