Πλήρης ημερών άφησε την τελευταία της πνοή σήμερα τα ξημερώματα η συγγραφέας Άλκη Ζέη, δημιουργώντας ένα ακόμη δυσαναπλήρωτο κενό στην ελληνική λογοτεχνία.
Η Άλκη Ζέη έφυγε σε ηλικία 97 ετών, αφήνοντας μια γλυκόπικρη γεύση σε όλες τις γενιές των Ελλήνων που διέσχισαν την εφηβεία τους συντροφιά με τα βιβλία της. Ο καθαρός τρόπος γραφής της, η γλωσσική αρτιότητα, η κριτική στάση απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις, το χιούμορ και η διεισδυτική ματιά στα γεγονότα, είναι τα χαρακτηριστικά των έργων της που το έχουν κάνει να αγαπηθεί από το ελληνικό και το ξένο αναγνωστικό κοινό.
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Ο πατέρας της καταγόταν από την Κρήτη και η μητέρα της από τη Σάμο, όπου πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια μαζί με τη μεγαλύτερή της αδελφή. Επιστρέφοντας στην Αθήνα οικογενειακώς το 1937, φοίτησε αρχικά στην ιδιωτική Ιόνιο Σχολή, όπου γνώρισε τη φίλη της και μετέπειτα συγγραφέα Ζωρζ Σαρή, αλλά τα τελευταία τρία χρόνια του γυμνασίου πήγε στην επίσης ιδιωτική Σχολή Αηδονοπούλου. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και στο Κινηματογραφικό Ινστιτούτο της Μόσχας, στο τμήμα σεναριογραφίας.
Η Άλκη Ζέη συμμετείχε στην ΕΠΟΝ στη διάρκεια της κατοχής και εξορίστηκε το 1948, όταν προσπάθησε να ακολουθήσει τον αριστερό σύζυγό της Γιώργο Σεβαστίκογλου, (θεατρικός συγγραφέας, μεταφραστής και σκηνοθέτης) κατά την απόδρασή του στην Τασκένδη. Τον συνάντησε τελικά εκεί έξι χρόνια αργότερα. Με τον Σεβαστίκογλου, που πέθανε το 1991, απέκτησαν δύο παιδιά.
Από το 1954 έως το 1964 έζησε σαν πολιτική πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση. Το 1964 επιστρέφει οικογενειακώς στην Ελλάδα, για να ξαναφύγουν πάλι όλοι μαζί με τον ερχομό της Χούντας το 1967. Αυτήν τη φορά ο τόπος διαμονής τους είναι η Γαλλία, και συγκεκριμένα το Παρίσι, απ’ όπου επιστρέφουν μετά τη δικτατορία το 1974.
Από πολύ μικρή ασχολήθηκε με το γράψιμο. Στις πρώτες ακόμη τάξεις του Γυμνασίου άρχισε να γράφει κείμενα για το κουκλοθέατρο. Ένας από τους ήρωες που δημιούργησε, ο Κλούβιος, έγινε κατοπινά ο ήρωας του γνωστού κουκλοθέατρου «Μπαρμπα-Μυτούσης», εμπνεύστρια του οποίου ήταν η Ελένη Θεοχάρη-Περάκη.
Πρώτο της μυθιστόρημα είναι Το καπλάνι της βιτρίνας (1963), που το έχει εμπνευστεί από τα παιδικά της χρόνια στη Σάμο και είναι σχεδόν αυτοβιογραφικό. Ακολουθεί μια σειρά μυθιστορημάτων για παιδιά, και το 1987 κυκλοφορεί το πρώτο της βιβλίο για μεγάλους Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα. Το 2013 κυκλοφόρησε το αυτοβιογραφικό της βιβλίο Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, και το 2017 το Πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά.
Το 2010 τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου της.