Την 11η Σεπτεμβρίου του 2006 πάτησα το πόδι μου για πρώτη φορά στο Λονδίνο. Έχοντας ήδη δουλέψει ως δημοσιογράφος για δύο χρόνια και έχοντας ολοκληρώσει το προπτυχιακό μου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών είχα όλες τις προοπτικές για μια νέα αρχή. Αυτή η νέα ζωή μού πρόσφερε απλόχερα ίσως τις καλύτερες εμπειρίες της ζωής μου, τόσο προσωπικά όσο και επαγγελματικά για οκτώ χρόνια.
Θα αναρωτηθεί κανείς: «Και τι μας κόφτει εμάς η αυτοβιογραφία σου;». Τα γράφω όλα αυτά γιατί αυτό αποτελεί βασική ανησυχία πολλών μετά το Brexit στη χώρα μας και όχι μόνο. Βλέπετε, η γενιά μου πλήρωνε το μεταπτυχιακό της στην Αγγλία όσο και οι Βρετανοί και στη συνέχεια είχε την ίδια ευκαιρία με τους ντόπιους να ξεκινήσει να εργάζεται.
Η επόμενη γενιά, αυτή της κόρης μου, πιθανότατα δεν θα έχει αυτές τις ευκαιρίες… Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι πάρα πολλοί Έλληνες βρέθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, ειδικά την περίοδο της κρίσης, μια και οι περισσότεροι νέοι μιλούν αγγλικά κι έτσι ήταν πιο εύκολο να εισέλθουν στην αγορά εργασίας.
Επιπλέον, ένα βασικό ζήτημα που αφορά την Ελλάδα είναι η σχέση της χώρας μας με τη Μεγάλη Βρετανία. Ήδη από την περίοδο που η Έλενα Κουντουρά ήταν υπουργός Τουρισμού, επί ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ., η χώρα μας ενεργοποίησε ένα πλαίσιο με κομβικές θετικές ρυθμίσεις για τη μελλοντική σχέση των δύο χωρών.
Είναι σαφές πως είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας και θα έχουμε να αποκομίσουμε πολλαπλά οφέλη εφόσον παρουσιαζόμαστε ως μια φιλική και φιλόξενη χώρα προς τους Βρετανούς -ειδικά μετά την κατάρρευση της εταιρείας-κολοσσού του τουρισμού Thomas Cook – τόσο για να συνεχίσουν να επισκέπτονται τη χώρα μας όσο και για να έρθουν να ζήσουν στην Ελλάδα. Το παραπάνω αφορά ειδικά τους ηλικιωμένους που θέλουν να κατοικήσουν σε ένα πιο ζεστό κλίμα και ώς τώρα διαλέγουν κυρίως την Ισπανία.
Στις Βρυξέλλες, όπου ζω κι εργάζομαι τα τελευταία 5,5 χρόνια, η σημαία του Ηνωμένου Βασιλείου κατέβηκε εντός των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε., μέσα σε συγκίνηση. Το κοντράστ των συναισθημάτων των ευρωβουλευτών που πανηγύριζαν σε σχέση με εκείνους που έκλαιγαν δεν περιγράφεται εύκολα αν δεν το ζει κανείς από κοντά. Πλέον οι επόμενοι 11 μήνες θα αποτελέσουν μεταβατική περίοδο διαπραγματεύσεων ανάμεσα σε Ε.Ε. και Η.Β., με δυσδιάκριτα αποτελέσματα.
Το αμέσως επόμενο διάστημα μπορεί να μας επιφυλάσσει δημοψηφίσματα σε Σκοτία και Βόρεια Ιρλανδία -ανεξαρτησίας και ένωσης με την Ιρλανδία αντίστοιχα- επομένως το δράμα συνεχίζεται, χωρίς κανείς να μπορεί να προβλέψει το πώς θα καταλήξουν τα πράγματα.
Ένα είναι σίγουρο όμως – είναι γεγονός πλέον ότι μια χώρα αποχώρησε από την Ε.Ε. Αυτό πρέπει να προβληματίσει τους πάντες στην Ένωση για το αν πραγματικά είναι στραβός ο γιαλός ή για το αν στραβά αρμενίζουμε, ασχέτως με την άποψη του καθενός υπέρ ή κατά του Brexit. Η εμμονή στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο, καθώς και η σταθερή άνοδος του ευρωσκεπτικισμού και της Ακροδεξιάς πάντως δεν προμηνύουν θετικές εξελίξεις…
*Ο Βασίλης Κατσαρδής είναι δημοσιογράφος και εργάζεται ως πολιτικός σύμβουλος της Ευρωομάδας της Αριστεράς GUE/NGL στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο