Η λήξη των βαλκανικών πολέμων τον Ιούλιο του 1913, βρήκε την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε κατάσταση διάλυσης. Είχε χάσει όλες τις ευρωπαϊκές της κτήσεις, εκτός από την Ανατολική Θράκη, ενώ ο στρατός της ήταν εντελώς αποδιοργανωμένος. Όμως οι Νεότουρκοι, που από τον Ιανουάριο είχαν επανέλθει στην εξουσία, έθεσαν εκ νέου σε εφαρμογή, και με μεγαλύτερη ένταση, το σχέδιό τους για τον πλήρη εκτουρκισμό της αυτοκρατορίας. Ένα σχέδιο του οποίου την υλοποίηση είχαν ήδη ξεκινήσει από το 1908, όταν πρωτοανέλαβαν την εξουσία, δεν πρόλαβαν όμως να ολοκληρώσουν λόγω των βαλκανικών πολέμων που ακολούθησαν.
Οι προθέσεις τους δεν άργησαν να φανούν. Τον Ιούλιο του 1913, μόλις ανακατέλαβαν την Ανατολική Θράκη, και με τη δικαιολογία ότι οι Έλληνες της περιοχής κατά την περίοδο της βουλγαρικής κατοχής συνεργάστηκαν με τους Βουλγάρους, τουρκικός στρατός, τσέτες, και μουσουλμάνοι πρόσφυγες, άρχισαν να λεηλατούν, να σκοτώνουν και να φυλακίζουν τους Έλληνες, χωρίς δικαιολογία. Στις περιοχές Μαλγάρων, Χαριούπολης, Μακράς Γέφυρας και Κεσσάνης λεηλάτησαν, πυρπόλησαν και κατέστρεψαν 48 ελληνικά χωριά, κατέσφαξαν 16.000 Έλληνες, ενώ συγκέντρωσαν 4.000 ορφανά άνω των 4 ετών και τα έστειλαν στη Λάμψακο της μικράς Ασίας, με σκοπό τον εξισλαμισμό. Πρόλαβε όμως το Πατριαρχείο και τα μετέφερε στο ελληνικό ορφανοτροφείο της Πριγκίπου. Μέχρι το τέλος του 1913, πολλά χωριά της Αδριανούπολης όπως το Αλεπλί, το Γενίκιοϊ, το Αμπαλάρ, κ.α. είχαν ήδη αναγκαστεί να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα.
Το Φθινόπωρο του 1913, η νεοτουρκική κυβέρνηση, προκειμένου να αναδιοργανώσει τον στρατό της, στράφηκε στη Γερμανία, και τον Δεκέμβριο του 1913 έφτασε στην Πόλη ο στρατηγός Λίμαν φον Σάντερς επικεφαλής μιας αποστολής Γερμανών αξιωματικών.
Αυτοί, αφού επιθεώρησαν διάφορα στρατηγικά μέρη της αυτοκρατορίας, δήλωσαν στους Νεότουρκους:
«Οι Έλληνες έχουν στα χέρια τους όλο τον πλούτο, και είναι πρώτοι στα γράμματα. Αν δεν τους διώξετε, να είστε σίγουροι ότι θα σας υποδουλώσουν οικονομικά και πνευματικά, και αύριο θα σας εκμεταλλεύονται χειρότερα από σήμερα» και εισηγήθηκαν την εκδίωξη όλων των Ελλήνων από τη χώρα, με πρώτους της Ανατολικής Θράκης και των παραλίων της Μικράς Ασίας.
Εκείνη την εποχή η Γερμανία προετοιμαζόταν για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και επεδίωκε με κάθε τρόπο η γραμμή Βερολίνου-Βαγδάτης να μην διέρχεται μέσα από εχθρικούς πληθυσμούς. Φοβόταν ότι στον αυριανό πόλεμο, οι Έλληνες της Ανατολικής Θράκης και των παραλίων της Μικράς Ασίας θα λειτουργούσαν ως πράκτορες της Αγγλίας.
Και η τουρκική κυβέρνηση, όμως, είχε σοβαρούς λόγους, για την άμεση εκδίωξη των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης. Πριν από τους βαλκανικούς πολέμους, τα δυτικά σύνορα της αυτοκρατορίας έφθαναν μέχρι τη Θεσσαλία και τη Σερβία, ενώ, με τη λήξη τους, τα σύνορα ήρθαν στον Έβρο, και η Πόλη, που μέχρι χθες ήταν στη μέση της αυτοκρατορίας, έγινε σχεδόν παραμεθόρια. Σε έναν μελλοντικό πόλεμο κινδύνευε η πρωτεύουσά. Και ο κίνδυνος γινόταν ακόμη μεγαλύτερος αφού στην Ανατολική Θράκη υπερτερούσε ο ελληνικός πληθυσμός, ο οποίος σύμφωνα με την απογραφή του Πατριαρχείου του 1911 αριθμούσε 370.000 Έλληνες, χωρίς να υπολογίζονται αυτοί της Κωνσταντινούπολης. Έπρεπε με κάθε τρόπο να εκδιωχθούν οι Έλληνες της Ανατολικής Θράκης που θεωρούνταν εχθρικοί, ώστε, με τη μεταφορά μουσουλμάνων της Μακεδονίας, να δημιουργηθεί ανάμεσα στον Έβρο και την Κωνσταντινούπολη ένα συμπαγές μουσουλμανικό ανάχωμα για την προστασία της πρωτεύουσας.
Τον Δεκέμβριο του 1913 έγινε στη Ραιδεστό μεγάλο συλλαλητήριο με την μεταφορά Τούρκων από όλα τα γύρω χωριά και τους μίλησε ο αρχηγός του στρατού Μεχμέτ Αλή πασάς. «Αυτός ο τόπος δε χωρεί άλλο μιλέτ εξόν απ’ τους Τούρκους. Η Τουρκία στους Τούρκους» τους είπε και έριξε το σύνθημα: “Γιαγκίν, κεσίν, γιάγμα” (κάψτε, σφάξτε, αρπάξτε). Στη συνέχεια, τους μάντρωσαν στα τζαμιά και τους ανάλαβαν οι χοτζάδες. “Είναι θέλημα του Αλλάχ να γλιτώσουμε απ’ τα άπιστα σκυλιά!” τους είπαν και τους αφιόνισαν. Ανάλογο κλίμα είχε δημιουργηθεί και στις άλλες περιοχές της Θράκης.
Συμφωνούσαν, λοιπόν, η Τουρκία και η Γερμανία, η καθεμιά για τους δικούς της λόγους, στη διαδικασία πλήρους εκτουρκισμού της μέχρι τότε πολυεθνικής αυτοκρατορίας, με πρώτη περιοχή εφαρμογής του σχεδίου τους την Ανατολική Θράκη.
Στο βιβλίο του Τα Μυστικά του Βοσπόρου ο Χένρι Μοργκεντάου, πρεσβευτής των ΗΠΑ εκείνη την περίοδο στην Κωνσταντινούπολη, αναφέρει: «Οι διωγμοί ξεκίνησαν από την Ανατολική Θράκη και τα παράλια της Μικράς Ασίας και επεκτάθηκαν στην περιοχή γύρω από τη Θάλασσα του Μαρμαρά, τα Δαρδανέλλια, τον Βόσπορο και τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Οι Έλληνες αυτοί υπέστησαν τα ίδια σχεδόν δεινά με τους Αρμένιους».
Από την άνοιξη του 1914, ένα κλίμα τρόμου απλώθηκε σε όλες τις πόλεις και τα χωριά της Ανατολικής Θράκης. Οι νυχτερινές εξαφανίσεις ιερέων, δασκάλων και δημογερόντων, η εξόντωση του ανδρικού πληθυσμού στα εμελέ ταμπουρού, οι εκφοβισμοί, οι σφαγές, οι δολοφονίες, οι βιασμοί γυναικών, οι αρπαγές περιουσιών, οι επιτάξεις σχολείων και λοιπών κτιρίων των ελληνικών κοινοτήτων, ο αποκλεισμός των Ελλήνων εμπόρων, οι βίαιοι εξισλαμισμοί και οι αρπαγές ορφανών παιδιών έγιναν καθημερινό φαινόμενο.
Η επίσημη κυβέρνηση όλα αυτά τα απέδιδε στους αγανακτισμένους μουσουλμάνους πρόσφυγες (μουχατζίρηδες) που έρχονταν από τη Μακεδονία, στην πραγματικότητα όμως από πίσω κρυβόταν το δοβλέτι. Kαϊμακάμηδες, ζαπτιέδες, μπέηδες, στρατηγοί, υπουργοί, στα φανερά καταδίκαζαν αυτές τις πράξεις, στα κρυφά όμως καθοδηγούσαν τους τσέτες και τους άτακτους πού και πότε να χτυπήσουν. Όλα ήταν κανονισμένα. Μόλις ένα χωριό έφτανε παραζαλισμένο στο πιο κοντινό λιμάνι, έτρεχε ο καϊμακάμης να βοηθήσει, τάχα λυπημένος, και με τον τηλέγραφο καλούσε από την Πόλη το βαπόρι που το έχει έτοιμο από πριν.
Όπως αναφέρει ο Χένρι Μοργκεντάου «Κυβερνητικοί υπάλληλοι ορμούσαν βάρβαρα στα θύματά τους, τα συγκέντρωναν σε ομάδες, μη επιτρέποντάς τους να τακτοποιήσουν τις ιδιωτικές τους υποθέσεις. Όπως ήταν φυσικό, αυτοί οι άτυχοι άνθρωποι αντιστάθηκαν στον εκπατρισμό με αποτέλεσμα να γίνουν τοπικές σφαγές». Χιλιάδες Έλληνες, κυρίως γυναικόπαιδα, για να γλιτώσουν τη ζωή τους, εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και ύστερα από πολυήμερες πορείες, άρρωστοι, νηστικοί, ξυπόλυτοι και με τον τρόμο στα μάτια, έφταναν στα λιμάνια της Προποντίδας να πάρουν βαπόρι για την Ελλάδα.
Οι διωγμοί εντάθηκαν ιδιαίτερα τις ημέρες του Πάσχα (6 Απριλίου 1914). Τη Μεγάλη Δευτέρα, 5.000 ξεριζωμένοι Έλληνες από τη Βιζύη, τη Μαγκριώτισσα, το Μουσελίμ και το Άβγουζα, κατέκλυσαν εκκλησίες, σχολεία, χάνια, πλατείες αλλά και όλα τα σοκάκια της Ραιδεστού, ενώ 5.000 πρόσφυγες, από Κρυονέρι, Κουρούδερε, Καραχαλήλ, Γιαντσικλάρ, Τοπτσίκιοϊ, Σαράι, Καβάκι, Γιοβαλί, Άγιο Γεώργιο, Τσακλί, Άγιο Ιωάννη και Τσόγκαρα, συνωστίζονταν στην Ηράκλεια.
Τη Μεγάλη Πέμπτη, έφτασαν στη Ραιδεστό κι άλλοι 1.000 Έλληνες απ’ το Σαράι και τα χωριά της Βιζύης. Τη μέρα που ο Χριστός ανέβαινε το Γολγοθά, οι Έλληνες της Θράκης κουβαλούσαν το δικό τους σταυρό.
Ανήμερα του Πάσχα, 5.000 καινούργιοι πρόσφυγες απ’ το Αχμέτβεη, τη Μεσσήνη, το Ουζούν Κιοπρού, το Μπαμπάεσκι, τα Μάλγαρα, το Λουλέμπουργκαζ και άλλα χωριά στριμώχνονταν στη Ραιδεστό δημιουργώντας το αδιαχώρητο.
Συνολικά, ανήμερα του Πάσχα, αυτού του Μαύρου Πάσχα, στη Ραιδεστό και την Ηράκλεια βρίσκονταν στοιβαγμένοι περισσότεροι από 17.000 Έλληνες της Ανατολικής Θράκης. Τις επόμενες ημέρες, η κυβέρνηση φρόντισε να τους στείλει με βαπόρια στην Ελλάδα, αφού πρώτα τους υποχρέωσε να πληρώσουν τα ναύλα και να υπογράψουν ότι φεύγουν με δική τους θέληση και δεν θα ξαναγυρίσουν.
Οι βίαιοι εκπατρισμοί συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση μέχρι και τον Αύγουστο του 1914. Τα περισσότερα χωριά της Τυρολόης, του Λουλέμπουργκαζ, των Σαράντα Εκκλησιών, της Κεσσάνης και των Μαλγάρων εκκενώθηκαν. Την ίδια περίοδο εκκενώθηκαν και τα χωριά Αράπχατζη, Σχολάρι, Τσανακτσί, Ναΐπκιοϊ, Σιμιτλί, Κούμβαο και Πάνιδο της περιφέρειας Ραιδεστού.
Και όπως προέβλεπε το τουρκικό σχέδιο, την ώρα που από τη Ραιδεστό απέπλεαν καράβια γεμάτα Έλληνες πρόσφυγες, στο λιμάνι της κατέφθαναν άλλα καράβια απ’ τη Θεσσαλονίκη, γεμάτα μουσουλμάνους. Ήταν μουσουλμάνοι από τη Μακεδονία (Ελληνική, Σερβική και Βουλγάρικη) που, ύστερα από πρόσκληση των Νεότουρκων και με την υπόσχεση ότι θα τους παραχωρηθούν σπίτια και βιος, κατέκλυζαν τη Θεσσαλονίκη και επιβιβάζονταν στα καράβια με προορισμό τη Ραιδεστό.
Μέχρι και τον Αύγουστο του 1914, είχαν εγκαταλείψει βίαια τα χωριά της Ανατολικής Θράκης 232.000 Έλληνες, πολλοί από τους οποίους θανατώθηκαν, σφαγιάστηκαν ή πέθαναν στο δρόμο του ξεριζωμού.
Οι απελάσεις σταμάτησαν ξαφνικά τον Σεπτέμβριο του 1914, όταν, λίγο μετά την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Νεότουρκοι σε συνεργασία με τους Γερμανούς έκλεισαν τα Στενά του Ελλησπόντου. Καράβια πλέον δεν μπορούσαν ούτε να μπουν ούτε να βγουν στην Προποντίδα. Όμως στην Ανατολική Θράκη είχαν παραμείνει 140.000 Έλληνες, τους οποίους οι Τούρκοι δεν πρόλαβαν να εκδιώξουν. Για να απαλλαγούν από αυτούς, κατέφυγαν στους εκτοπισμούς.
Από την άνοιξη του 1915, χιλιάδες Έλληνες της Ανατολικής Θράκης μεταφέρονταν με καράβια απέναντι στη Μικρά Ασία, κυρίως στην Πάνορμο, και από κει, αφού αποδεκατίζονταν στις ατέρμονες πορείες μέσα στην παγωνιά, το χιόνι ή τον καύσωνα, διασκορπίζονταν λίγοι λίγοι στα αφιλόξενα τουρκοχώρια της Άγκυρας, του Εσκί Σεχίρ, της Νικομήδειας, του Μπαλίκεσιρ και άλλων περιοχών της Μικρασιατικής ενδοχώρας. Εκεί, όπως αναφέρει ο μητροπολίτης Μαδύτου και Καλλιπόλεως, μετακινούνταν κάθε τόσο από χωριό σε χωριό, με σκοπό τη βιολογική τους εξόντωση. Μέχρι το φθινόπωρο του 1918, εκτοπίσθηκαν περίπου 93.000 Έλληνες από τα Γανόχωρα, το Μυριόφυτο, την Περίσταση, την Ηρακλείτσα, την Καλλίπολη και τα γύρω χωριά, αλλά και από την Τρουλιά, τον Άγιο Στέφανο, τον Σκοπό, τις Σοφίδες, τη Μήδεια, τη Βιζύη, το Σαμάκοβο, τον Πύργο (Κεμέρ Μπουργκάζ), το Λαζάρκιοϊ και άλλα βορειότερα χωριά.
Κατά τον καθηγητή Βακαλόπουλο, την περίοδο 1914-1918, εγκατέλειψαν την πατρώα γη περίπου 330.000 Έλληνες της Ανατολικής Θράκης, με αποτέλεσμα στο τέλος του 1918, να έχουν απομείνει μόνο 40-50.000, κυρίως στις μεγάλες πόλεις και στα χωριά κοντά στην Πόλη.
Το 1918, μετά την λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, από τους 93.000 Ανατολικοθρακιώτες που είχαν εξοριστεί στη Μικρά Ασία έπεστρεψαν μόνο 40.000. Οι υπόλοιποι έχασαν τη ζωή τους στους δρόμους της εξορίας. Στη συνέχεια, το 1920, μετά την απελευθέρωση της Ανατολικής Θράκης, επέστρεψαν από την Ελλάδα μόνο 150.000 Έλληνες. Κάποιοι προτίμησαν να μην επιστρέψουν, οι περισσότεροι όμως είτε θανατώθηκαν όταν εγκατέλειπαν τις εστίες τους, είτε πέθαναν από τις κακουχίες της προσφυγιάς. Συνολικά επέστρεψαν 190.000, στους οποίους αν προστεθούν και αυτοί που γλίτωσαν τον ξεριζωμό, το 1920 η Ανατολική Θράκη αριθμούσε 240.000-250.000 Έλληνες, έναντι των 370.000 που αριθμούσε το 1911.
Όλα τα παραπάνω τραγικά γεγονότα έμειναν βαθιά χαραγμένα στη μνήμη των επιζώντων ως Πρώτος Διωγμός. Ο όρος «Γενοκτονία» δεν ήταν γνωστός εκείνα τα χρόνια.
Μπορούν όμως τα παραπάνω γεγονότα να χαρακτηριστούν Γενοκτονία; Έγινε πράγματι Γενοκτονία στην Ανατολική Θράκη την περίοδο 1914-1918;
Σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση για την Πρόληψη και Καταστολή του εγκλήματος της Γενοκτονίας, που εγκρίθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη τον Δεκέμβριο του 1948 «γενοκτονία καλείται μια από τις ακόλουθες πράξεις που λαμβάνει χώρα με στόχο την ηθελημένη καταστροφή ή τον αφανισμό ενός μέρους ή μιας ολόκληρης εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας ανθρώπων: 1) η δολοφονία μελών της ομάδας αυτής 2) η πρόκληση σοβαρών σωματικών ή ψυχολογικών τραυμάτων σε μέλη της ομάδας 3) η ηθελημένη επέμβαση στις συνθήκες ζωής των μελών της ομάδας με στόχο τον φυσικό αφανισμό τους 4) η επιβολή μέτρων με στόχο την περεμπόδιση των γεννήσεων εντός της ομάδας αυτής και, τέλος, 5) η βίαιη μετατόπιση παιδιών από την ομάδα αυτή σε μια άλλη ομάδα ανθρώπων»
Σύμφωνα με τη Σύμβαση, βασική προϋπόθεση για να χαρακτηριστεί μια πράξη Γενοκτονία, είναι να υπάρχει «πρόθεση» για την ολική ή μερική καταστροφή μιας ομάδας ανθρώπων. Υπήρχε τέτοια πρόθεση των Τούρκων για τους Έλληνες της Ανατολικής Θράκης;
Στο βιβλίο του Τα Μυστικά του Βοσπόρου ο Χένρι Μοργκεντάου σημειώνει ότι ο υπουργός εσωτερικών Ταλαάτ του εξήγησε: «Το Οθωμανικό κράτος μίκρυνε τόσο πολύ ώστε κοντεύει να εξαφανιστεί. Για να διατηρήσουμε όσα εδάφη απέμειναν, πρέπει να απαλλαγούμε από τους ξένους λαούς», ενώ ο υπουργός στρατιωτικών Εμβέρ του δήλωσε: «Δεν θέλω να επιρρίψω τις ευθύνες στους κατωτέρους μας και είμαι πρόθυμος να αναλάβω ο ίδιος την ευθύνη για όσα συνέβησαν. Το ίδιο το υπουργικό συμβούλιο διέταξε να γίνουν οι εκτοπίσεις».
Ο Τούρκος συγγραφέας Φουάτ Ντουντάρ, στο βιβλίο του Ο Κώδικας της Σύγχρονης Τουρκίας αναφέρει ότι οΤαλαάτ απαιτούσε από τους κατά τόπους νομάρχες να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο ώστε σε καμιά νομαρχία οι μη μουσουλμάνοι να μην υπερβαίνουν το 10% του συνολικού πληθυσμού.
Υπήρχε, λοιπόν, κυβερνητική απόφαση, υπήρχε πρόθεση, για την εξαφάνιση του ρουμ μιλέτ (της εθνικοθρησκευτικής ομάδας των Ρωμιών). Και για το σκοπό αυτό χρησιμοποίηθηκαν από τους Τούρκους όλες εκείνες οι πράξεις που, σύμφωνα με τη Σύμβαση του Ο.Η.Ε., κάθε μία από μόνη της καλείται Γενοκτονία.
Έγινε, λοιπόν, Γενοκτονία σε βάρος των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης την περίοδο 1914-1918. Μια Γενοκτονία, που δυστυχώς δεν αναδείχθηκε από την ιστοριογραφία ούτε από την ελληνική πολιτεία, και για τον περισσότερο κόσμο παραμένει άγνωστη. Οι λόγοι πολλοί και δεν είναι του παρόντος. Εμείς, όμως, οι απόγονοι εκείνων που μαρτύρησαν αλλά και εκείνων που επέζησαν με σωματικά και ψυχικά τραύματα, έχουμε υποχρέωση να διατηρήσουμε τη μνήμη ζωντανή. Είναι χρέος προς τα παιδιά μας και ελάχιστη τιμή προς τους δικούς μας ανθρώπους και την ιστορία.
Γεώργιος Μάνος
Συγγραφέας – ιστορικός ερευνητής