Τα Αδών(ε)ια ή Αδώνια μυστήρια ήταν ετήσια γιορτή σε ανάμνηση του θανάτου και της ανάστασης του Άδωνη σε όλες σχεδόν τις πόλεις της Αρχαίας Ελλάδας. Ο θάνατος και η ανάσταση του Άδωνη είχε σχέση με τον ετήσιο κύκλο της βλάστησης και της καρποφορίας. Η διάρκειά τους ποίκιλλε: αλλού κρατούσαν δυο, τρεις ή και εφτά ημέρες, ενώ δεν εορτάζονταν παντού την ίδια εποχή του έτους.
Αρχαία Γιορτή
Οι πρώτες ημέρες της γιορτής (αφανισμός) ήταν πένθιμες. Οι γυναίκες, που μόνο αυτές έπαιρναν μέρος στη γιορτή, είχαν την επιμέλεια της κηδείας του θεού και θρηνούσαν το χαμό του. Μετά με λυμένα μαλλιά και γυμνόστηθες γυρνούσαν στους δρόμους περιφέροντας κέρινα και πήλινα ομοιώματα του θεού και έψελναν πένθιμους ύμνους με τη συνοδεία αυλού γίγγρα. Το πρωί της επόμενης μέρας, πετούσαν ομοιώματα του θεού σε πηγές ή σε ποτάμια. Μετά την πάροδο των πένθιμων ημερών, οι πιστοί γιόρταζαν με οργιαστική χαρά την ανάστασή του (εύρεσις) με χορούς και πλούσια γεύματα.
Αθήνα
Όταν οι Αθηναίοι ετοιμάζονταν για την εκστρατεία στη Σικελία (415-413 π.Χ.), ήταν η εποχή που γιόρταζαν τα Αδώνια, στα μέσα του καλοκαιριού, όπως και στη Σικυώνα, την Αλεξάνδρεια, τη Βύβλο και την Αντιόχεια.
Στα αθηναϊκά Αδώνια, οι γυναίκες θρηνούσαν μπροστά σε δύο νεκροκρέβατα που ήταν τοποθετημένα στις εισόδους των σπιτιών. Πάνω στα νεκροκρέβατα έβαζαν ξύλινα ομοιώματα του Άδωνη και της Αφροδίτης. Γύρω από τα ειδώλια τοποθετούσαν τους “κήπους του Άδωνη” (Ἀδώνιδος κῆποι), δηλαδή γλάστρες με φυτά που αναπτύσσονταν γρήγορα, τα οποία αργότερα τοποθετούσαν πάνω στις στέγες των σπιτιών για να μεγαλώσουν γρήγορα με τη βοήθεια του ήλιου. Η ανάπτυξη των φυτών αποτελούσε σημάδι της ανάστασης του θεού.
Κοντά στον επιτάφιο (νεκροκρέβατο) τοποθετούσαν κούκλες που παρίσταναν έρωτες και πουλιά και δίπλα στο ομοίωμα του Άδωνη άφηναν πλακούντες και γλυκίσματα. Η γιορτή τέλειωνε με θυσίες αγριόχοιρων.
Αλεξάνδρεια
Τα Αδώνια γιορτάζονταν και στην Αλεξάνδρεια επί Πτολεμαίων, εορτή για την οποία σώζεται περιγραφή από το Θεόκριτο στο 15ο ειδύλλιό του «Συρακούσιαι ή Αδωνιάζουσαι», όταν την είχε οργανώσει η Αρσινόη Β’ της Αιγύπτου, σύζυγος του Πτολεμαίου Β’ του Φιλάδελφου.
Κατά την πρώτη ημέρα, ψάλλονταν ύμνοι για τον ιερό γάμο Αφροδίτης και Άδωνι και για την επάνοδο του τελευταίου από τον Κάτω Κόσμο. Η βασίλισσα συνόδευε το ομοίωμα του Άδωνι μαζί με άλλες γυναίκες, που μετέφεραν δύο κρεβάτια φτιαγμένα από χρυσό και άργυρο για την τοποθέτηση των ομοιωμάτων του Αδώνιδος και της Αφροδίτης. Γύρω από αυτά άφηναν καρπούς και φαγητά από αλεύρι, μέλι και λάδι, μυροδοχεία και γλάστρες με γλυκάνισο, κριθάρι, μάραθο κ.ά.
Την επόμενη ημέρα, γυναίκες λυσίκομες, ξυπόλητες και γυμνόστηθες έριχναν τα ομοιώματα του Θεού στα νερά και τον παρακαλούσαν να επιστρέψει πίσω ξανά και το επόμενο έτος.
Εορτασμός των Αδωνίων. Τμήμα ερυθρόμορφου αττικού λέβητα, 430-420 π.Χ.
Άλλες πόλεις και περιοχές:
Τα Αδώνια των υπόλοιπων πόλεων, ανάμεσα στις οποίες πιο λαμπρά ήταν της Αθήνας και του Άργους, διοργανώνονταν με τις προσωπικές οικονομικές εισφορές των γυναικών που συμμετείχαν σε αυτά, ενώ στη Ρόδο υπήρχε μια μικτή θρησκευτική αδελφότητα, οι λεγόμενοι «Αδωνιασταί» ή «Αδωνισταί». Η ποιήτρια Σαπφώ από τη Λέσβο επίσης αναφέρεται σε συνήθειες για το θρήνο του θανάτου του Άδωνι.
Σε κάποιες περιοχές, γίνονταν και μυήσεις σε μυστήρια του Θεού. Ο Λουκιανός μάλιστα αναφέρει ότι οι μύστες θυσίαζαν πρόβατο και έπαιρναν μετάληψη.
Κατά την παράδοση, ποιητής των εορταστικών τραγουδιών και των ελεγειών για τον θάνατο του Άδωνι ήταν ο Κινύρας, ο πρώτος βασιλιάς της Κύπρου, που είχε εισάγει στο νησί την λατρεία της Αφροδίτης. Έλεγαν πως είχε έρθει από τη Βύβλο.
Οι τελετές αυτές, για τις οποίες ακόμη και ο προφήτης Ιεζεκιήλ αναφέρει ότι είχε δει τις πιστές του Ταμμούζ (Άδωνι) να θρηνούν στην είσοδο του Ναού της Ιερουσαλήμ, διαδόθηκαν σ’ όλες τις μεσογειακές χώρες και έτυχαν ευρύτατης αποδοχής και στην Ιβηρική, μέχρι που καταργήθηκαν οριστικά από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο γύρω στο 384 μ.Χ.
Ως Αδώνια ή Αδωνίδια ήταν γνωστοί και οι θρήνοι που ψάλλονταν για τον Άδωνη κατά τη διάρκεια των εορτών, όπως ο «Επιτάφιος Αδώνιδος» του Βίωνος που έχει διασωθεί.
Κατάλοιπο των αρχαίων αυτών ύμνων είναι ο “Ζαφείρης”, παιχνίδι και τραγούδι στο Ζαγόρι της Ηπείρου την Πρωτομαγιά, ένα έθιμο για την ανάσταση της φύσης και τη γονιμότητα των χωραφιών. Το έπαιζαν τα κορίτσια την Πρωτομαγιά κι όλες τις Κυριακές του Μάη. Ένα αγόρι προσποιούνταν ότι πέθανε και τότε τα κορίτσια το στόλιζαν με άνθη μοιρολογώντας το. Ξαφνικά όμως ο «Ζαφείρης» σηκωνόταν. Τον «Ζαφείρη» τον παριστούσαν επίσης με μια κούκλα.
Το ίδιο έθιμο, με το όνομα “Φουσκοδέντρι”, τελείται και στην Καστανιά Στυμφαλίας, με το όνομα “Κάνναβο” κατά τη Μεσοπεντηκοστή στην Άνω Αμισό του Πόντου, ως “Λειδινός” στην Αίγινα στις 14 Σεπτεμβρίου και ως “Λάζαρα” ή “Λαζαρικά” στην Αμμόχωστο.
Ο Γεώργιος Μέγας αναφέρει ότι παρόμοιο έθιμο αναβιώνει στις Σέρρες κατά την περιφορά του Επιταφίου. Γυναίκες τοποθετούν εικόνα του Εσταυρωμένου ανάμεσα σε άνθη, αναμμένα κεριά και θυμιάματα και δίπλα τοποθετούν ένα πιάτο φακής ή κριθαριού. (Πηγή Βικιπαίδεια)