ΆρθροΑρχείο

Σήμερα δεν χρειάζονται Τανκς, ένας κορωνοϊός διασφαλίζει τάξη και ασφάλεια

Ήταν Απριλιάτικο πρωινό. Ο πατέρας μου ανήσυχος από τα εμβατήρια που έπαιζε το ραδιόφωνο προσπαθούσε στα βραχέα να ακούσει την ελληνική εκπομπή του Λονδίνου. Η μητέρα μου δεν μπορούσε να τηλεφωνήσει με τον πάππου και την γιαγιά στην Αθήνα κι είχε κι αυτή αρχίσει να ανησυχεί. Εγώ ετοίμαζα την τσάντα μου για το σχολείο κι είχα αρχίσει να φοβάμαι μόνο και μόνο από την ανησυχία των δικών μου. Κάποια στιγμή και οι δύο γονείς μου έχουν ακουμπήσει πάνω στο ραδιόφωνο και έχουν χλομιάσει. «Έγινε πραξικόπημα» ψιθυρίζει ο πατέρας μου ανήσυχος. Εγώ ετοιμάζομαι να φύγω για το σχολείο, μαθητής της 2ας Δημοτικού στο Γ` Δημοτικό σχολείο στον Αη Γιάννη του Άργους τότε, απέναντι από την πλατεία Εθνοσυνέλευσης. Με σταματάει στην αυλόπορτα και μου λέει «πρόσεξε μην σου ξεφύγει στο σχολείο ότι ακούγαμε Λονδίνο». Γουρλώνω τα μάτια με απορία, αλλά δεν λέω κουβέντα. «Τι είναι το Λονδίνο και τι είναι το πραξικόπημα;» σκέπτομαι στα 200 βήματα που με χωρίζουν από το σχολείο. Με τρώει η περιέργεια αλλά αρχίζει να με διακατέχει ένας απροσδιόριστος φόβος, σαν να συνέβη κάτι πολύ τρομακτικό αλλά δεν καταλάβαινα τι;

Το σχολείο παραμένει κλειστό, η ώρα έχει πάει 8 και κανένας δάσκαλος δεν εμφανίζεται. «Η καλύτερή μας» θα λέγαμε αν δεν με έτρωγε η περιέργεια τι συμβαίνει. Κάποια στιγμή με πλησιάζει ένας ξαδερφός μου, ο Δημήτρης, και μου λέει με μυστικοπάθεια «…ξέρεις έχουμε χούντα». «Όχι ρε» του λέω, «πραξικόπημα έχουμε…». Αφού διαφωνήσαμε για κάμποση ώρα για το τι από τα δύο έχουμε, μας πληροφόρησε μια καθαρίστρια ότι το σχολείο σήμερα θα μείνει κλειστό και κινήσαμε με αυξημένες απορίες για τα σπίτια μας.
Και οι δύο γονείς μου εργάζονταν στο δημόσιο και επέτρεψαν αργά το μεσημέρι. Μέχρι εκείνη την ώρα οι απορίες μου για το τι συμβαίνει είχαν αυξηθεί. Θυμόμουνα τις προάλλες τον πατέρα μου (καραμανλικός τότε), να προβοκάρει την μητέρα μου (ήταν με τον γέρο Γεώργιο Παπανδρέου τότε), λέγοντάς της «βάλε ένα ποτήρι κρασί να το γιορτάσω. Έπεσε ο γέρος». Τώρα δείχνουν και οι δύο χαμένοι στις σκέψεις τους. Προβληματισμένοι και τρομαγμένοι. Ο αδελφός μου είναι μικρότερος και δεν αντιλαμβάνεται το τι συμβαίνει, ούτε και εγώ βέβαια αλλά ο φόβος που καθρεπτίζεται στο πρόσωπο των δικών μου είναι αρκετός για να καταλάβω πως κάτι σοβαρό συμβαίνει.

Η μητέρα μου βλέπει τις απορίες μου να εκδηλώνονται στο βλέμμα μου και με οδηγεί από το χέρι στο σαλόνι, όπου είναι πιο ήσυχα και μου εξηγεί με απλά λόγια τι γίνεται. «Μέχρι σήμερα είχαμε δημοκρατία», μου λέει και συνεχίζει κομπιάζοντας, «στην Δημοκρατία οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να πουν την γνώμη της χωρίς φόβο πως θα τιμωρηθούν, τώρα θα πρέπει όλοι μας να προσέχουμε». Και πάλι δεν μου έλεγε η νέα νουθεσία τίποτα μέχρι που μου ζήτησαν οι γονείς μου να μην βγαίνω να παίζω στην γειτονιά και να μένω στην αυλή του σπιτιού μας κι ας έρθει όποιο παιδάκι θέλει.

Αυτή ήταν η πρώτη απαγόρευση, αλλά την είδα και λίγο πονηρά. Ούτως ή άλλως δεν μου επέτρεπαν οι γονείς μου να ανηφορίζω προς την Φορονέως. Θεωρούσαν πως το κέδρος μου με τις παρέες εκείνων των παιδιών θα ήταν κανένα μαυρισμένο μάτι ή κανένα άνοιγμα του κεφαλιού από τον πετροπόλεμο. Όμως υπήρξε κάτι που με τρόμαξε. Η απαγόρευση εξόδου μετά τις 7 το απόγευμα. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως η αμπάριζα θα ήταν κίνδυνος για το κράτος, μέχρι που το πρώτο βράδυ της απαγόρευσης έπεσαν κάτι ντουφεκιές στην γειτονιά. Ο πατέρας μου έτρεξε ανήσυχος στην γρίλια του παραθύρου και κοίταξε προς τα έξω. «Δεν βλέπω τίποτα μας είπε. Η κλαγγή των όπλων ερχόταν από το σπίτι του κυρ. Χριστόφορου». Γύρισε ανήσυχος στην μητέρα και της είπε «τα βιβλία και τους δίσκους τα πήγες στο υπόγειο;» Αργότερα έμαθα πως ήταν δίσκοι του Μ. Θεοδωράκη, ένα βιβλίο για τον ιστορικό υλισμό, ένα άλλο για την Γαλλική επανάσταση, έργα Ρώσων λογοτεχνών κ.α.

Τα χρόνια περνούσαν και το μυαλό μου άρχισε να μην αφήνει απορίες αναπάντητες. Έβλεπα το πώς η Χούντα των αμόρφωτων συνταγματαρχών έπεφτε σε συνεχείς αντιφάσεις με τον λεγόμενο κομουνιστικό κίνδυνο και την υπεράσπιση δήθεν ενός «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» κατασκευασμένου από την ΣΙΑ και τις Ηνωμένες Πολιτείες.  Δεν μπορεί να είσαι χριστιανός και να μην αντιδράς όταν ο Χότζα ο κομμουνιστής ηγέτης της Αλβανίας, καταργεί τις εκεί χριστιανικές εκκλησίες και τις κάνει στάβλους, ούτε να βασίζεις την οικονομία σου στις λεγόμενες  κομμουνιστικές χώρες που εσύ τις επικαλείσαι ως εχθρούς του έθνους και της θρησκείας στην αγκαλιά των οποίων σε οδηγούσε η «φαυλότητα» της δημοκρατίας που κατέλυσες.

Η φάβα είχε μεγάλο λάκκο, κι έπεσε όλος ο ελληνικός λαός μέσα. Το τίμημα του φόβου αντίδρασης ήταν βαρύ. Εκατομμύρια δραχμές  για το «τάμα του έθνους» φαγώθηκαν από την χούντα. Οι πολιτικές ελευθερίες καταργήθηκαν, η Μακρόνησος της εξορίας και των βασανιστηρίων «έγινε ο Παρθενών της συγχρόνου Ελλάδας». Το Δημόσιο χρέος έγινε δυσθεώρητο πριν την πτώση της. Και ο ψευτοπατριωτισμός της είχε σαν αποτέλεσμα την παράδοση της μισής Κύπρου στην Τουρκία.

Τα χρόνια πέρασαν. Τα πραξικοπήματα εκείνης της εποχής είναι passe. Ο Ιμπεριαλισμός δεν είναι το ανώτερο στάδιο του Καπιταλισμού κι ας κοπανιέται ο Λένιν στον τάφο του. Η μέγιστη συσσώρευση πλούτου είναι το τελικό στάδιο κι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο την κατάλυση του συνέρχεσθαι και της κοινής δράσης, κι αυτό σήμερα δεν πετυχαίνεται με τανκς. Ένας κορωνοϊός το έχει ήδη πετύχει. Κι ακόμα είναι η αρχή. Μια πρόβα που στο χέρι μας είναι να την κάνουμε να αποτύχει.