ΆρθροΑρχείο

Δικαιώματα εργαζομένων για καταχρηστική απόλυση, μη καταβολή δεδουλευμένων, ποιές οι προθεσμίες

Οι ιδιωτικοί υπάλληλοι εργάζονται με σχέση εξαρτημένης εργασίας. Η έναρξη της εργασίας του τυπικά ξεκινά με την υποβολή της σύμβασης πρόσληψής τους στην οποία περιέχονται οι μηνιαίες αποδοχές τους, ο χρόνος εργασίας τους και φυσικά η ειδικότητά τους.

Τα όσα αναγράφονται στην σύμβαση εργασίας είναι δεσμευτικά και για τις δύο πλευρές. Ο εργαζόμενος οφείλει να προσφέρει τις υπηρεσίες του και ο εργοδότης να παρέχει την συμφωνημένη αμοιβή σε συγκεκριμένη ημερομηνία.

Αν ο εργοδότης δεν καταβάλει έγκαιρα τα δεδουλευμένα καθίσταται υπερήμερος απέναντι στον εργαζόμενο. Αν ο εργοδότης καταστεί υπερημερος, δηλαδή δεν καταβάλει στον εργαζόμενο την αμοιβή του, ο εργαζόμενος έχει το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 325 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 329, 353 και 656 του ΑΚ, εάν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την οφειλομένη απ’ αυτόν παροχή εργασίας (κατεξοχήν για την καταβολή του μισθού) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, εωσότου ο εργοδότης εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει, χωρίς να καθίσταται ο ίδιος (μισθωτός) υπερήμερος, με αποτέλεσμα να έχει αξίωση καταβολής των αποδοχών του σαν να εργαζόταν κανονικά.

Το δικαίωμα επισχέσεως της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς περι καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Συνεπώς, η άσκησή του πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίστηκε. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη. Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο, θεωρείται το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη, ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη δυσπραξία του, ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’αυτόν περιστάσεις, ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία του σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα, ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη, ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη, ή όταν ο μισθωτός, για να λάβει τον μισθό του από τον υπερήμερο εργοδότη, παραμένει με τη θέλησή του για μακρό χρονικό διάστημα άνεργος και αποφεύγει αδικαιολογήτως και κακοβούλως να φροντίσει για ανεύρεση άλλης εργασίας, ενώ μπορεί εύκολα να ανεύρει και να προσφέρει τήν εργασία του σε άλλον εργοδότη. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το αξιόλογο της καθυστέρησης πληρωμής των αποδοχών ή το δικαιολογημένο αυτής, κρίνεται τελικά από το δικαστήριο της ουσίας και συναρτάται προς τις ατομικές, οικογενειακές και οικονομικές ανάγκες του εργαζόμενου, σε σχέση προς το ύψος του καθυστερούμενου ποσού αποδοχών του και τους λόγους της καθυστέρησης πληρωμής τους.

Ο μισθωτός μπορεί επίσης να στραφεί δικαστικά κατά του εργοδότη του και να διεκδικήσει τα δεδουλευμένα. Στα δεδουλευμένα περιλαμβάνονται οφειλόμενοι μισθοί, δώρα, επιδόματα, απασχόληση σε αργίες, σ/κ και νυχτερινή εργασία. Επίσης σε μια τέτοια αγωγή εξετάζεται αν ο συμφωνημενος μισθός είναι ο νόμιμος με βάση τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και την ειδικότητα του εργαζομένου. Σημειώνεται δε ότι διαφορετικά αμείβεται ένας υπάλληλος από έναν εργάτη. Ο χρόνος παραγραφής μιας τέτοιας αγωγής είναι τα 5 έτη.

Συνήθως ένας εργαζόμενος στρέφεται δικαστικά κατά του εργοδότη του όταν πλέον έχει λήξει η εργασιακή σχέση. Η εργασιακή σχέση λήγει είτε με παραίτηση του εργαζομένου οπότε αποχωρεί οικειοθελώς από την εργασία του και δεν διεκδικεί χρηματική αποζημίωση απόλυσης ή με καταγγελία της σύμβασης από τον εργαζόμενο ή τον εργοδότη, οπότε σε αυτή την περίπτωση ο εργαζόμενος δικαιούται την διεκδίκηση χρηματικής αποζημίωσης.

Πλέον οριοθετείται το χρονικό διάστημα που θα μπορούν οι εργαζόμενοι να προχωρούν σε καταγγελία της σύμβασής τους, όταν διαπιστώνουν καθυστερήσεις στην καταβολή των μισθών. Σύμφωνα με τις νεότερες διατάξεις στο εργατικό δίκαιο, θεωρείται «μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας η καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του εργαζομένου πέραν των 2 μηνών από τον εργοδότη, ανεξαρτήτως της αιτίας της καθυστέρησης». Αυτό σημαίνει πως με καθυστέρηση άνω των δυο μηνών ο εργαζόμενος μπορεί να διεκδικήσει αποζημίωση απόλυσης από τον εργοδότη, καταγγέλλοντας την συμβαση εργασίας του και αποχωρώντας από αυτή.

Στην ουσία δηλαδή, όταν μια επιχείρηση καθυστερεί τις πληρωμές των εργαζομένων της, αυτοί, έχουν πλέον τη δυνατότητα να προσφύγουν στα δικαστήρια και να ζητήσουν όχι μόνο τις αμοιβές που καθυστερούν να καταβληθούν αλλά και αποζημίωση απόλυσης, αφού η καθυστέρηση πληρωμών ισοδυναμεί πλέον με «βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας», με υπαιτιότητα του εργοδότη.
Συνοψίζοντας τα ανωτέρω όταν δεν καταβάλλεται έγκαιρα ο μισθός, ο εργαζόμενος:

α) μπορεί ν’ ασκήσει αγωγή και να ζητήσει εντόκως τους καθυστερούμενους μισθούς του, καθώς και αποζημίωση για κάθε άλλη ζημία του. Προσοχή όμως: Ενώ η αξίωση για τος δεδουλευμένους μισθούς και τα επιδόματα υπόκειται σε 5ετή παραγραφή, κάθε αγωγή του εργαζομένου για καταβολή ή συμπλήρωση της αποζημίωσης, πρέπει να ασκηθεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία 6 μηνών από τότε που κατέστη απαιτητή, δηλ. από την καταβολή της αποζημίωσης ή την λύση της εργασιακής σχέσης.

β) έχει το δικαίωμα να κάνει επίσχεση της εργασίας του

γ) μπορεί να ζητήσει την κήρυξη του εργοδότη σε πτώχευση, αν είναι έμπορος

δ) μπορεί να θεωρήσει την καθυστέρηση ως βλαπτική μεταβολή με τα συναφή δικαιώματα, εφόσον η καθυστέρηση γίνεται συστηματικά και οφείλεται σε δόλο του εργοδότη

ε) προχώρα σε ποινικές κυρώσεις για τον εργοδότη

Η απόλυση του εργαζομένου είναι άκυρη και καταχρηστική και πρακτικά σημαίνει ότι ο εργαζόμενος θεωρητικά εξακολουθεί να παρέχει τις υπηρεσίες του και να έχει αξίωση καταβολής μισθών όταν δεν δοθεί η αποζημίωση μαζί με έγγραφο της απόλυσης. Σε περίπτωση παράλειψης καταβολής αποζημίωσης έστω και μίας (1) δόσης επέρχεται ακυρότητα της απόλυσης.

Η απόλυση θεωρείται καταχρηστική και ως εκ τούτου άκυρη όταν το δικαίωμα του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας υπερβαίνει τα όρια της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος.

Πολλές περιπτώσεις απόλυσης έχουν κριθεί από τα Δικαστήρια σαν καταχρηστικές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απόλυση που γίνεται για την ικανοποίηση από τον εργοδότη αισθήματος εκδίκησης προς τον εργαζόμενο που είναι άσχετο με την εκτέλεση της σύμβασης εργασίας. Καταχρηστικές είναι και οι απολύσεις που γίνονται λόγω νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης του εργαζόμενου, ή λόγω δικαστικής διεκδίκησης των αξιώσεών του, ή λόγω αρνήσεώς του να δεχθεί παράνομη απαίτηση του εργοδότη, ή για πολιτικούς λόγους κλπ. Καταχρηστική έχει κριθεί επίσης η προσφυγή από τον εργοδότη στο δυσμενέστερο για τον εργαζόμενο μέσο, την απόλυση, για πειθαρχική παράβαση ενώ ήταν δυνατόν να αντιμετωπισθεί με ηπιότερα μέτρα, όπως με τις προβλεπόμενες από τον κανονισμό της επιχείρησης ποινές.

Γενικά καταχρηστική είναι κάθε απόλυση που δεν δικαιολογείται από το καλώς εννοούμενο συμφέρον του εργοδότη ή από άλλες αντισυμβατικές ενέργειες του εργαζόμενου, από τις οποίες επηρεάζεται ο κανονικός ρυθμός της εργασίας.

Η απόλυση επίσης μπορεί να είναι αντίθετη με απαγορευτικές διατάξεις, καθώς η νομοθεσία απαγορεύει ρητά την απόλυση:

• των συνδικαλιστικών στελεχών χωρίς απόφαση της αρμόδιας Επιτροπής.

• Των εγκύων εργαζομένων τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της όσο και για το χρονικό διάστημα δεκαοκτώ (18) μηνών μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία. Η προστασία από την καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ισχύει τόσο έναντι του εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται, χωρίς να έχει προηγουμένως απασχοληθεί αλλού, πριν συμπληρώσει δεκαοκτώ (18) μήνες από τον τοκετό ή το μεγαλύτερο χρόνο που προβλέπεται στην παρούσα, όσο και έναντι του νέου εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται και μέχρι τη συμπλήρωση των ανωτέρω χρόνων. Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης στην εργασία της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη.»

• Των Αδειούχων εργαζομένων αν η απόλυση έγινε κατά την διάρκεια της ετήσιας άδειας αναπαύσεως που τους χορηγήθηκε.

• Των Στρατευμένων μισθωτών.Υπάρχουν προστατευτικές διατάξεις γι’ αυτούς που στρατεύονται ή αποστρατεύονται και δεν επιτρέπεται να απολυθούν, ακόμα και για ένα χρόνο μετά την αποστράτευσή τους. Η κύρωση για το μη σεβασμό των διατάξεων, είναι η ειδική πρόσθετη αποζημίωση, ίση με μισθούς 6 μηνών επιπλέον της αποζημίωσης για την απόλυση.

• των προσληφθέντων αναγκαστικά με τις διατάξεις για την προστασία ατόμων με ειδικές ανάγκες, πολυτέκνων, πολεμιστών, αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης κλπ, που δεν επιτρέπεται να απολυθούν χωρίς απόφαση της αρμόδιας Επιτροπής.

Ο εργαζόμενος που απολύεται από την εργασία του με άκυρη καταγγελία μπορεί να προσφύγει στα Δικαστήρια και να ζητήσει να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του και να του καταβληθούν οι μισθοί υπερημερίας από τον εργοδότη που δεν αποδέχεται τις προσφερόμενες υπηρεσίες του. Η σχετική αγωγή πρέπει να γίνει μέσα σε διάστημα 3 μηνών από την κοινοποίηση του εγγράφου της απόλυσης, αλλιώς το δικαίωμα παραγράφεται και η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

Αν η ακυρότητα της απόλυσης οφείλεται στη μη κοινοποίηση εγγράφου, η 3μηνη προθεσμία αρχίζει από την ημέρα που ο εργοδότης σταμάτησε να αποδέχεται τις υπηρεσίες του εργαζόμενου.

Πάντως, η με επιφύλαξη είσπραξη της αποζημίωσης δεν αποτελεί παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα ακυρότητας της απόλυσης ή της επιδίωξης μεγαλύτερης αποζημίωσης.

* Η Αναστασία Χρ. Μήλιου είναι δικηγόρος Αθηνών.