Ο παράλληλος πόλεμος του πετρελαίου απειλεί την παγκόσμια οικονομία
Η προθεσμιακή τιμή του πετρελαίου την περασμένη εβδομάδα κινήθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία σε αρνητικό πεδίο (-36 δολάρια ανά βαρέλι) γεγονός που προκάλεσε ανησυχία σε ορισμένους αναλυτές ότι πρόκειται για ένα «σημάδι» ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά στην αγορά και ότι αυτό αποτελεί ένδειξη ότι έρχονται πολύ ασυνήθιστες καταστάσεις, ένα τσουνάμι στην παγκόσμια οικονομία.
Η αρνητική τιμή που καταγράφηκε στα ταμπλό των χρηματιστηρίων ενέργειας την περασμένη εβδομάδα, αφορούσε στις τιμές των προθεσμιακών συμβολαίων πετρελαίου, τα futures. Πρόκειται για συμβόλαια που δίνουν στον κάτοχό τους το δικαίωμα να αποκτήσει μια ποσότητα πετρελαίου στο μέλλον, σε προκαθορισμένη τιμή και κλιμακώνονται ανά μήνα. Μέχρι τη λήξη τους, τα συμβόλαια αυτά είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης ως χρηματιστηριακό προϊόν.
Στις ΗΠΑ, όμως, υπήρχε και ένας πρόσθετος λόγος, καθώς υπάρχει ανεπάρκεια αποθηκευτικών χώρων αφού τα αδιάθετα αποθέματα πετρελαίου έχουν χτυπήσει κορυφή.
Οι επενδυτές που κατείχαν συμβόλαια futures Μαΐου θα έπρεπε ή να τα πουλήσουν πριν τη λήξη τους (την περασμένη Τρίτη) ή να παραλάβουν την αντίστοιχη ποσότητα πετρελαίου σε φυσική μορφή. Και τούτο διότι η εκκαθάριση των futures γίνεται σε πετρέλαιο (και όχι σε χρήμα, ο κάτοχος παραλαμβάνει την ποσότητα του ορυκτού και όχι την αξία σε χρήμα).
Όλες δε οι παραδόσεις αμερικανικού πετρελαίου γίνονται στο Cushing της Οκλαχόμα, όπου λόγω της κρίσης δεν υπήρχε… ούτε βαρέλι διαθέσιμου χώρου. Επομένως, όποιος είχε συμβόλαιο futures λήξης Μαΐου έσπευσε να το ξεφορτωθεί όπως-όπως πριν τη λήξη, γεγονός που οδήγησε την τιμή του να υποχωρήσει κάτω από το μηδέν, λόγω της υπερ-προσφοράς, γεγονός που δημιούργησε εικόνα υπερ-πανικού.
Η «πραγματική» τιμή του πετρελαίου, βέβαια, δεν υποχώρησε κάτω από το μηδέν, ενώ και τα futures των επόμενων μηνών κινήθηκαν γύρω από τα 20 δολάρια -τιμή που είναι εξαιρετικά χαμηλή.
Η υπόθεση, βέβαια, δεν έχει τελειώσει, αφού οι στρεβλώσεις στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου παραμένουν και οι αντίρροπες δυνάμεις θα συνεχίσουν να συγκρούονται, από τη μια η οικονομική ύφεση και η μείωση της ζήτησης και από την άλλη η προσπάθεια των χωρών του ΟΠΕΚ να συγκρατήσουν τις τιμές.