Ο Τομεάρχης Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ, Ανδρέας Ξανθός στηλίτευσε με δήλωσή του την τακτική της κυβέρνησης για τη συγκρότηση των Κινητών Ομάδων Υγείας (ΚΟΜΥ), αναλύοντας ταυτόχρονα το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ για τη συγκεκριμένη υπηρεσία Υγείας:
«Το Υπουργείο Υγείας προχώρησε τελικά στην πρόσκληση για δημιουργίας 500 Κινητών Ομάδων Υγείας (στην πραγματικότητα πρόκειται για κινητά συνεργεία με 1 οδηγό και 1 νοσηλευτή και όχι για ομάδα υγείας η οποία κανονικά περιλαμβάνει γιατρό και άλλους επαγγελματίες υγείας), με βασικό στόχο την κατ’ οίκον λήψη δειγμάτων για εξετάσεις που αφορούν την πανδημία. Για άλλη μια φορά η κυβέρνηση δεν κάνει ούτε όσα μπορεί ούτε όσα πρέπει στο πολύ κρίσιμο πεδίο της ΠΦΥ και της κοινοτικής φροντίδας.
Αντίθετα, προσπαθεί να αξιοποιήσει το θεσμικό πλαίσιο που είχε δημιουργήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για τις Κινητές Ομάδες Υγείας (ΚΟΜΥ), αλλά με λάθος τρόπο. Ξεκινά όχι από την υγειονομική ανάγκη που χρειάζεται αντιμετώπιση, δηλαδή το κενό φροντίδας των ύποπτων κρουσμάτων για covid 19 με ήπια συμπτώματα που «Μένουν Σπίτι» ή των υπόλοιπων χρονίως πασχόντων που δεν μπορούν να έχουν ιατρική παρακολούθηση λόγω της αναστολής της τακτικής λειτουργίας του ΕΣΥ, αλλά από την προτεραιότητα της απορρόφησης κάποιων ευρωπαϊκών κονδυλίων και της πρόσληψης 1000 ανθρώπων για 6 μήνες (3+3) μέσω του ΕΟΔΥ. Χωρίς συγκεκριμένη στοχοθεσία , χωρίς κριτήρια επιλογής των ασθενών, χωρίς να έχει διευκρινιστεί ούτε το είδος των διαγνωστικών εξετάσεων ούτε η επιδημιολογική στρατηγική.
Τα κινητά συνεργεία της κυβέρνησης, από τη μια δεν αναμένεται να έχουν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα στη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών από το ΕΣΥ και από την άλλη «κακοποιούν» την ιδέα των ΚΟΜΥ, που ήταν στην ουσία ένας ευέλικτος «επιχειρησιακός βραχίονας» της καθολικής κάλυψης του πληθυσμού και της μεταρρύθμισης στην ΠΦΥ, είχαν οργανική σχέση με τα Κέντρα Υγείας, τις ΤΟΜΥ και τους γενικούς-οικογενειακούς γιατρούς και στόχευαν στην ολοκληρωμένη υγειονομική φροντίδα κυρίως ηλικιωμένων ανθρώπων της υπαίθρου, που ενώ έχουν χρόνια προβλήματα υγείας, δυσκολεύονται στην πρόσβαση τους σε δημόσιες δομές υγείας.
Είναι λοιπόν μια δράση χωρίς έμπνευση, χωρίς σχέδιο, στην λογική της όπως-όπως ενίσχυσης του ΕΣΥ, η οποία, πέραν της αποσπασματικότητας και της στενής οπτικής, έχει και ένα μείζον πρόβλημα αδιαφάνειας στην επιλογή του προσωπικού που θα στελεχώσει τις κινητές ομάδες. Η ρητή αναφορά στην προκήρυξη ότι το μόνο κριτήριο είναι η σειρά υποβολής της αίτησης, χωρίς καν να προβλέπεται δυνατότητα υποβολής ένστασης, είναι πρωτοφανής και δημιουργεί σοβαρά ερωτηματικά για την ακολουθούμενη διαδικασία ακόμα και σε περίοδο έκτακτης και επείγουσας ανάγκης όπως η τωρινή.
Το σχέδιο του Υπουργείου είναι μια minimum παροχή, πολύ περιορισμένης διάρκειας, με ορατό τον κίνδυνο της αυθαιρεσίας και της ευνοιοκρατίας, που δεν θα αφήσει καμιά παρακαταθήκη στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας, όπως είναι το ζητούμενο για την «επόμενη μέρα».
Η αναγκαία διεύρυνση του διαγνωστικού ελέγχου για τον SARS-CoV-2 πρέπει να εντάσσεται σε μια συγκεκριμένη επιδημιολογική στρατηγική στη νέα φάση, η οποία δεν είναι σαφής. Οι νέες ανάγκες που έφερε στο προσκήνιο η πανδημία (οικογενειακός γιατρός, αποκεντρωμένες δομές, ολιστική φροντίδα, κατ’οίκον φροντίδα), απαιτούν επένδυση σε μια εξωστρεφή και κοινοτικά προσανατολισμένη ΠΦΥ, καθώς και στη συνέργεια της με τη Δημόσια Υγεία.
Αυτό μόνο οι δημόσιες δομές μπορούν να το κάνουν. Η κυβέρνηση το αρνείται γιατί συνεχίζει να έχει ιδεοληψίες για το ρόλο της ΠΦΥ στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας».