Καταγόμενος από ένα ορεινό χωριό της Πελοποννήσου, τον Κοσμά Κυνουρίας, ο ζωγράφος Γιώργος Ρόρρης μας παρουσιάζει τα σχέδια της Καραντίνας με ξυλοχρώματα.
«Δεν οδηγώ. Ως απολύτως νομοταγής πολίτης, έχω να πάω στο εργαστήριό μου –το οποίο είναι πολύ μακριά από το σπίτι μου– πολλές εβδομάδες. Ενστερνίστηκα αυτό που είπε ο καθηγητής Τσιόδρας, να φερόμαστε όλοι σαν να έχουμε τον ιό. Ως εκ τούτου, οφείλουμε να προστατεύσουμε τους άλλους, στην περίπτωσή μου, δηλαδή, το μοντέλο που μου ποζάρει για πολλές ώρες σε κλειστό χώρο», λέει ο Γιώργος Ρόρρης. «Συνεπώς, κλήθηκα να ξεχάσω για λίγο τη ζωγραφική, αλλά να που ανακάλυψα στο σπίτι μια σειρά από παλιά ξυλοχρώματα και κάποια χαρτιά καλής ποιότητας, σωτήρια ευρήματα…»
Μια μπανάνα με τα μολύβια του καλλιτέχνη.
«Κάθομαι σε ένα μικρό τραπεζάκι σε μια γωνιά του σαλονιού μπροστά το παράθυρο και σχεδιάζω όλη μέρα. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι κάπως έτσι ξεκίνησε η περιπέτεια της ζωγραφικής για εμένα, με ένα κουτάκι μπογιές. Ημουν μικρό παιδάκι σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Πελοποννήσου και έκανα τα πρώτα μου σχέδια στο τετράδιο της αντιγραφής. Πού να βρεθούν τότε πιο εξελιγμένα σύνεργα, σε έναν τόπο τόσο μακρινό. Το αστείο είναι ότι κάποια από τα ξυλοχρώματά μου κοντεύουν να τελειώσουν, όπως τότε. Σε λίγο δεν θα έχω καφέ ή μπλε. Ετσι, διαλέγω θέματα δίχως αυτά τα χρώματα».
Το πορτρέτο μιας ταπεινής πιπεριάς με ξυλοχρώματα.
Μα τι ζωγραφίζει κλεισμένος στο σπίτι; «Εκεί που έκανα πορτρέτα ανθρώπων, τώρα κάνω πορτρέτα απλά πραγμάτων που βρίσκονται μπροστά μου: μια πιπεριά, μια πατάτα, ένα ματσάκι σπάγγου. Κάποτε οι νεκρές φύσεις, ιδιαίτερα εκείνες που ονομάζουμε vanitas, ήταν για να διδάσκει ο ζωγράφος διά του χρωστήρα τη ματαιότητα στους ανθρώπους, οι οποίοι ήταν ως επί το πλείστον αναλφάβητοι. Στη δική μου περίπτωση συμβαίνει το αντίθετο. Το ίδιο το αντικείμενο μου κάνει την τιμή να μου αποκαλυφθεί την ώρα που το ζωγραφίζω. Γνωρίζω τη μελιτζάνα, σπουδάζοντάς την, σχεδιάζοντάς την. Πριν νόμιζα ότι την ήξερα, ότι την έβλεπα. Απλώς την κοιτούσα». Οπως μου εξηγεί ο Γιώργος Ρόρρης, η μεγαλύτερη προσφορά της ζωγραφικής είναι η παραμυθία της. «Για να συγκινήσει ένα έργο πρέπει να έχεις πιστέψει στην παραμυθία και εσύ που το φτιάχνεις. Διαφορετικά ο θεατής δεν υπάρχει καμία περίπτωση να το αισθανθεί. Τα απλά αυτά αντικείμενα που απεικονίζω, όσο ταπεινά και αν είναι, μου αποδεικνύουν ότι ο κόσμος που με περιβάλλει έχει συνέχεια και σταθερότητα. Σε μια τόσο περίεργη περίοδο, έχουμε ανάγκη να κρατηθούμε από σταθερές. Μας βρήκε κάτι εντελώς απρόσμενο και μας ανέτρεψε τη ζωή μας. Η αλήθεια είναι πως ήμουν ολίγον συνηθισμένος στην καραντίνα όχι λόγω ιδιότητας ή ιδιοσυγκρασίας, αλλά διότι έχω σπάσει δύο φορές το πόδι μου και μία το χέρι μου. Στην τελευταία ορθοπεδική δοκιμασία μου διάβασα τους “Αδελφούς Καραμαζώφ”».
Ένα μπουτάκι κοτόπουλου, από τα σχέδια της καραντίνας.
«Νομίζω πως η δυσκολότερη φάση είναι τώρα που ετοιμαζόμαστε να βγούμε έξω από το σπίτι μας. Εχω απόλυτη εμπιστοσύνη στους Ελληνες επιστήμονες και θα ακολουθήσω κατά γράμμα τις οδηγίες τους. Οσο για τον Τσιόδρα, θεωρώ ότι χάρη σε εκείνον και στην επιτροπή μείναμε μέσα, διότι έχει το χάρισμα της πειθούς, κάτι που δεν το βλέπαμε στους Ελληνες πολιτικούς. Ξέρετε, πολλοί στεναχωρήθηκαν διότι είχαν αρχίσει ήδη κάποιες εκδηλώσεις για την επέτειο του 1821 και “πάγωσαν”. Ε, λοιπόν, εγώ πιστεύω ότι με τη στάση που έδειξαν οι Ελληνες έκαναν την καλύτερη εκκίνηση για τον εορτασμό. Ολοι μαζί, ενωμένοι, πειθαρχημένοι. Είναι βέβαιον ότι μας περιμένει μια νέα δοκιμασία, αλλά είμαι αισιόδοξος ότι με αυτή την ενότητα θα το ξεπεράσουμε και αυτό».
kathimerini.gr (Μαργαρίτα Πουρνάρα).