Σύμφωνα με τα όσα έχουν ανακοινωθεί, τα ξενοδοχεία 12μηνης λειτουργίας θα επαναλειτουργήσουν από την 1η Ιουνίου και τα εποχικά από την 1η Ιουλίου. Ωστόσο το ερώτημα είναι πόσα ξενοδοχεία θα πάρουν το ρίσκο να ανοίξουν τη φετινή σεζόν;
O πρόεδρος του Τουριστικού Οργανισμού Πελοποννήσου, Κωνσταντίνος Μαρινάκος θα περιμένει να ολοκληρωθούν οι εξαγγελίες, να δει τα υγειονομικά πρωτόκολλα και να αποτιμήσει το κόστος, για να αποφασίσει. «Εάν δεν υπάρχει ζήτηση γιατί να ανοίξουμε;», λέει στο inside story. Κατά τον κ. Μαρινάκο «το 40% των ξενοδοχειακών μονάδων ενδεχομένως να μην λειτουργήσουν εφέτος. Που είναι μια ισχυρή πιθανότητα, τη στιγμή μάλιστα που οι περισσότεροι μεγάλοι ξενοδοχειακοί όμιλοι σκέφτονται να ανοίξουν ορισμένες μόνο μονάδες τους, και δη αυτές στις οποίες ο επισκέπτης θα μπορεί να φθάσει, κατά προτίμηση, οδικώς».
Κατά τον ίδιο, για να μπορέσει να βάλει μια μεγάλη ξενοδοχειακή μονάδα το κλειδί στην πόρτα, θα πρέπει να έχει εξασφαλίσει ότι θα έχει τουλάχιστον 40% πληρότητα, για να καλύψει το λειτουργικό της κόστος. «Σενάριο έκτακτης ανάγκης, που δεν μπορεί να κρατήσει πάνω από δύο μήνες» συμπληρώνει. Ποιο όμως είναι το μεγαλύτερο κόστος; «Το εργατικό, που αποτελεί το 50% του λειτουργικού κόστους μιας μεγάλης ξενοδοχειακής μονάδας», λέει. Για τον λόγο αυτό υποστηρίζει πως πρέπει οι εργασιακές σχέσεις στον κλάδο να διαμορφωθούν με βάση τις νέες συνθήκες. Δηλαδή να υπάρξει κεντρική κρατική παρέμβαση για διατήρηση σε αναστολή σύμβασης κάποιων εργαζομένων, και «ελευθέρας» για εκ περιτροπής εργασία για αρκετούς από το μόνιμο προσωπικό. Για εποχικούς ούτε λόγος.
Η Αλέκα Μαζαράκη, που έχει τα ξενοδοχεία Princess Kyniska, το boutique hotel Κυνίσκα και το Kyniska Palace, τα οποία βρίσκονται τα μεν δύο πρώτα στην ευρύτερη περιοχή της Μονεμβάσιας, στην Πλύτρα, και το τελευταίο στον Μυστρά, μας είπε και αυτή ότι θα δει πρώτα τα υγειονομικά πρωτόκολλα και τι χρειάζεται να κάνει για να καλύψει τις απαιτήσεις που απορρέουν από αυτά, θα μετρήσει το κόστος και θα αποφασίσει. «Η πρόθεσή μας είναι να ανοίξουμε και να διατηρήσουμε το επίπεδο υπηρεσιών για το οποίο μας προτιμούν οι πελάτες μας». Σε ό,τι αφορά τις κρατήσεις, η πληρότητα και στις τρεις μονάδες είχε φθάσει πριν το lockdown στο 65% για τη θερινή σεζόν. Μετά τις ακυρώσεις και τις επιστροφές χρημάτων, αγγίζει πλέον το 30%, με αρκετούς Έλληνες, οι οποίοι θέλουν να αποφύγουν το αεροπλάνο ή το πλοίο, να εξετάζουν το ενδεχόμενο να κατέβουν για διακοπές στον Μυστρά.
Ο αριθμός των τουριστών, λοιπόν, θα κρίνει εν τέλει το ποιοι, πόσοι και σε ποιες περιοχές θα ανοίξουν τα ξενοδοχεία. Αν και σαφής απάντηση για το πόσοι ξένοι τουρίστες θα επισκεφθούν εφέτος την Ελλάδα δεν υπάρχει (το μείγμα εισερχόμενου-εγχώριου τουρισμού στην Ελλάδα είναι 93% εισερχόμενος και 7% εγχώριος), μπορούμε να υποθέσουμε ποιοι ξένοι τουρίστες θα αποφύγουν να επισκεφθούν τη χώρα. Όχι μόνο γιατί φοβούνται μην εκθέσουν τον εαυτό τους σε ενδεχόμενο κίνδυνο –η χώρα είναι από τις πιο «καθαρές»– αλλά γιατί πολύ απλά, τα περιοριστικά μέτρα που θέτουν οι χώρες τους για να τους αποτρέψουν από το να ταξιδέψουν στο εξωτερικό είναι απαγορευτικά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της Μεγάλης Βρετανίας, βασικού τροφοδότη του εγχώριου τουριστικού προϊόντος. Η κυβέρνηση Τζόνσον, όπως αναφέρουν τα βρετανικά σκοπεύει να επιβάλει υποχρεωτική καραντίνα 14 ημερών στους ταξιδιώτες που επιστρέφουν στη χώρα τους από το εξωτερικό. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Ότι αν ένας Βρετανός τουρίστας επιθυμεί να κάνει δύο εβδομάδες διακοπές στην Ελλάδα, θα πρέπει να πάρει άδεια ενός μήνα. Η Αυστρία είναι λίγο πιο ελαστική. Όσοι φθάνουν στη θα μπορούν να παρακάμψουν την 14ήμερη καραντίνα, υπό την προϋπόθεση ότι θα κάνουν το τεστ – κοστίζει 199 ευρώ – αλλά θα το πληρώσουν οι ίδιοι.
Ακόμη και αν κάποιος αποφασίσει να αναλάβει το κόστος του τεστ επιστρέφοντας στη Βιέννη, ή έχει άπλετο χρόνο και δεν τον πειράζει να μείνει σε καραντίνα 14 ημέρες επιστρέφοντας στο Λονδίνο, δεν γνωρίζει ακόμη τους όρους, τα πρωτόκολλα, το κόστος και τελικά το αν θα μπορέσει να πετάξει π.χ. για τη Σαντορίνη. Με απλά λόγια δεν μπορεί να προγραμματίσει τις διακοπές του, να κλείσει κάποιο πακέτο και να πετύχει καλύτερη τιμή. Το τελευταίο μάλλον θα πρέπει να το ξεχάσουμε. Περισσότεροι έλεγχοι, πιθανότατα λιγότερες θέσεις στις διεθνείς πτήσεις και λιγότερα αεροπλάνα στον αέρα, θα αυξήσουν το κόστος.
Για τον κ. Μαρινάκο, «η μη πραγματοποίηση κρατήσεων σε συνδυασμό με την παράλληλη κλιμάκωση των ακυρώσεων και ο “αποδεκατισμός” παραδοσιακών αγορών (όπως η Αγγλία, η Αμερική, η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και άλλες) αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες».
Οι έξι κυριότερες χώρες προέλευσης ταξιδιωτών, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ και Ρωσία, από τις οποίες έχουμε χαμηλές προσδοκίες, αντιστοιχούν στο 36,4% των αφίξεων και στο 51,5% των εισπράξεων.
Η γερμανική αεροπορική εταιρεία Lufthansa, για παράδειγμα, με βάση το πτητικό πρόγραμμα που ανακοίνωσε σκοπεύει να σηκώσει στον τον Ιούνιο μόλις 160 αεροσκάφη, από τον στόλο των 763 που διαθέτει. Η εταιρεία θα ξεκινήσει από τις 18 Μαΐου πτήσεις από τη Φρανκφούρτη με προορισμό την Αθήνα, ακολουθούν οι πτήσεις από το Μόναχο στην Αθήνα και τον Ιούνιο θα ξεκινήσει να εξυπηρετεί και την Κρήτη.
Για την έναρξη των διεθνών της πτήσεων ετοιμάζεται και η Aegean, η οποία θα αυξήσει όσο περνάνε οι εβδομάδες το πτητικό της έργο και στη χώρα. Άγνωστο πάντως παραμένει πότε και ποιες εταιρείες low cost, βασικοί τροφοδότες των τουριστικών μας προορισμών, θα ξεκινήσουν το πτητικό τους έργο, πόσους τουρίστες θα φέρουν και σε ποιες περιοχές θα πάνε.
Ο ΕΟΤ από την πλευρά του, ετοιμάζεται να δώσει 12 εκατ. ευρώ για τη διαφήμιση του ελληνικού τουριστικού προϊόντος για να «μαζέψει» όσους τουρίστες μπορεί για την βραχύβια φετινή σεζόν. Η διαφημιστική καμπάνια θα τρέξει κυρίως σε χώρες, με τις οποίες η Ελλάδα σκοπεύει να υπογράψει διμερείς συμφωνίες.
Σε μία προσπάθεια να καλύψει μέρος των απωλειών από τους βασικούς μας τροφοδότες, η Ελλάδα πρόκειται να υπογράψει διακρατικές συμφωνίες με χώρες όπως η Βουλγαρία, το Ισραήλ και η Κύπρος, για την ελεύθερη μετακίνηση τουριστών. Αυτό προανήγγειλε ο υπουργός Τουρισμού Χάρης Θεοχάρης, κι εκτίμησε πως «από τα 18 δισ. ευρώ τουριστικά έσοδα που είχαμε πέρυσι, φέτος θα έχουμε το πολύ 8 δισ. ευρώ».
Αν επαληθευτούν αυτές οι δυσοίωνες προβλέψεις, παραμένει άγνωστο πόσες και ποιες ξενοδοχειακές μονάδες, μικρές, μεσαίες και μεγάλες, θα καταφέρουν να παραμείνουν εν ζωή, τη στιγμή μάλιστα που 1 στα 5 ξενοδοχεία αντιμετώπιζε χρηματοοικονομικά προβλήματατα “κόκκινα δάνεια” των ξενοδόχων πολύ πριν πριν ξεσπάσει η υγειονομική κρίση.
Ήδη πάντως αυτό που βλέπει η αγορά είναι πωλητήρια ξενοδοχειακών μονάδων και αύξηση της ανεργίας. Σύμφωνα με τον κ. Μαρινάκο, λόγω της κρίσης του Covid-19 κινδυνεύουν τουλάχιστον 50.000 εποχικές θέσεις εργασίας στον κλάδο της φιλοξενίας πανελλαδικά, ενώ 2.000 εργαζόμενοι στην Πελοπόννησο πιθανολογείται ότι θα βρεθούν εκτός αγοράς εργασίας.
Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ταξιδίων και Τουρισμού (WTTC) ότι η πανδημία του κορονοϊού θα θέσει σε κίνδυνο έως και 50 εκατ. θέσεις εργασίας στον κλάδο ταξιδιών και τουρισμού. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το σύνολο της παγκόσμιας και εθνικής οικονομίας, σε μια άσκηση όπου το αποτέλεσμα είναι προφανές. Ανεργία ή εργασιακή ανασφάλεια συνεπάγεται περιορισμό καταναλωτικών δαπανών, ακόμη και ανελαστικών, όπως είναι η διατροφή.
Αναφορικά με τα πωλητήρια, τις τελευταίες ημέρες 50 ξενοδοχεία της Πελοποννήσου έχουν βγάλει πωλητήριο, λέει ο κ. Μαρινάκος.
Ακόμη και αν δεχθούμε ότι τα περισσότερα ξενοδοχεία θα αποφασίσουν να παραμείνουν ανοικτά «παίζοντας τη ζαριά τους». Ακόμη και αν δεχθούμε ότι θα υπάρξει τουριστικό ρεύμα, δεν θα υπάρξει έξαρση κρουσμάτων και δεν θα μπουν σε καραντίνα ξενοδοχεία και τουριστικές περιοχές, όπως πολλοί φοβούνται, η ζωή εφέτος δεν θα είναι pina colada και τζιν τόνικ.
Αρκετά κλαμπ, μπαρ και εστιατόρια δεν θα ανοίξουν, όπως εκτιμούν τουριστικοί παράγοντες, αφού θα υπάρχει περιορισμός στον κόσμο που μπορούν να δεχτούν. Αυτός πιθανόν να είναι ένας ακόμη ανασταλτικός παράγοντας για να μπει κάποιος στη διαδικασία να ξενιτευθεί. Γιατί όπως και να το κάνουμε, οι διακοπές είναι ξεγνοιασιά και διασκέδαση. Ενώ ο τουρισμός που αφήνει έσοδα, ο ποιοτικός, που σε παρά πολύ μεγάλο βαθμό εκπροσωπείται από μεγάλους σε ηλικία τουρίστες, και να θέλει να έρθει θα προτιμήσει να μην το διακινδυνεύσει.
Βέβαια εκτός από το κακό, υπάρχει πάντα ένα ακόμα πιο κακό σενάριο. Το άνοιγμα των συνόρων, η μετακίνηση πληθυσμών από τη μία περιοχή στην άλλη, ο συγχρωτισμός πολλών ατόμων σε ένα μέρος, μπορεί να οδηγήσει σε έξαρση των κρουσμάτων. Και τότε τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα για όλους. Για τους τουρίστες, που σε πολλά νησιά δεν θα μπορούν να βρουν ούτε ασπιρίνη, αφού δεν υπάρχει καν φαρμακείο. Για τους ξενοδόχους, οι οποίοι φοβούνται την αστική ευθύνη και αναζητούν λύση στο πρόβλημα. Και φυσικά για την ίδια τη χώρα, η οποία κινδυνεύει από την μία ημέρα στην άλλη να γίνει από «ασφαλής», «επικίνδυνη».
Στη μεγάλη εικόνα, ο ακόμη μεγαλύτερος κίνδυνος, πέραν του υγειονομικού φυσικά, είναι τα πακέτα που θα πουληθούν μέσω των tour operators –οι οποίοι πιέζουν για εκπτώσεις της τάξης του 50%– να μην πληρωθούν. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα μιλάμε για πανωλεθρία, αλλά δεν θα είναι η πρώτη ούτε η τελευταία φορά, και αυτό το γνωρίζουν οι ξενοδόχοι που «κάηκαν» από την πτώχευση της Thomas CookThomas Cook: Η Lehman Brothers του τουρισμού το περασμένο φθινόπωρο. Αυτό στην πράξη σημαίνει πολλαπλάσια ζημιά για το ίδιο το ξενοδοχείο, το οποίο δεν θα μπορέσει να πληρώσει προσωπικό και προμηθευτές και να καλύψει τα ανοίγματά του στις τράπεζες και στο ελληνικό δημόσιο. Μια αλυσίδα η οποία αν σπάσει, θα προκαλέσει σοβαρούς τριγμούς στην εθνική οικονομία, η οποία μόνο από τον τουρισμό θα χάσει τη φετινή χρονιά τουλάχιστον 10 δισ. ευρώ σε άμεσα έσοδα.