Αρχεία που σχετίζονται με τις βρετανικές ανασκαφές στις Μυκήνες έχουν ψηφιοποιηθεί στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Cambridge για να γιορτάσουν τα 100 χρόνια της βρετανικής αρχαιολογικής ανασκαφής.
Αυτή είναι η πρώτη φορά που μια τέτοια συλλογή έχει διατεθεί ψηφιακά σε ερευνητές και στο κοινό με την ελπίδα ότι θα εμπνεύσει νέες συζητήσεις και θα προωθήσει τη γνώση για τις Μυκήνες της ιστορίας της πρώιμης Ελλάδας και της Μεσογείου.
Η ενοποίηση των διαδικτυακών συλλογών που πραγματοποιήθηκαν τόσο στο Cambridge όσο και στο BSA, είναι ένα τμήμα αρχειακών εγγράφων από τις τρεις αποστολές του Wace που έγιναν το 1920–23, το 1939 και το 1950–57, το οποίο συμπεριλαμβάνει περίπου 80 σημειωματάρια, 600 σκίτσα και αρχιτεκτονικά σχέδια ανασκαμμένων κτιρίων και τοιχογραφιών, κοσμημάτων και άλλων αντικειμένων, και περισσότερες από 1.700 φωτογραφίες.
Σε αντίθεση με τις έντυπες εκδόσεις, η ψηφιοποίηση αυτού του πρώτου αρχειακού υλικού επιτρέπει στον θεατή να συνδεθεί με τα πρωτότυπα, μη επεξεργασμένα φυσικά έγγραφα και θα μπορούσε να βοηθήσει τους ερευνητές να εξετάσουν νέες οδούς έρευνας στις Μυκήνες.
Ο Άλαν Γουέις γεννήθηκε στο Κέιμπριτζ το 1879 και πέθανε το 1957, στην Αθήνα. Στην Ελλάδα έζησε το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του. Η επιστημονική του και αρχαιολογική του έρευνα κάλυπτε τις περιοχές της Αρχαίας Σπάρτης, -ειδικότερα το Μενελάειον Σπάρτης- των Μυκηνών, της Τροίας, της Θεσσαλίας, την Αρχαία Κόρινθο και την Αλεξάνδρεια. Μαζί με τον Καρλ Μπλέγκεν πραγματοποίησε σημαντικές μελέτες για τη χρονολόγηση των ιστορικών περιόδων της Εποχής του Χαλκού, στην οποία ανήκει ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός, καθώς και για την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β. Έκανε θεμελιώδεις μελέτες για την παρουσία του μυκηναϊκού πολιτισμού στη Θεσσαλία.
Στις Μυκήνες συνέχισε το ανασκαφικό έργο του Ερρίκου Σλήμαν που συνέχισε από το 1888 ο Χρήστος Τσούντας, του οποίου η συστηματική, σχεδόν επί εικοσαετία, σκαπάνη έφερε στο φως το ανάκτορο στην κορυφή της ακρόπολης, καθώς και πλήθος θαλαμοειδών τάφων στην ευρύτερη περιοχή και με τις έρευνές του βοήθησε στην αποσαφήνιση της ιστορίας της πόλης. Διαφώνησε με τον Άρθουρ Έβανς και αποχώρησε για αυτόν τον λόγο από τη Βρετανική Σχολή Αθηνών, όταν υποστήριξε ότι η Γραμμική Β’ που μιλούσαν στις Μυκήνες ήταν ελληνική γλώσσα, σε αντίθεση με τον Έβανς που υποστήριζε το αντίθετο. Δικαιώθηκε αργότερα, όταν αποκρυπτογραφήθηκε η συγκεκριμένη γραφή από τον αρχιτέκτονα Μάικλ Βέντρις.
Το 1920 ο Άλαν Γουέις, διευθυντής της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής, από το 1914 έως το 1923, έκανε σημαντικές ανασκαφές, οδήγησε μια ομάδα αρχαιολόγων από τη Βρετανική Σχολή στην Αθήνα, στις Μυκήνες, το αρχαίο φρούριο της Πελοποννήσου που ήταν το σημαντικότερο κέντρο του πολιτισμού της ύστερης εποχής του Χαλκού στην Ελλάδα από το 1600–1100 π.Χ. Οι συστηματικές ανασκαφές του Γουέις είχαν σημαντικό αντίκτυπο στην κατανόηση της χρονολογίας του μυκηναϊκού πολιτισμού, από την προϊστορία έως τη ρωμαϊκή περίοδο.