14 Αυγούστου 1822. Αξημέρωτα. Με μύριες όσες προφυλάξεις βγαίνουν αρκετοί Τούρκοι από το Ναύπλιο. Προχωρούν με προσοχή. Δεν είναι σίγυροι ότι οι Έλληνες έχουν οχυρωθεί ξανά στην Άρια. Ο δρόμος εκείνη την εποχή πήγαινε παραλιακά (!!!) από την Πύλη της Ξηράς μέχρι τον Κύκνο. Εκεί εστριβε αριστερά, όπως είναι τώρα η οδός Αγίου Αδριανού, και μετά το (τωρινό) ΚΕΜΧ διακλαδιζόταν προς Κατσίγκρι και προς Άργος – Κοφίνι κλπ.
Οι Τούρκοι εκείνη την ημέρα διάλεξαν αυτό τον δρόμο. Ήταν σίγουροι πως στο Κατσίγκρι είχαν εγκατασταθεί Έλληνες. Δεν ήθελαν σύγκρουση. Ερχόντουσαν ως ταπεινοί τροφοσυλλέκτες να μαζέψουν ό,τι φαγώσιμο θα εύρισκαν.
Η ελπίδα τους ήταν ότι η προ είκοσι ημερών στρατοπέδευση των 30.000 στρατιωτών του Δράμαλη στην Γλυκιά θα είχε εμποδίσει τους Έλληνες να καταστρέψουν τις σοδειές, όπως είχε γίνει στο μεγαλύτερο μέρος του κάμπου. Στάθηκαν τυχεροί. Βρήκαν συκιές και αμπέλια ατρύγητα. Το κακό συναπάντημα όμως ήταν κάποιοι αρματωμένοι από την Καρύταινα. Ερχόντουσαν να ενισχύσουν το στρατόπεδο στο Κατσίγκρι. Τυχαία βλέπουν έναν Τούρκο σκαρφαλωμένο σε μια συκιά, να τρώει με απληστία τους καρπούς του δέντρου. Με μια μπαταριά τον σκοτώνουν. Ο ήχος του πυροβολισμού παρακινεί τους Έλληνες και ανακαλύπτουν μεσα στα περιβόλια πλιατσικολογούντες Οθωμανούς. Πυροβολισμοί εκατέρωθεν. Οι Τούρκοι συμπτύσσονται και αρχίζουν να υποχωρούν από τον ίδιο δρόμο προς Ναύπλιο. Ο ήχος των όπλων σημαίνει εγερτήριο και στο Κατσίγκρι. Έρχονται και άλλοι Έλληνες. Επικεφαλής τους ένας γέρος. Νικόλαος Σταματελόπουλος το όνομά του. Αδερφός του Νικηταρά. Είναι ο επικεφαλής του στρατοπέδου. Επιδιώκει να πιάσει αιχμαλώτους. Θέλει πληροφορίες για την κατάσταση που επικρατεί στην πολιορκημένη πόλη και για την τύχη της επιτροπής υπό τον επίσκοπο Βρεσθένης Θεοδώρητο που κρατούσαν ομήρους οι Τούρκοι. Απομονώνει έναν Τούρκο. Ενώ μπορεί να τον σκοτώσει, του ζητάει να παραδοθεί. Εκείνος σταματάει και προσποιείται ότι παραδίδει τα όπλα του. Η μπιστόλα όμως είναι γεμάτη και ο κόκορας ήδη σηκωμένος. Μια κίνηση του δακτύλου απέμενε. Ο πυροβολισμός δεν έκανε εντύπωση γιατί πέφτανε σωρό τα βόλια τριγύρω. Ο πυροβολισμός όμως ήταν ο τελευταίος που άκουσε ο Νικόλαος Σταματελόπουλος.
Ήταν μεγάλη απώλεια για τους Έλληνες. Ο Νικόλαος Σταματελόπουλος μαζί με τον Νικηταρά είχαν φύγει από την Πελοπόννησο το 1808, στο μεγάλο διωγμό των κλεφτών (Τούρκοι, κοτσαμπάσηδες και κλήρος σε συμμαχία ήθελαν να ξηλώσουν τους κλέφτες Κολοκοτρωναίους στο Μαίναλο και τον Ζαχαριά στον Πάρνωνα. Οι Σταματελόπουλοι ήταν ανίψια του Κολοκοτρώνη). Στη Ζάκυνθο κατετάγησαν διαδοχικά στον Ρωσικό και Αγγλικό στρατό. Πολέμησαν ως τακτικοί στην Νότιο Ιταλία κατά του Ναπολέοντα. Εκπαιδεύτηκαν στον σύγχρονο πόλεμο, έχοντας και την πολύτιμη εμπειρία του κλέφτικου. Τον Μάϊο του 1821 ο Κολοκοτρώνης τους έστειλε στην πολιορκία του Ναυπλίου. Τον Νικηταρά συνεχώς τον καλούσαν και σε άλλες επιχειρήσεις. Ο Νικόλαος έμεινε εδώ συνέχεια. Οργάνωσε στο Κατσίγκρι το στρατόπεδο με σύγχρονα πρότυπα. Καθόρισε σκοπιές, παρατηρητήρια, διαδρομές περιπόλων. Εχθροί ήταν τρεις: α) Οι πολιορκημένοι Τούρκοι του Αναπλιού, β) Οι λαθρέμποροι (Έλληνες της περιοχής μας που τροφοδοτούσαν τους Τούρκους με μαυραγορήτικες τιμές) και γ) Οι λιποτάκτες (πολλοί σηκωνόντουσαν και έφευγαν, να πάνε να δουν το χωριό τους και όποτε ήθελαν, γύριζαν).
Ο Σταματελόπουλος επέβαλε πειθαρχία. Όταν ήρθε ο Δράμαλης, διέλυσε οργανωμένα το στρατόπεδο και το μετέφερε στα Ίρια, βάζοντας σκοπιές σε όλα τα περασματα προς Επιδαυρία και Ερμιονίδα.
Μετά την πανωλεθρία των Τούρκων στα Δερβενάκια, ανακατέλαβε το Κατσίγκρι και ξεκίνησε και πάλι την πολιορκία. Δυστυχώς από μπαμπεσιά έχασε την ζωή του τέτοια μέρα πριν από 198 χρόνια. Η πατρίς ευγνωμονούσα τον αγνοεί.
Φώτο: H ζωγραφιά του φον Ες με τον Νικηταρά στα Δερβενάκια. Η ίδια σκηνή σε ανάγλυφο υπάρχει στο μνημείο του Νικηταρά στο Ναύπλιο, στην τέως πλατεία (με τόσα αυτοκίνητα παρκαρισμένα, δεν την λες και πλατεία).
(Τόλης Κοΐνης)