Ποιος είσαι;
Ήμουν μικρό παιδί, 10 ετών. Ακόμα δεν είχα γνωρίσει τους συγγενείς μου στην Ελλάδα, και άρχισε να γνωρίζω την Ελλάδα από το Ελληνικό σχολείο. Για να με στείλουνε στο Eλληνικό σχολείο οι γονείς μου είχαν δύο δουλειές. Οι καθημερινές υποχρεώσεις δεν τους επέτρεπαν να πηγαίνουνε στην Ελλάδα τα καλοκαίρια και αποφασίσανε να με στείλουνε στην Ελλάδα μόνος μου και να μείνω με την θεία και τον θείο μου.
Επήγα κατευθείαν στον Αχλαδόκαμπο. Φτάσαμε το βράδυ, και θα σας πω για την πρώτη ημέρα μου στον Αχλαδόκαμπο – που θυμάμαι και αισθάνομαι κάθε μέρα στη ζωή μου.
Σηκώθηκα πρωί από μία ωραία φωνή που ακουγότανε από μακριά. Άνοιξε τις πόρτες του μπαλκονιού για να βρω από που ερχόταν αυτή η ωραία μελωδία. Ακουγότανε από το ένα βουνό στο άλλο. Πραγματικά λαλούσαν τa βουνά. Μέχρι σήμερα δεν έχω ξανακούσει τέτοια φωνή, που όχι μόνο την άκους αλλά περνάει μέσα σου. Ήταν σαν να ήταν ζωντανά τα βουνά και να με χαιρετούσαν για να με καλωσορίσουν.
Αμέσως ντύθηκα και έφυγα κρυφά, προτού το καταλάβουν η θεία και ο θείος μου. Κάτι με τραβούσε να δω από που ερχόταν αυτή η ωραία φωνή. Περπατούσα στο δρόμο κι ακόμα δεν ήξερα εάν ερχόταν αυτή η ωραία φωνή από μπροστά μου η από πίσω μου. Έφτασα στον παλιό δρόμο, τον κεντρικό του χωριού μας και σταμάτησα.
Δεν πίστευα ότι έβλεπα. Αισθανόμουνα ότι ήμουν σε όνειρο, αλλά δεν ήμουν. Είδα απέναντι από τον δρόμο ένας τσολιάς να παίζει φλογέρα. Δεν φορούσε φουστανέλες σαν αυτές που φορούσα στο δημοτικό σχολείο. Ήταν αληθινές φουστανέλες, με τάξη και τσάκιση. Φαινόντουσαν σαν να είχαν περάσει από πολέμο. Σαν αυτές που είχα δει σε φωτογραφίες με παλαιούς ήρωες. Και κρύφτηκα πίσω από τον τοίχο να μην με δει, αλλά με είδε και σταμάτησε να παίζει. Μου έκανε νόημα με το χέρι να προχωρήσω και σταμάτησα μπροστά στην σκάλα του. Με ρώτησε κάτι που θυμάμαι κάθε στιγμή στη ζωή μου.
Με ρώτησε, «Ποιος είσαι;».
Γιατί με ρωτάει; Σίγουρα ο τσολιάς ήταν από άλλη εποχή. Εγώ ήμουν ξένος, μικρό παιδί. Και να του πω ποιος είμαι, δεν έχει νόημα. Μέχρι τώρα με ρωτούσαν «τίνος είσαι;».
Με κοιτούσε ο τσολιάς παράξενα. Όχι σαν εχθρός, αλλά σαν να με ήξερε.
Ξανά με ρωτάει, αλλά τούτη τη φορά με πιο σταθερή και δυνατή φωνή: «ποιος είσαι;».
Τούτη τη φορά απάντησα αμέσως, λίγο φοβισμένος, του είπα: Πέτρος Μαρούτσος.
Αμέσως κοκκίνισαν του τσολιά τα χείλια. Κρεμόντουσαν από το χαμόγελο.
Μου ξανακάνει νόημα με το χέρι, αλλά τούτη τη φορά να ανεβώ τη σκάλα και να καθίσω δίπλα του.«Είσαι του Γιάννη γιος;» με ρωτάει και του απαντώ: είμαι, πως το ξέρεις; «Αυτό είναι το σπίτι σου, είμαστε γείτονες» μου λέει.
Δεν είπε ότι αυτό ήταν του παππού το σπίτι, ούτε του πατέρα μου, αλλά οτι αυτό ήταν και είναι το σπίτι μου.
«Ήμουν καλός φίλος του παππού σου. Τον είχες γνωρίσει;». Όχι του απήντησα, είχε πεθάνει προτού γεννηθώ. «Πολεμήσαμε μαζί. Ήταν πολύ γέρος. Εσύ είσαι γερός;». Δεν απάντησα αλλά χαμογελούσα. «Έχεις ωραίο χαμόγελο, σαν τον θείο σου», μου είπε. Ποιό θείο απήντησα. Το θείο του είναι όμορφος, η αυτόν που είναι χωρίς δόντια; «Λες αστεία σαν τον πατέρα σου, και είσαι έξυπνος σαν τον θείο σου τον δάσκαλο», μου είπε.
Εμιλήσαμε για λίγη ώρα ακόμα και τον χαιρέτησα.
Ξανά με σταματάει και με ρωτάει: «Δε φοβάσαι που γυρίζεις μόνο σου;»
Τούτη τη φορά εγώ τον κοίταξα σαν να τον ήξερα όλη μου τη ζωή και του απήντησα: γιατί να φοβάμαι, εδώ είναι το σπίτι μου.
Αισθανόμουναν εκείνη τη στιγμή ότι είχα ζήσει ξανά σε αυτόν τον ωραίο τόπο.
Κατάλαβα από μικρό παιδί ότι ήμουν σε μέρος που το όνομά μου είχε νόημα και αξία.
Πραγματικά αισθάνομουνα ξένος…
Ξένος στην Αμερική.