Κορωνοϊός: Το όριο επιστήμης, πολιτικής και κοινωνίας
Με αφορμή την πανδημία του κορωνοϊού, τα έργα στην Ακρόπολη, τον Μεγάλο Περίπατο, τον εμβολιασμό και άλλα παρόμοια έχουν ειπωθεί και ακουστεί πολλά για την επιστήμη, τα οποία κυμαίνονται από την απολυτοποίησή της έως την απαξίωσή της. Επειδή η συζήτηση οδηγεί σε πρωτοφανείς ακρότητες, θα ήταν σκόπιμο να ξανασκεφτούμε τη σχέση επιστήμης, πολιτικής και κοινωνίας.
Θεωρώ ότι μια περιεκτική εισαγωγή στο ζήτημα παρέχεται στον πλατωνικό Πρωταγόρα. Στον διάλογο ο Σωκράτης λέγει στον Αβδηρίτη σοφιστή:
«Παρατηρώ, λοιπόν, ότι, όταν μαζευόμαστε στην εκκλησία του δήμου, κάθε φορά που είναι να καταπιαστεί η πολιτεία με κάποιο οικοδομικό έργο, φωνάζουν τους αρχιτέκτονες να δώσουν τη συμβουλή τους για τα οικοδομήματα· όταν πάλι είναι να ναυπηγήσουν πλοία, τους ναυπηγούς, το ίδιο και για όλα τ᾽ άλλα… Όμως αν μπει στη μέση για να δώσει συμβουλή κάποιος άλλος, που εκείνοι δεν τον ξέρουν για άνθρωπο της δουλειάς (ας είναι όμορφος και πλούσιος και αριστοκράτης από τους πρώτους), δε δίνουν καμιά προσοχή στα λεγόμενά του, αλλά τον παίρνουν στο ψιλό και χαλούν τον κόσμο, ώσπου ή ο ίδιος που ανέλαβε να δώσει συμβουλές σαστίσει και παραμερίσει ή οι τοξότες τον τραβήξουν από το βήμα ή τον πετάξουν έξω με διαταγή των πρυτάνεων. Λοιπόν, όσα θέματα απαιτούν ειδίκευση, έτσι τα αντιμετωπίζουν· αντίθετα, κάθε φορά που το θέμα της συνεδρίασης έχει σχέση με τα γενικά συμφέροντα της πολιτείας, παίρνει το λόγο και δίνει τη συμβουλή του χωρίς καμιά διάκριση ο ξυλουργός, ο χαλκιάς κι ο τσαγκάρης, ο εισαγωγέας κι ο καραβοκύρης, ο πλούσιος και ο φτωχός, ο αριστοκράτης κι ο άνθρωπος του λαού· τώρα όμως κανείς δεν τους αποπαίρνει γι’ αυτό, όπως στην προηγούμενη περίπτωση — επειδή δηλαδή μπαίνουν στη μέση και δίνουν συμβουλές, ενώ πουθενά δε μαθήτευσαν ούτε είχαν κανένα δάσκαλο» (319b-d, μτφ. Η. Σπυρόπουλος).
Είναι προφανές ότι στα επιστημονικά ζητήματα τον πρώτο και τελευταίο λόγο έχουν οι επιστήμονες. Και μάλιστα όχι όλοι οι επιστήμονες, όσοι δηλαδή έχουν σπουδάσει κάτι. Επιστημονική άποψη εκφέρουν οι ειδικοί στο εκάστοτε αντικείμενο και επιστημονικός διάλογος αναπτύσσεται μεταξύ επιστημόνων της ίδιας ειδικότητας. Ενδεικτικά, για τη φύση του κορονοϊού επιστημονικός είναι ο λόγος των ιατρών και των βιολόγων που ασχολούνται με ιούς και επιδημίες, όχι οποιουδήποτε ιατρού ή άλλου επιστήμονα. Αν τα ζητήματα είναι διεπιστημονικά, συμμετέχουν και ειδικοί από άλλους κλάδους, αλλά μόνο στο βαθμό και το πεδίο που τους αφορά. Για παράδειγμα, στο διάλογο για τη διασπορά του κορονοϊού συμβάλλουν και χημικοί, στο μέρος που αφορά την ανίχνευση του ιού σε λύματα. Δεν χρειάζεται να εμπλακούν όμως γεωλόγοι, φιλόλογοι και καλλιτέχνες. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, η προτροπή του Σωκράτη είναι να τους πάρουμε στο ψιλό και να βρουν τρόπο οι αρχές να τους αποστομώσουν.
Οι επιστήμονες, φυσικά, δεν ομονοούν μεταξύ τους. Δεν υφίσταται μια επιστημονική αλήθεια, ενιαία και αδιαίρετη.Αλλά η αντιπαράθεσή τους είναι αυτή που οδηγεί στη διόρθωση των λαθών και την πρόοδο.
Οι αυθεντικοί επιστήμονες δεν διεκδικούν το αλάθητο, όπως οι θρησκευτικοί ηγέτες και οι σαμάνοι. Αντίθετα, έχουν συναίσθηση των γνωστικών τους περιορισμών. Ερευνούν, συλλέγουν δεδομένα, εξάγουν πορίσματα, τα ελέγχουν πειραματικά και λογικά, ώστε ύστερα να παρουσιάσουν τα τεκμηριωμένα συμπεράσματά τους, τα οποία με τη σειρά τους τίθενται στη βάσανο της κριτικής των ομοτέχνων τους· μόνο εκείνων όμως, όχι του πρώτου τυχόντα, επιστήμονα ή μη.
Με τη σειρά τους οι πολιτικοί -όταν αναζητήσουν τη συμβουλή ειδικών για ζητήματα στα οποία απαιτείται εξειδικευμένη γνώση- αναγκαστικά επιλέγουν κάποιους επιστήμονες που θα εμπιστευτούν, γιατί δεν υφίσταται μια ομονοούσα επιστημονική κοινότητα. Συνεπώς, τον Τσιόδρα ή τον Ιωαννίδη; Η επιλογή αυτή μπορεί να στηριχθεί σε ποικίλα κριτήρια: επιστημονικά, θεσμικά, κομματικά, προσωπικά. Πάντως, σε ένα ιδανικό κόσμο, οι πολιτικοί θα έπρεπε να μετρούν όλες τις επιστημονικές τάσεις και να αποφασίζουν να στηριχθούν στις πλέον σοβαρές. Αλλά δεν είναι πάντοτε πρόθυμοι ή ικανοί για κάτι τέτοιο. Στην πραγματικότητα, εμπιστεύονται κάποιους επιστήμονες που θεωρούν ότι θα τους βοηθήσουν να επιτύχουν το βέλτιστο αποτέλεσμα. Στη δημοκρατία, τουλάχιστον, ο έλεγχος των πολιτών και η προοπτική των εκλογών είναι τα βασικά μέσα πίεσης, προκειμένου οι πολιτικοί να καταλήξουν στους καταλληλότερους επιστήμονες, χωρίς βέβαια να λείπουν οι παρεκτροπές από τον κανόνα. Η προτίμηση των πολιτικών δεν καταξιώνει τον επιστήμονα. Αυτό είναι αποκλειστικό προνόμιο των ομοτέχνων του.
Οι επιστήμονες, που καλούνται από τους πολιτικούς ως σύμβουλοι, παρέχουν γνώση. Δεν έχουν τη θεσμική κατοχύρωση να λάβουν ή να υπαγορεύσουν μείζονες πολιτικές αποφάσεις, αν και συχνά μπαίνουν στον πειρασμό, επειδή δεν είναι αιρετοί και στερούνται της λαϊκής νομιμοποίησης. Τις τελικές αποφάσεις οφείλουν να τις λάβουν οι πολιτικοί, οι οποίοι λογοδοτούν στους πολίτες και τα θεσμικά όργανα. Αυτό γιατί οι πολιτικές αποφάσεις έχουν συνέπειες, σοβαρότατες μάλιστα, στο γενικό πληθυσμό. Συχνά οι επιστήμονες έχουν την τάση υπερεκτίμησης της γνώμης τους και αντίστοιχα οι πολιτικοί υποτιμούν την επιστήμη και τους επιστήμονες, οπότε οι εντάσεις δεν λείπουν.
Τέλος, η ευρύτερη πολιτική κοινωνία έχει απαράβατο δικαίωμα και υποχρέωση συμμετοχής στο δημόσιο διάλογο και έκφρασης γνώμης για τα πολιτικά ζητήματα. Μορφωμένοι και αμόρφωτοι, πλούσιοι και φτωχοί, αριστοκράτες και λαϊκοί, όλοι χρειάζεται να μετέχουν στις πολιτικές διεργασίες, να συνδιαμορφώνουν και να κρίνουν τις αποφάσεις των πολιτικών, αφού τα αποτελέσματά τους καθορίζουν τις ζωές τους. Δεν δικαιώνονται όμως να κρίνουν την επιστημονική γνώση και να εκφέρουν άποψη για τα πορίσματά των επιστημόνων. Γιατί, σε αυτό το ενδεχόμενο, ισχύει και πάλι η προτροπή του Σωκράτη: όποιος μη ειδικός εκφέρει γνώμη για επιστημονικά ζητήματα, πρέπει να τον πάρουμε στο ψιλό, να ξεσηκωθούμε εναντίον του και να βρουν τρόπο οι αρχές να τον αποστομώσουν.
Γράφει ο Γεώργιος Στείρης,
Aναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
* Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο huffingtonpost.gr