Άκουσε την γυναίκα του και τα παιδιά του να φεύγουν, το τελευταίο γύρισμα του κλειδιού στην πόρτα ήταν το σινιάλο να σηκωθεί από τα ρούχα. Ο Γιάννης από τότε που έχασε την δουλειά του είχε χαθεί και ο ίδιος στα μονοπάτια της κατάθλιψης. Αποσύρθηκε από όλους, φίλους, γνωστούς ακόμα και από την ίδια την οικογένεια του. Όταν ήταν στο σπίτι, ήταν κουκουλωμένος με τα ρούχα, σε μια προσπάθεια να εξαφανιστεί με την μαγική κουβέρτα.
Η γυναίκα του είχε ριχτεί στην μάχη της επιβίωσης καθαρίζοντας σπίτια και παππούδες. Κοιμόταν με τα ρούχα, σηκώθηκε, έβαλε τις γαλότσες το τελευταίο ζευγάρι που εκτελούσε χρέη υποδημάτων παντός καιρού. Έφυγε για το μεγάλο πολυκατάστημα. Φόρεσε το αδιάβροχο του και στην μικρή τσέπη έβαλε το μικρό ραδιοφωνάκι του. Γυρίσματα που φέρνει η τύχη, αυτός που κάποτε χαρτζιλίκωνε αλλοδαπούς για να του αδειάζουν τα γεμάτα καρότσια στο αυτοκινήτου του έγινε ένα μέλος της παρέας τους. Αυτοί δεν είχαν πρόβλημα να «παίρνει κούρσες καροτσιών» και ο πρώην «εργοδότης» τους!!!
– Μπορώ να σας βοηθήσω (ρώτησε ο Γιάννης μια κυρία που έβγαινε με φορτωμένο το καρότσι της).
– Έλληνας είσαι ;
– Μάλιστα… άνεργος.
– Εντάξει.
Όταν ο Γιάννης τέλειωσε το προσεκτικό ξεφόρτωμα του καροτσιού η κυρία του έδωσε μισό ευρώ για τον κόπο του και το δικαίωμα να επιστρέψει το καρότσι και να εισπράξει άλλο ένα. Κρατώντας το ενάμιση ευρώ στην τσέπη ο Γιάννης μπήκε μέσα στο πολυκατάστημα. Τα ψώνια του ήταν συγκεκριμένα, δυο λίτρα κρασί. Καθώς έβγαινε από το πολυκατάστημα πρόσεξε στην τζαμαρία των αυτόματων πορτών την εικόνα ενός αξύριστου, άπλυτου με βαθιές χαρακιές στο πρόσωπο άντρα. Τρόμαξε όταν κατάλαβε ότι έβλεπε το αγνώριστο είδωλο του. Κατέβασε απότομα τα μάτια και βγήκε βιαστικά έξω. Με τον υγρό θησαυρό στις τσέπες του κατευθύνθηκε στον απέναντι λόφο. Σήμερα ήταν η τυχερή του μέρα κοντά στον κάδο σκουπιδιών βρήκε ένα μεγάλο κομμάτι χαρτόκουτο. Το πήρε παραμάσχαλα και ανέβηκε στον λόφο. Εκεί στις αρχαίες πέτρες του Απόλλωνα ήταν και το στέκι του. Άπλωσε το χαρτόκουτο σαν μια πολύτιμη ξαπλώστρα, ξάπλωσε πάνω. Στα δεξιά του άφησε τα δυο λίτρα κρασί και αριστερά του έβαλε το μικρό του ραδιόφωνο μέσα σε μια κουφάλα του βράχου. Άρχισε να πίνει με αργές γουλιές, το άδειο στομάχι βοηθούσε το αλκοόλ να κινηθεί όλο και πιο γρήγορα και έντονα μέσα στο σώμα του και το μυαλό του. Στο ραδιάκι έπιασε το αγαπημένο του σταθμό με ρεμπέτικα.
– Μάγισες φέρτε μου βότανα…..(Από τις δονήσεις του ηχείου ένα μικρό πράσινο κολλητηράκι βγήκε από την υγρή τρύπα του.)
– Άντε φιλαράκο φέρε τις ζεμπεκιές σου (χτύπησε τα χέρια του και ο απρόσμενος χορευτής χάθηκε μέσα στα χόρτα).
Γουλιά την γουλιά άρχισε να ζαλίζεται, γύριζε το κεφάλι του δεξιά έβλεπε το Κάστρο και την Παναγιά του Βράχου , γύριζε το κεφάλι του αριστερά και έβλεπε την πολύβουη πόλη. Το ραδιοφωνάκι συνέχιζε να δίνει δονήσεις στα εννέα όγδοα.
Τέλειωσε και το δεύτερο λίτρο. Τον πήρε ένας βαθύς ύπνος και τυλίχτηκε σε ένα λευκό παγερό όνειρο. Ένα τεράστιο λευκό χαρτί με τρισδιάστατα αιχμηρά γράμματα του ανακοίνωνε.
– «Σύμφωνα με τα νέα οικονομικά μέτρα και με βάση τις υποχρεώσεις της ελληνικής πολιτείας έναντι της ευρωπαϊκής ένωση σας θέτουμε σε κατάσταση διαθεσιμότητας»
Τα μαύρα γράμματα της απόλυσης ένα – ένα γίνονταν λόγχες και τον κάρφωναν, δεν μπορούσε να αμυνθεί, κουλουριάστηκε σε μια εμβρυική θέση για να προφυλαχθεί. Η άσπρη κόλλα χαρτί έγινε ένα παγωμένο σεντόνι που τον τύλιγε ασφυκτικά μέχρι θανάτου. Ο φύλακας του λόφου άκουγε από μακριά την φωνή του Μπιθικώτση
– Τα δυο σου χέρια πήρανε, βεργούλες και με δείρανε….
Έψαχνε στον λόφο να βρει τον μερακλή που είχε ξεχαστεί, είχε βραδιάσει και έπρεπε να κλείσει τον λόφο. Βρήκε τον Γιάννη νεκρό και παγωμένο πάνω στο χαρτόκουτο. Οι άνθρωποι του ΕΚΑΒ τον τύλιξαν σε ένα λευκό σεντόνι και τον έβαλαν πάνω στο φορείο. Ένα μικρό κολλητηράκι έβγαλε το κεφάλι του πάνω από τα χαρτόκουτα του κρασιού εξαφανίστηκε γρήγορα μέσα στους θάμνους.
Ο μπάρμπα Γιάννης
Ο μπάρμπα Γιάννης άκουσε το συνωμοτικό χτύπημα του ρολογιού έτσι όπως το είχε τυλίξει μέσα στις κουβέρτες. Παρά τα ογδόντα του η ακοή του ήταν ιδιαίτερα οξυμένη ακόμα. Σηκώθηκε με αθόρυβες κινήσεις, δεν ήθελε να ξυπνήσει την γυναίκα του. Αν και τώρα με την χημειοθεραπεία κοιμόταν ιδιαίτερα βαριά. Κάποιες φορές τρομαγμένος όταν αργούσε να ξυπνήσει την σκουντούσε τρυφερά για να δει ότι είναι ζωντανή.
– Κυρά κοιμάσαι;
– Ψυχή βαθιά, δεν με κάλεσε ο χάρος ακόμα (του απαντούσε χαμογελώντας για να κρύψει τους πόνους που της προκαλούσε το κάθε ξύπνημα).
Ο μπάρμπα Γιάννης πήγε στην κουζίνα, κοίταξε το ρολόι ήταν δυο η ώρα το πρωί.
– Εντάξει προλαβαίνω (μονολόγησε).
Έβαλε στο μπρίκι ένα καφέ να βράζει, από το κουτί με τα φάρμακα πήρε ένα και μισό χάπι που έπρεπε να πιεί στις εφτά και μισή, τα έβαλε σε μια μικρή χαρτοπετσέτα και τα έβαλε στην δεξιά τσέπη του, άνοιξε και το κουτί με το χαρτζιλίκι του. Έτσι όπως ήταν τα οικονομικά τους αυτή την περίοδο μόνο ενάμιση ευρώ προσωπικά έξοδα μπορούσε να κάνει. Όλα τα είχε κόψει εκτός από την εφημερίδα του κόμματος. Ήπιε μια γουλιά καφέ και ξανακοίταξε το ρολόι, δυο και δέκα. Στην άκρη του πάγκου της κουζίνας ήταν το μικρό ραδιοφωνάκι του. Από εκείνα τα παλιά που έπρεπε να περιστρέφεις ένα κουμπί στο πλάι και μια κάθετη γραμμή να σου δείχνει τον σταθμό που έπιασες. Το έβαλε και αυτό μέσα στην τσέπη του μαζί με το βιβλιάριο της γυναίκας του και δυο αστυνομικές ταυτότητες.
Με γοργό βήμα βγήκε στην νύχτα, περπάτησε μέχρι τα κεντρικά γραφεία του ασφαλιστικού του φορέα. Δυστυχώς σήμερα δεν ήταν η τυχερή του μέρα αν και έφτασε τρεις παρά τέταρτο υπόγραψε με το νούμερο 109 στο μπλε τετράδιο που ήταν κρεμασμένο στην πόρτα. Νέες εποχές νέα ήθη, για να κάνει θεώρηση του βιβλιαρίου υγείας της γυναίκας του έπρεπε να πάρει νούμερο πολύ νωρίς και να περιμένει μέχρι να ανοίξουν τα γραφεία και να πάρει σειρά. Μέχρι 300 νούμερα δέχονταν την ημέρα. Όποιος υπόγραφε μετά το 300 ήξερε ότι ήταν χαμένος. Άνοιξε το ραδιάκι του πήγε και ακούμπησε στο κορμό ενός δέντρου. Πρόσεξε αυτόν που υπέγραφε με το νούμερο 110. Φορούσε μια μεγάλη καπαρντίνα, καπέλο και δερμάτινα γάντια. Όταν γύρισε για να πάει στο αυτοκίνητο του για να κάνει το νυχτέρι του και αυτός κάτι του θύμισε, ταράχτηκε, ένοιωσε την καρδιά του να χτυπάει στον ρυθμό του φόβου. Χούφτωσε τα ενάμιση χάπια του σε μια προσπάθεια να βρει προστασία.
– Μπα αποκλείεται να είναι αυτός….
Με την συντροφιά του ραδιοφώνου περνούσαν οι ώρες μέχρι να ανοίξουν τα γραφεία, κάποιοι είχαν γυρίσει ανάποδα στα παγκάκια και λαγοκοιμόνταν.
Εφτά η ώρα άνοιξαν οι πόρτες των γραφείων και ο υπάλληλος άρχισε να μοιράζει τα χαρτάκια με τα νούμερα φωνάζοντας και τα ονόματα
– 109 Κοράκογλου
– 110 Ιωαννίδης.
– Αυτός είναι (μονολόγησε ο μπάρμπα Γιάννης).
Γύρισε πίσω του και τα μάτια μίλησαν, σιωπηρά χωρίς να πουν κουβέντα ο ένας αναγνώρισε τον άλλο. Ο Ιωαννίδης ήταν ο ανώτερος αξιωματικός που ανέκρινε τον Γιάννη όταν τον συνέλαβαν για αντικαθεστωτική δράση. Δεν θα μπορούσε να ξεχάσει αυτό το παγερό βλέμμα ποτέ.
– Όρθιος θα κάθεσαι στον τοίχο μέχρι να μας ομολογήσεις και του υπόλοιπους (ένας δυνατός προβολέας τον τύφλωνε).
Μέρες κράτησε το μαρτύριο της ορθοστασίας, ο μπάρμπα Γιάννης αν και στα όρια της νευρολογικής κατάρρευσης, δεν έσπασε. Την στάση του φαίνεται ότι εκτίμησε και ο βασανιστής του γιατί όπως τον μάζευαν λιπόθυμο τον άκουσε να λέει.
– Ρε ζώα δυο άντρες να είχα σαν αυτόν θα είχα καθαρίσει την μισή Αθήνα.
Πώς τα έφερε η ζωή οι δυο πρώην αντίπαλοι να βρεθούν σε κοινό μαρτύριο ορθοστασίας από την πολιτεία που υπηρέτησε πιστά ο ένας, από την πολιτεία που προσπάθησε με θυσίες ζωής να αλλάξει ο άλλος. Η αίθουσα είχε 25 καθίσματα, μετά βίας χωρούσε 70 όρθιους, εκεί ήταν στοιβαγμένοι στο μαρτύριο της ορθοστασίας 200 άνθρωποι. Άρχισαν να πέφτουν οι σφραγίδες θεώρησης και οι πρώτοι έκαναν την ηρωική τους έξοδο. Ο κυρ Γιάννης είχε χαθεί σε μνήμες, ξέχασε τα χάπια του.
– Μια ζωή αγώνες και να το ευχαριστώ της πολιτεία μονολογούσε (στο μυαλό του μέχρι να φτάσει το κόκκινο 109 στον μαύρο πίνακα πέρασαν τα βάσανα μιας ζωής).
Όταν κατέβηκε τα σκαλιά ένιωσε μια παράξενη αδιαθεσία. Στο παγκάκι ένοιωσε να τελειώνει η ζωή του. Είδε ένα χέρι να βγάζει ένα κινητό τηλέφωνο από μια καπαρντίνα.
– Επείγον για διακομιδή σε νοσοκομείο.
Ο 110 ήταν εκεί όταν ήρθε η αστυνομία και το ΕΚΑΒ, πρόσεξε και την απογραφή στοιχείων που έκανε ο αστυνομικός
– Στις τσέπες του νεκρού βρέθηκαν, ένα βιβλιάριο υγείας, δυο ταυτότητες, ένα παλαιού τύπου ραδιόφωνο και ένα ενάμιση ευρώ…
Ο 110 ασυναίσθητα πήρε μια τιμητική στάση προσοχής όταν τον έβαζαν πάνω στο φορείο. Ένα μικρό πράσινο κολλητηράκι πέρασε πάνω από το δεξί καλογυαλισμένο μαύρο παπούτσι του και χάθηκε στο γρασίδι.
* Ο φασισμός δεν πολεμιέται με διώξεις και διατάγματα… ίσως το σύνθημα «ψωμί, παιδεία, ελευθερία, η χούντα δεν τελείωσε το 73» να είναι το πιο επίκαιρο.
Βασίλης Καπετάνιος
(ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ)